Η διαφορά στον τρόπο καταβολής των εισφορών μισθωτών και ελ.επαγγελματιών παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ισότητας. Τί αναφέρει η Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής για το Ασφαλιστικό Νομοσχέδιο

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής για το Ασφαλιστικό Νομοσχέδιο που έχει εισαχθεί στη Βουλή προς ψήφιση και προβλέπει ριζικές ανατροπές στο Ασφαλιστικό Σύστημα της χώρας. Ειδικότερα, στις παρατηρήσεις της Έκθεσης επί του άρθρου 39 που αφορά τις εισφορές των αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών αναφέρεται ότι για τους μισθωτούς
εργαζομένους, η ασφαλιστική εισφορά (20%) που αναλογεί στις αποδοχές τους βαρύνει αυτούς μόνο κατά το 1/3, και συγκεκριμένως σε ποσοστό 6,67%, δεδομένου ότι η, σε ποσοστό 13,33% επί των καταβαλλόμενων αποδοχών, εισφορά του εργοδότη δεν αποτελεί μέρος των αποδοχών/εισοδημάτων του εργαζομένου, δεν βαρύνει τον εργαζόμενο, και μόνος υπόχρεος για την καταβολή της είναι ο εργοδότης, δηλαδή πρόσωπο διαφορετικό από τον ασφαλισμένο. Αντιθέτως, για τους αυτοαπασχολουμένους και τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν έχει περιληφθεί αντίστοιχη ρύθμιση, η οποία θα προέβλεπε, αναλόγως, ότι τα 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών τους βαρύνουν κατά νόμο τους πελάτες/αντισυμβαλλομένους τους. Κατά συνέπεια, σημειώνει η Έκθεση, η επιβολή εισφοράς κύριας σύνταξης με συντελεστή 20% επί του εισοδήματος της ανωτέρω κατηγορίας ασφαλισμένων παραβιάζει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Αναλυτικά η Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής για το επίμαχο άρθρο 39 του νομοσχεδίου:
«Επί του άρθρου 39 (σε συνδυασμό με το άρθρο 38 παρ. 1 έως 3):
Με τις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 38 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων (...) και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών.», ότι «το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών», καθώς και ότι «υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις υπηρεσίες τους περιοδικά έναντι παροχής».
Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 του προτεινόμενου άρθρου 39, που αφορά στις εισφορές αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «από 1.1.2017, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν τα πρόσωπα (...), τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε, ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 20%», ότι «τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος», ότι «η μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών», καθώς και ότι «ως προς το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38».
Συμφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση επί του εν λόγω άρθρου, «κατ' αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζονται ενιαίοι (...) κανόνες για όλες τις κατηγορίες των ασφαλισμένων του Ε.Φ.Κ.Α. και τα βάρη κατανέμονται κατά δίκαιο τρόπο ανάλογα με τις δυνάμεις του εκάστοτε ασφαλισμένου».
Παρατηρείται, εν προκειμένω, ότι για τους μισθωτούς εργαζομένους, η ασφαλιστική εισφορά (20%) που αναλογεί στις αποδοχές τους βαρύνει αυτούς μόνο κατά το 1/3, και συγκεκριμένως σε ποσοστό 6,67%, δεδομένου ότι η, σε ποσοστό 13,33% επί των καταβαλλόμενων αποδοχών, εισφορά του εργοδότη δεν αποτελεί μέρος των αποδοχών/εισοδημάτων του εργαζομένου, δεν βαρύνει τον εργαζόμενο, και μόνος υπόχρεος για την καταβολή της είναι ο εργοδότης, δηλαδή πρόσωπο διαφορετικό από τον ασφαλισμένο. Αντιθέτως, για τους αυτοαπασχολουμένους και τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν έχει περιληφθεί αντίστοιχη ρύθμιση, η οποία θα προέβλεπε, αναλόγως, ότι τα 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών τους βαρύνουν κατά νόμο τους πελάτες/αντισυμβαλλομένους τους. Κατά συνέπεια, η επιβολή εισφοράς κύριας σύνταξης με συντελεστή 20% επί του εισοδήματος της ανωτέρω κατηγορίας ασφαλισμένων εισάγει, κατά παράβαση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας [αλλά, κατ’ αποτέλεσμα, και της αρχής ανταποδοτικότητας των εισφορών], δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, εν σχέσει προς την εισφορά που καταβάλλουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, ανέρχεται σε ποσοστό 6,67% επί του εισοδήματος (αποδοχών) τους, καθότι άγει σε τριπλάσια επιβάρυνση του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών για την καταβολή της ίδιας συνταξιοδοτικής παροχής.
Περαιτέρω, ενόψει της διατύπωσης της παραγράφου 2, η οποία αναφέρει ότι η ασφαλιστική εισφορά «καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος», επισημαίνεται ότι δεν είναι σαφές αν η ασφαλιστική εισφορά θα εκπίπτει από το ακαθάριστο εισόδημα των αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών κατά τον προσδιορισμό του αναλογούντος φόρου εισοδήματος». (πηγή: taxheaven.gr)

Σχόλια