Σύμφωνα με απόφαση (1506/2016) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι
διατάξεις της περίπτωσης 17 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου
πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του π.δ.
169/2007 μειώθηκαν οι συντάξεις των συνταξιούχων πρώην μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι.
λόγω μείωσης των αποδοχών των εν ενεργεία μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και μάλιστα
αναδρομικά από 1.8.2012, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των
άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 καθώς και την υπερνομοθετικής
ισχύος διάταξη του
άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης «με τη διάταξη του
άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το ν.δ.
53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική
ισχύ, θεσπίζεται, καταρχήν, γενικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται
ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να την στερηθεί μόνο
για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τηρουμένων βεβαίως των αρχών της ισότητας (άρθρο
4 παρ. 5 του Σ.) και της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Σ.) στην κατανομή
των δημοσίων βαρών (Ε.Σ. Ολομ. 1517/2011, 2028/2004, 1952/2004, κ.ά.). Στην
έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά
και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά
συμφέροντα”. Καλύπτονται έτσι και απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις
δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική
απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη
προσδοκία ότι μπορούν σε περίπτωση άρνησης να ικανοποιηθούν δικαστικά. Τέτοιες
είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει
παροχές.
Από την ίδια διάταξη συνάγεται, περαιτέρω, ότι η διατήρηση στο
διηνεκές του συστήματος αναπροσαρμογής απονεμηθεισών ήδη συντάξεων δεν αποτελεί
δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από τη διάταξη αυτή
περιουσίας και συνεπώς η για το μέλλον μεταβολή του συστήματος αυτού δεν
παραβιάζει την εν λόγω διάταξη.
Αντίθετα, όμως, η αναγνωρισμένη από το
υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του ήδη συνταξιούχου για αναπροσαρμογή της σύνταξής
του με βάση επελθούσα γενική αύξηση των μισθών των εν ενεργεία συναδέλφων του,
η οποία έχει γεννηθεί ήδη από του χρόνου εκείνου και επομένως αποτελεί από τη
γέννησή της στοιχείο της περιουσίας του δυναμένη να επιδιωχθεί δικαστικά, δεν
επιτρέπεται να καταργηθεί ή αποσβεστεί ή περιοριστεί με αναδρομική ουσιαστική
νομοθετική ρύθμιση, αν δεν συντρέχουν πράγματι λόγοι επιτακτικού δημοσίου
συμφέροντος, οι οποίοι να δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της,
τηρουμένης πάντοτε μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος
και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος. Διαφορετικά, δεν
συμβιβάζονται προς την προεκτεθείσα υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, αφού
τείνουν σε αδικαιολόγητη αποστέρηση προστατευόμενου από αυτήν περιουσιακού
αγαθού (Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014, 1517/2011, 2028/2004, 1952/2004, κ.ά.).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι «πρόκειται για στέρηση γεννημένου
περιουσιακής φύσεως δικαιώματος (σύνταξης συγκεκριμένου ποσού, που έχει ήδη
καταβληθεί), χωρίς να προκύπτει ότι η αναδρομική αυτή μείωση υπαγορεύθηκε από
επιτακτικούς λόγους δημόσιας ωφέλειας, ενώ δεν τεκμηριώνεται, ούτε η
αναγκαιότητα και προσφορότητα της εν λόγω αναδρομικότητας για την επίτευξη του
επιδιωκόμενου με τη συνολική ρύθμιση του ν. 4093/2012 σκοπού δημοσίου
συμφέροντος, κατόπιν τήρησης των αρχών της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων
βαρών (άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντ.) και της αναλογικότητας, ενόψει και του
γεγονότος ότι όμοια ρύθμιση δεν θεσπίστηκε και για τους λοιπούς εν γένει
συνταξιούχους του Δημοσίου (Ε.Σ. Ολομ. Πρακτ. 2ης Ειδ. Συν./27.2.2013, σελ.
36-38, Αποφ. 4327/2014)».
Σχόλια