Η Απόφαση του ΣτΕ για την Αποχή των Δικηγόρων. Τα βασικά σημεία της

ΣτΕ (Ολ) 1466/2016: Περίληψη: Η απόφαση δικηγορικού συλλόγου για την αποχή των μελών του από τα καθήκοντά τους είναι πράξη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Έχει δε υποχρεωτικό χαρακτήρα για τους δικηγόρους που αφορά, ενώ η μη τήρησή της από αυτούς θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους. Συνεπώς, η ως άνω απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και παραδεκτώς προσβάλλεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.(Αντιθ. Μειοψ.: Η απόφαση περί αποχής των μελών δικηγορικού συλλόγου είναι
νοητή μόνο στα πλαίσια της ελεύθερης δράσης του ατόμου, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και με την έννοια αυτή η ως άνω απόφαση απευθύνεται στα μέλη του συλλόγου, όχι δε ως εκδήλωση δημόσιας εξουσίας· συνεπώς, έχει το χαρακτήρα απλής σωματειακής απόφασης, η οποία δεν δεσμεύει τα μέλη του συλλόγου, αλλά αποτελεί απλή προς αυτά υπόδειξη και απαραδέκτως προσβάλλεται.).
Η τελευταία απόφαση περί αποχής που ισχύει κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, έχουσα ενσωματώσει κατά τούτο τις προηγούμενες αποφάσεις, είναι η μόνη που προσβάλλεται παραδεκτά.
Οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους υπόκεινται σε περιορισμούς που επιβάλλονται από τη φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας ως μιας από τις τρεις κρατικές λειτουργίες (άρθρο 26 του Συντάγματος), η οποία δεν νοείται να παραλύει σε ένα Κράτος Δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των δικηγόρων, οι οποίοι συμβάλλουν στην απονομή της Δικαιοσύνης ως συλλειτουργοί της (άρθρο 2 Κώδικα Δικηγόρων). Οι περιορισμοί αυτοί ερείδονται και σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ.
Ο χρόνος διάρκειας της αποχής που πρέπει να είναι όχι μόνον ορισμένος αλλά και βραχύς. Η μη τήρηση της απόφασης για αποχή δεν μπορεί να συνεπάγεται, καθ’ εαυτή, πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη του συλλόγου που τυχόν δεν συμμορφώνονται. Ειδικά δε, η αδυναμία κατάθεσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών κατά το άρθρο 61 του Κώδικα Δικηγόρων κατά τη διάρκεια της αποχής οδηγεί σε άρση του απαραδέκτου της αντίστοιχης διαδικαστικής πράξης, η οποία διενεργείται χωρίς να γεννάται πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου· οι οφειλόμενες δε εισφορές είναι καταβλητέες ευθύς μετά τη λήξη της αποχής. 
Ο χρόνος διάρκειας της αποχής ελέγχεται ακυρωτικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το διακύβευμα της ψήφισης του ασφαλιστικού νομοσχεδίου για τους δικηγόρους μέλη του Δ.Σ.Α. ήταν ιδιαιτέρως σοβαρό· ο συνολικός όμως χρόνος αποχής, ο οποίος σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ενδέκατη σκέψη, είναι μεγαλύτερος των τεσσάρων μηνών, έχει υπερβεί κατά πολύ τον επιτρεπόμενο, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, βραχύ χρόνο αποχής.
Ακυρώνεται η από 6.5.2016 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών περί αποχής των δικηγόρων Αθηνών έως 14.5.2016. (legalnews24.gr)
«13. Οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ερειδόμενες κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 89 παρ. 1, 90 περ. γ΄ και δ΄ του Κώδικα Δικηγόρων, συνιστούν νόμιμο μέσο δράσης των συλλόγων και δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ή σε άλλες υπερνομοθετικές διατάξεις. Υπόκεινται όμως σε περιορισμούς που επιβάλλονται από τη φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας ως μιας από τις τρεις κρατικές λειτουργίες (άρθρο 26 του Συντάγματος), η οποία δεν νοείται να παραλύει σε ένα Κράτος Δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των δικηγόρων, οι οποίοι συμβάλλουν στην απονομή της Δικαιοσύνης ως συλλειτουργοί της (άρθρο 2 Κώδικα Δικηγόρων). Οι περιορισμοί αυτοί ερείδονται και σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και ειδικότερα: α) στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και θεμελιώνει, από κοινού με το άρθρο 26, την υποχρέωση του Κράτους να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης· β) στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα των διαδίκων να υπερασπίζουν τις υποθέσεις τους με δικηγόρο της εκλογής τους· γ) στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την επαγγελματική ελευθερία και το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας· δ) στο άρθρο 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, όπου αποτυπώνονται η αρχή της αναλογικότητας και η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Οι ως άνω περιορισμοί ανάγονται ιδίως στη διασφάλιση διενέργειας των αναγκαίων (διαδικαστικών και λοιπών) πράξεων κατά τη διάρκεια της αποχής, στην, κατ’ αρχήν, πρόβλεψη εύλογου χρόνου μεταξύ κήρυξης και πραγματοποίησης της αποχής, στην υποχρέωση άμεσης γνωστοποίησης στις Αρχές (Δικαστήρια, Υπουργείο Δικαιοσύνης κ.ά.) αλλά και δημοσιοποίησης της απόφασης κατά τρόπο πρόσφορο εξασφαλίζοντα γνώση της αποχής από το ευρύτερο κοινό, στον χρόνο διάρκειας της αποχής που πρέπει να είναι όχι μόνον ορισμένος αλλά και βραχύς, κατά τα εκτεθέντα στην ενδέκατη σκέψη, και στη φύση της απόφασης περί αποχής, η μη τήρηση της οποίας δεν μπορεί να συνεπάγεται, καθ’ εαυτή, πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη του συλλόγου που τυχόν δεν συμμορφώνονται. Ειδικά δε, η αδυναμία κατάθεσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών κατά το άρθρο 61 του Κώδικα Δικηγόρων κατά τη διάρκεια της αποχής οδηγεί σε άρση του απαραδέκτου της αντίστοιχης διαδικαστικής πράξης, η οποία διενεργείται χωρίς να γεννάται πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου· οι οφειλόμενες δε εισφορές είναι καταβλητέες ευθύς μετά τη λήξη της αποχής. Τέλος, ο χρόνος διάρκειας της αποχής ελέγχεται ακυρωτικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, ασκώντας έλεγχο ορίων, σταθμίζει αφενός τους λόγους που οδήγησαν στην κήρυξη της αποχής, αφετέρου την έκταση (με κριτήριο το εύρος και τη σημασία των κατηγοριών υποθέσεων τις οποίες αφορά η αποχή) και το είδος των πράξεων που επιτρέπεται να διενεργούνται από τους δικηγόρους κατά τη διάρκεια της αποχής, καθώς και τα δικαιώματα και συμφέροντα των θιγομένων (συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) από την απόφαση περί αποχής (βλ. σχετ. Σ.τ.Ε. 2512/1997).
14. Επειδή, εν προκειμένω, ο Δ.Σ.Α. επικαλείται ως λόγο των διαδοχικών αποχών κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 12.1.2016 έως 14.5.2016 την κατάρτιση προσχεδίου και, ακολούθως, σχεδίου νόμου, η ψήφιση του οποίου θα επέφερε: α) κατάργηση του ασφαλιστικού φορέα, όπου, μεταξύ άλλων, ασφαλίζονταν οι δικηγόροι, β) επί τα χείρω μεταβολή του τρόπου προσδιορισμού της σύνταξης των δικηγόρων, χωρίς πρόβλεψη μεταβατικών διατάξεων, γ) καθορισμό των ασφαλιστικών τους εισφορών σε ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό επί του εισοδήματός τους και παροχές αναντίστοιχες προς τις εισφορές, καθώς και πρόβλεψη ελάχιστης εισφοράς ανεξαρτήτως εισοδήματος. Το νομοσχέδιο τούτο κατέστη τελικά νόμος (ν. 4387/2016, Α΄ 85/12.5.2016). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το ως άνω διακύβευμα για τους δικηγόρους μέλη του Δ.Σ.Α. ήταν ιδιαιτέρως σοβαρό· ο συνολικός όμως χρόνος αποχής, ο οποίος σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ενδέκατη σκέψη, είναι μεγαλύτερος των τεσσάρων μηνών, έχει υπερβεί κατά πολύ τον επιτρεπόμενο, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, βραχύ χρόνο αποχής· και τούτο, ανεξαρτήτως του προεκτεθέντος περιοριστικού πλαισίου διενέργειας διαδικαστικών πράξεων κατά τη διάρκεια της αποχής. Για τον λόγο τούτο που προβάλλεται βάσιμα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η από 6.5.2016 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών περί αποχής των δικηγόρων Αθηνών έως 14.5.2016· παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων». 

Σχόλια