Γράφει η δικηγόρος Αθηνών Αναστασία Χρ. Μήλιου
Για να εξετάσουμε το ζήτημα της παραγραφής, σε περίπτωση
απρόοπτης δυσμενούς εξέλιξης της υγείας τραυματισθέντoς, θα πρέπει να γίνει η εξής διάκριση. Kατά
άρθρο 10 παρ. 2 Ν. 489/76, όπως ίσχυε και πριν τον Ν. 3557/2007, αλλά και όπως
ισχύει και τώρα, που εφαρμόζεται κατά
της ασφαλιστικής εταιρείας, για την έναρξη της παραγραφής, που είναι πενταετής,
αφετηρία είναι μόνο το ατύχημα και η παραγραφή αρχίζει από την
επομένη του
ατυχήματος, χωρίς να απαιτείται γνώση του υπαιτίου και της ζημίας, αντιθέτως
κατά τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, που εφαρμόζεται κατά των φυσικών
προσώπων (οδηγού και κυρίου του υπαίτιου οχήματος), η απαίτηση από αδικοπραξία
παραγράφεται μετά πενταετία, «αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε
αποζημίωση».
Όσον αφορά το διερευνόμενο θέμα, δηλαδή την περίπτωση της
απρόοπτης δυσμενούς εξέλιξης της υγείας τραυματισθέντος, και της ζημίας που
γεννιέται από αυτήν, η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, που προβλέπει ότι η
απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, «αφότου ο παθών έμαθε τη
ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση», κατοχυρώνει πλήρως τον τραυματισθέντα
καθότι εφόσον η ζημία του είναι απρόβλεπτη, γίνεται δεκτό ότι η παραγραφή της
αξιώσεώς του, αρχίζει από τότε που έλαβε γνώση της δυσμενούς εξέλιξης της
υγείας του και είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή για τις ζημίες του.
Μάλιστα στην ΑΠ 1581/2008
έγιναν δεκτά τα εξής : «Κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ η απαίτηση από
αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον
υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την
πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με
εκείνες των άρθρων 247 και 251 ΑΚ προκύπτει, ότι η αξίωση αποζημιώσεως από
αδικοπραξία γεννάται από τότε που επήλθε η ζημία και σε περίπτωση
εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικώς,
αλλά γενικά η αξίωση αποζημίωσης για όλη τη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και
εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων να
προβλεφθεί, γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες.
Εφόσον δε η ικανοποίηση της αξιώσεως αυτής είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη
αρχίζει η διαδρομή του χρόνου της παραγραφής, που ορίζεται σε πέντε έτη από
τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Γνώση
της ζημίας για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής νοείται η γνώση των
επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και η γνώση της εκτάσεως της ζημίας ή
του ποσού της αποζημιώσεως. Έτσι ο χρόνος της παραγραφής τρέχει και
καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν
επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η
επέλευσή τους κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο
παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας δεν
εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Αυτό ισχύει μόνον για εκείνες τις
επιζήμιες συνέπειες που μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών να προβλεφθούν
– το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά - ως δυνατή συνέπεια της
άδικης πράξης. Αν όμως μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες
συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει
για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών
έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με την αδικοπραξία».
Όμως η ανάγκη προστασίας του τραυματισθέντος οδήγησε τη
νομολογία να ερμηνεύσει τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 489/76, κατά εν
μέρει ανάλογο τρόπο με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, και να εξομοιώσει
σχεδόν τις προϋποθέσεις έναρξης της παραγραφής κατά του ασφαλιστή, με εκείνες
του υπόχρεου από αδικοπραξία. Έτσι ενώ γίνεται δεκτό ότι για τις μεν
προβλέψιμες ζημίες αφετηρία έναρξης της παραγραφής κατά του ασφαλιστή είναι η
επομένη του ατυχήματος, και «για την έναρξη της διετούς (παλαιότερα και ήδη
πενταετούς) αυτής παραγραφής δεν έχει σημασία αν και πότε λαμβάνει γνώση της
ζημίας ο ζημιωθείς» , παρά ταύτα ο Άρειος Πάγος
δέχτηκε ότι
«Η παραπάνω διετής παραγραφή ως προς την αφετηρία της
καλύπτει την περίπτωση της προβλεπτής από την αρχή ζημίας του παθόντος. ∆εν
εφαρμόζεται αν η ζημία είναι από την αρχή απρόβλεπτη, πράγμα που μπορεί να συμβεί σε απρόβλεπτη,
κατά τα ιατρικά δεδομένα, επιδείνωση της υγείας του παθόντος».
∆ηλαδή φαινομενικά
παρατηρούμε μία αντίφαση στην άνω νομολογία του Αρείου Πάγου:
για την προβλεπτή ζημία, για την οποία όμως ο παθών δεν έχει
λάβει γνώση, γίνεται δεκτό ότι από την επομένη του ατυχήματος, αρχίζει να
τρέχει η κατά του ασφαλιστή παραγραφή της αξιώσεως, για την απρόβλεπτη, αφετηρία δεν αποτελεί το ατύχημα, αλλά ο χρόνος της επιδείνωσης.
Αν νομολογιακά, η απρόβλεπτη κατά τα ιατρικά δεδομένα,
επιδείνωση της υγείας του παθόντος, θεωρηθεί ως νέο ατύχημα, τότε αφετηρία για
την παραγραφή, θα μπορούσε να αποτελέσει ο χρόνος της επιδείνωσης, και μάλιστα
αφετηρία για την παραγραφή αποτελεί ο χρόνος της απρόβλεπτης επιδείνωσης. Κάτι
τέτοιο φαίνεται να δέχεται η παλαιότερη με αριθμό 117/2004 απόφαση του Αρείου
πάγου, η οποία δέχτηκε τα εξής : «Έτσι σε περίπτωση που απρόβλεπτη από την αρχή
ζημία του παθόντος συνδεομένη αιτιωδώς με το ατύχημα εμφανίζεται μεταγενέστερα
ή και ακόμη μετά την πάροδο του ατυχήματος (και οφείλεται σε αιφνίδια και
απροσδόκητη – δυσμενή εξέλιξη της υγείας του παθόντος) αν ως ατύχημα, από την
επέλευση του οποίου αρχίζει η παραγραφή, θεωρηθεί η αιφνίδια και εξωτερική επέμβαση
στον οργανισμό του παθόντος εκ μέρους τρίτου, η διετής αυτή παραγραφή πρέπει
για λόγους δικαιοσύνης να αρχίζει από την στιγμή που καθίσταται αντικειμενικά
δυνατή η πρόβλεψη της νέας δυσμενούς καταστάσεως».
Σχόλια