Μη νόμιμη η άμεση εφαρμογή νόμων που μειώνουν τις αποδοχές δημοσίου υπαλλήλου που εργάζεται στο εξωτερικό (ΔΕΕ)
Σημαντική απόφαση εξέδωσε το Δικαστήριο της ΕΕ (υπόθεση C‑135/15) μετά από
προδικαστικό ερώτημα που του απηύθυνε γερμανικό δικαστήριο σχετικά με το αν
πρέπει να εφαρμόσει άμεσα διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας που μειώνουν το μισθό Έλληνα δημοσίου
υπαλλήλου που εργάζεται στη Γερμανία.
Ειδικότερα,από το 1996, ο Γ. Ν. απασχολείται ως δάσκαλος σε
δημοτικό σχολείο το οποίο λειτουργεί υπ’ ευθύνη της Ελληνικής Δημοκρατίας και
βρίσκεται στη Νυρεμβέργη. Κατά τη
διάρκεια της περιόδου από τον Οκτώβριο του
2010 έως τον Δεκέμβριο του 2012, η Ελληνική Δημοκρατία μείωσε, λόγω της έκδοσης
από τον Έλληνα νομοθέτη των νόμων 3833/2010 και 3845/2010, κατά 20. 262,32
ευρώ τις μεικτές αποδοχές του Γ. Ν, οι οποίες έως τότε υπολογίζονταν με
βάση τις γερμανικές συλλογικές ρυθμίσεις εργασίας. Οι νόμοι αυτοί είχαν σκοπό
να θέσουν σε εφαρμογή τις συμφωνίες που είχε συνάψει η Ελληνική Δημοκρατία με
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), καθώς και την απόφαση 2010/320.
Ο Γ. Ν. άσκησε αγωγή στη Γερμανία με την οποία ζήτησε να του
καταβληθούν επιπλέον αποδοχές για την περίοδο από τον Οκτώβριο 2010 έως τον
Δεκέμβριο 2012, καθώς και να του χορηγηθούν εκκαθαριστικά σημειώματα
μισθοδοσίας.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ της 18ης Οκτωβρίου 2016, το
άρθρο 9 του κανονισμού Ρώμη Ι έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα του
δικαστή να εφαρμόζει, ως νομικούς κανόνες, διατάξεις άμεσης εφαρμογής άλλες από
εκείνες του κράτους του forum ή του κράτους στο οποίο πρέπει να εκπληρωθούν ή
έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση, δηλαδή εν
προκειμένω τη Γερμανία. Κατά συνέπεια, καθόσον, κατά το αιτούν δικαστήριο, η σύμβαση
εργασίας του Γ. Ν. εκτελέστηκε στη Γερμανία και το αιτούν δικαστήριο είναι
γερμανικό, το τελευταίο δεν μπορεί να εφαρμόσει εν προκειμένω, άμεσα ή έμμεσα,
τις ελληνικές διατάξεις άμεσης εφαρμογής που μειώνουν τις αποδοχές του. Ωστόσο
το δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του, ότι το εν λόγω άρθρο του Κανονισμού δεν
απαγορεύει την εκ μέρους του δικαστή συνεκτίμηση, ως πραγματικό στοιχείο,
τέτοιων άλλων διατάξεων άμεσης εφαρμογής, εφόσον τούτο προβλέπεται από
ουσιαστικό κανόνα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση δυνάμει των
διατάξεων του ίδιου κανονισμού. Την ερμηνεία αυτή δεν αναιρεί η επίκληση της
αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος
3, ΣΕΕ.
Σχόλια