Αίτημα κήρυξης απόλυτης ακυρότητας προδικασίας σωρευτικά με αίτημα αντικατάστασης προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους (α' δημοσίευση)
(α' δημοσίευση Legalnews24.gr)
Συμβούλιο Εφετών Πατρών -Αριθμός: 188 /2016. Αίτημα
κήρυξης απόλυτης ακυρότητας προδικασίας σωρευτικά με αίτημα αντικατάστασης
προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους. Τυπικά δεκτή η αίτηση, απορρίπτει
κατ' ουσίαν. Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές: Στεφανία Καρατζά, Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο Κοντόπουλο –
Εισηγητή και Αγγελική Δέτση, Εφέτες..Το Συμβούλιο καλείται να αποφανθεί για την
ποινική υπόθεση στην οποία η Αντεισαγγελέας Εφετών Πατρών Βασιλική Αργύρη έχει
υποβάλει πρότασή
της με αριθμό 170/2016 που έχει ως εξής:
«…Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 171 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη
ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο και στον
Αρειο Πάγο, προκαλείται, μεταξύ άλλων, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που
καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και
την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, από το νόμο, την Ευρωπαϊκή
Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών
Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (εδ.
δ"). . Σύμφωνα με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, όπως την
επεξεργάστηκε με πάγια σχετική νομολογία του το ΕΔΔΑ, θα πρέπει η ποινική
διαδικασία, ως σύνολο θεωρούμενη και ανεξάρτητα από τους επιμέρους δικονομικούς
τύπους της, να μπορεί να εκτιμηθεί ότι είναι σύμφωνη με την αρχή της ευδικίας,
υπό την έννοια ότι θα πρέπει (και στο στάδιο της προδικασίας, για την οποία δεν
κάνει διάκριση η ΕΣΔΑ σε σχέση με την κυρία διαδικασία) να δίδεται το δικαίωμα
στον κατηγορούμενο να ακουσθεί πλήρως κατά την εκδίκαση της ουσίας της εναντίον
του κατηγορίας από το δικαστή που θα εκδώσει οριστική απόφαση επ` αυτής (ΕΔΔΑ,
απόφαση της 22.9.1994, Lalla & Pelladoah κατά Ολλανδίας, Series Α-297-Α,
ΕΔΔΑ, απόφαση της 28.10.1994, Boner & Maxwell κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Series
A-300-B, 300-C).
Αυτό το περιθώριο έχει όμως ο κατηγορούμενος, σε κάθε
περίπτωση, (α) προσφεύγοντας λ.χ. κατ` άρ. 322 ΚΠΔ κατά του κλητηρίου
θεσπίσματος, αν με τέτοιο παραπεμφθεί να δικασθεί, (β) απολογούμενος επί
λεπτομερώς συντεταγμένου κατηγορητηρίου στο πλαίσιο της κύριας ανακρίσεως που
τυχόν παραγγελθεί με την άσκηση ποινικής διώξεως (ΑΠ 948/2011 ΝΟΜΟΣ), (γ)
ασκώντας -εφ` όσον δικαιούται- ένδικα μέσα κατά του τυχόν παραπεμπτικού
βουλεύματος ή (δ) εάν δεν δικαιούται να ασκήσει ο ίδιος αυτοτελώς τέτοια ένδικα
μέσα, προκαλώντας την άσκηση τους από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή Εφετών
(Ν. Ανδρουλάκη, «θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης» εκδ. Σάκκουλα 1994,
σελ. 264 υποσημείωση 80)
Κατά δε το άρθρα α) 173 παρ. 2 ΚΠΔ, «από τις απόλυτες
ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρ. 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της
προδικασίας, μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο
ακροατήριο». Β) 176 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, «αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα
των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της
διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το
δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας».
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες
ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη
μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη
αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο. Αν οι ακυρότητες αυτές προτάθηκαν και
απορρίφθηκαν από το δικαστικό συμβούλιο, δεν μπορούν να επαναφερθούν και να
προταθούν και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου που αναλαμβάνει την εκδίκαση της
κατηγορίας, αφού τούτο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων
της προδικασίας. Ούτε έχει την εξουσία το δικαστήριο να παραπέμψει πάλι την υπόθεση
στην ανάκριση, προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική
πράξη.
Περαιτέρω ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του
κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο από το νόμο. Δύναται όμως
ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού
συμβουλίου, να προταθεί με την κατ` άρ. 322 ΚΠΔ προσφυγή ενώπιον του εισαγγελέα
εφετών, εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου
στο ακροατήριο (ΑΠ 539/1989). Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας εφετών δύναται,
εφόσον κρίνει ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας της προδικασίας είναι
βάσιμοι, ενώ από τα λοιπά στοιχεία δεν δικαιολογείται η παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο, να διατάξει τη συμπλήρωση της διενεργηθείσας
προανακρίσεως.
Αν οι ακυρότητες της προδικασίας δεν προεβλήθησαν διά της κατ`
άρ. 322 ΚΠΔ προσφυγής ή προβληθείσες απορρίφθηκαν από τον εισαγγελέα εφετών,
δεν επιδρούν επί του κύρους της διά κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο και συνεπώς δεν δύνανται να προβληθούν ενώπιον
του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητας αυτής (ΑΠ 539/1989) (ΟλΑΠ 1/2008, Α`
Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠοινΧρ 2008, 305, ΠοινΔικ 2008, 275, Αρμ. 2008, 617, Δίκη
2008, 563, ΠοινΛογ 2008, 21, ΝοΒ 2008, 997, ΑΠ 484/2013, Α` Δημ. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ
1519/2010 Α` Δημ. «ΝΟΜΟΣ»). Αποτελεί δε διαφορετικό θέμα, εάν και κατά πόσον θα
ληφθή υπ`όψιν υπό του δικαστηρίου η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξις.
Όπως π.χ. δεν δύναται, κατά τας διατάξεις των άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 3 εδ.
ζ` ΔΣΑΠΔ, 31 παρ. 2,105 παρ. 2 και 223 παρ. 4 ΚΠΔ, να αξιοποιηθή αποδεικτικώς
εις βάρος του κατηγορουμένου και συνεπώς να ληφθή υπ` όψιν υπό του δικαστηρίου
η ένορκος ή ανώμοτος μαρτυρική κατάθεσις, που αυτός έδωσε κατά το στάδιον της
προκαταρκτικής εξετάσεως ή αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως, διότι παραβιάζεται η
θεμελιώδης αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως τούτου και του δικαιώματος του διά
δικαίαν δίκην (ΑΠ 186/2006 ΠοινΧρ 2006, 704, ΠοινΛογ 2006, 79, ΠοινΔικ 2006,
820, ΑΠ 90/2006 ΠοινΛογ 2006,161, ΠοινΔικ 2006,805, κ.ά. και αναιρετική αίτηση
Αντεισαγγελέα του ΑΠ Ανδρέα Ζύγουρα, εφ` ης η ως άνω ΟλΑΠ 1 /2008). Περαιτέρω
το αναφερόμενο ως άνω αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο είναι το συμβούλιο του
δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση (ιδέτε την ως άνω αναιρετική αίτηση
στην οποία διαλαμβάνονται μεταξύ άλλων:«[...] Τοιουτοτρόπως όμως το ανωτέρω
Δικαστήριον κατ` εσφαλμένην ερμηνείαν των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 173
παρ. 2, 176 παρ. 1, 320, 321 και 322 ΚΠΔ έκρινεν ότι είχεν αρμοδιότητα να
κήρυξη την ακυρότητα της απολογίας του κατηγορουμένου ενώπιον του ανωτέρω
Ανακριτού, περί της οποίας είχεν αποφανθή αμετακλήτως το Συμβούλιον
Πλημμελειοδικών Πατρών διά του υπ` αριθμ. 380/2004 βουλεύματος του, που ήτο
και αποκλειστικώς αρμόδιον να κηρύξη την ακυρότητα αυτής [...]».
Αφορούσε δε η απόφαση αυτή, του ως άνω Συμβουλίου, προσφυγή
του κατηγορουμένου κατά αρνήσεως του Ανακριτή να χορηγήσει προθεσμία προς
απολογία μεγαλύτερη των 24 ωρών). Αρμόδιο όμως για την κήρυξη των πιο πάνω
ακυροτήτων μπορεί, πέραν του συμβουλίου πλημμελειοδικών, όπως στην ως άνω
περίπτωση, να είναι και το συμβούλιο εφετών, αφού ο νομοθέτης στο πιο πάνω άρ.
176 του ΚΠΔ δεν κάνει διάκριση. Τούτο συμβαίνει λ.χ. όταν το συμβούλιο εφετών
επιλαμβάνεται εφέσεως κατά βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών
(ΣυμβΕφΘεσ 87/2011, ΠοινΔικ 2011, 473), ή όταν η ανάκριση διεξάγεται από Εφέτη
Ανακριτή κατ` άρ. 29 του ΚΠΔ. Για να είναι όμως αρμόδιο για την κήρυξη των πιο
πάνω ακυροτήτων το Συμβούλιο Εφετών θα πρέπει η δικογραφία να βρίσκεται σε
διαδικαστικό στάδιο που να καθιδρύει την αρμοδιότητα του αυτήν.
Έτσι στην
περίπτωση δικογραφίας που αφορούν στα περιοριστικώς απαριθμούμενα κακουργήματα
του άρθρου 308 Α Κ.Π.Δ. στα οποία περιλαμβάνονται και οι κακουργηματικής
διαστάσεως παραβάσεις της περί Όπλων Νομοθεσίας ,όπως και εκείνες του νόμου
περί ναρκωτικών, που έχει υποβληθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον
εισαγγελέα εφετών, καθιδρύεται η αρμοδιότητα αυτή όταν η δικογραφία εκκρεμεί
στο εφετείο, όταν δηλαδή έχει υποβληθεί πρόταση από τον εισαγγελέα εφετών στον
πρόεδρο εφετών για σύμφωνη γνώμη, ή άλλη σχετική πρόταση στο συμβούλιο εφετών
(άρ. 43 παρ. 2γ` του Ν. 4139/2013), δοθέντος ότι μέχρι τότε , ο Εισαγγελέας
Εφετών, ως αποκλειστικά αρμόδιος για το χειρισμό της υποθέσεως έχει, μεταξύ
άλλων δυνατοτήτων, την ευχέρεια να επιστρέψει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα
Πλημμελειοδικών για συμπλήρωση της ανακρίσεως κατά τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις
του άρθ. 43 του Νόμου 4139/2013 και 308 Α παρ. 1 ΠΚ.( όρ. Εφ.Αθ1 418/2013 Ποιν.
Χρον. ΞΓ’ ,σελ. 741 αρχή , ΕφΝαυπλίου 88/2011 Τ.Ν.Π. <ΝΟΜΟΣ> , Εφ
Ανατ.Κρήτης ( πρόταση Ν.Μαρκάκη) Ποιν.Χρον. ΞΕ’ σελ. 54-55 , Συμβ.Πλημ.Σύρου
20/2008 Ποιν.Χρν.ΞΑ (2011)σελ. 149 , ΣυμβΠλημΛιβ 34/2003, ΠοινΔικ 2003,1231,
μηδεμιά έχον σχέση, στο δικονομικό στάδιο αυτό, το εφετείο, ούτε κατά συνέπεια
το συμβούλιο εφετών, με τη σχετική υπόθεση…
Προτείνω όπως το Συμβούλιό ΣΑΣ ΑΠΟΦΑΝΘΕΙ : α) Να γίνει
τυπικά δεκτή και β)Να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η από 4ης-8-2016 αίτηση- (περιήλθε
εις χείρας μας την 16η Σεπτεμβρίου 2016) - του … και ήδη προσωρινά κρατούμενου
στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών, δυνάμει του οικείου υπ’ αριθμ. 1/15-1- 2016
Εντάλματος του Ανακριτή Γ’ Τμήματος Πλημμελειοδικών Πατρών [η ισχύς του οποίου
διατηρήθηκε , δυνάμει της υπ’ αριθμ 185/2016 Πράξεως του Προέδρου διαταχθείσης
δια του υπ’ αριθμ.200/15-7-2016 Βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου Πατρών
της εξακολουθήσεως και πέραν της 15ης -7-2016 έως την 15η -1-2017 της εξαμήνου
διαρκείας της προσωρινής αυτού κρατήσεως περί κηρύξεως ακύρου της κατ` αυτού
ποινικής προδικασίας, επί τω τέλει της άρσεως της προσωρινής του κρατήσεως και
β) επικουρικώς - δια της ενσωματώσεως του σχετικού αιτήματος στο αυτό ως άνω
δικόγραφο –η αποφυλάκισή του με αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεώς του μετά
ή άνευ περιοριστικών όρων .
Πάτρα 28 Σεπτεμβρίου 2016. Ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών
Βασιλική Ε. ΑΡΓΥΡΗ Αντεισαγγελέας Εφετών».
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την παραπάνω πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών,
νόμιμα εισάγεται ενώπιον αυτού του Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 32 παρ.1 και 4 , 138 παρ.2 β΄ και 291 του Κ.Π.Δ., η υπ’ αριθμ.
11277/4-8-2016 και με αριθμό πρωτοκόλλου της Εισαγγελίας Εφετών Πατρών 3653/10-8-2016
αίτηση του …, ήδη προσωρινά κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών, δυνάμει
του υπ’ αριθμ. 1/2016 εντάλματος προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του Γ’
Τμήματος Πλημμελειοδικών Πατρών, περί: α) κηρύξεως άκυρης της κατ’ αυτού
ποινικής προδικασίας και άρσεως της προσωρινής του κρατήσεως και β)
αντικατάστασης της προσωρινής του κρατήσεως με περιοριστικούς όρους.
Για όσους νόμιμους και ορθούς λόγους εκτίθενται στην
παραπάνω εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο τούτο αναφέρεται
εξολοκλήρου προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων και με την επιπλέον επισήμανση,
ειδικά σε σχέση με την επικαλούμενη από τον κατηγορούμενο επελθούσα απόλυτη
ακυρότητα της προδικασίας λόγω: α) αναρμοδιότητας του Συμβουλίου
Πλημμελειοδικών Πατρών να αποφανθεί περί της εξακολούθησης της προσωρινής
κράτησής του για ένα ακόμη 6μηνο και β) έλλειψης αιτιολογίας του εκδοθέντος από
το ίδιο ως άνω Συμβούλιο βουλεύματος αναφορικά με τη συνδρομή των νόμιμων
προϋποθέσεων για την εξακολούθηση της προσωρινής του κράτησης για ένα ακόμη
6μηνο, ότι αμφότερες οι προαναφερθείσες αιτιάσεις, κι αν ακόμη θεωρούνταν
ουσιαστικά βάσιμες (που όμως δεν είναι, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην
προηγηθείσα εισαγγελική πρόταση), δεν επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα της
προδικασίας και συγκεκριμένα του υπ’ αριθ. 200/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου
Πλημμελειοδικών Πατρών, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, καθόσον
δεν υπάγονται σε καμία από τις κατηγορίες απόλυτης ακυρότητας που προβλέπονται
στο άρθρο 171 § 1 ΚΠΔ, ούτε και στην ευρεία περιπτ. δ' του ίδιου άρθρου που
αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και των δικαιωμάτων που του παρέχονται
από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά
και Πολιτικά Δικαιώματα, και ως εκ τούτου οι εν λόγω αιτιάσεις, πέραν της
ουσιαστικής τους αβασιμότητας, είναι κατά πρώτον απορριπτέες ως μη νόμιμες.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση του παραπάνω κατηγορούμενου, τόσο κατά το
κύριο σκέλος της περί κήρυξης ακυρότητας πράξης της προδικασίας (του υπ' αριθ.
200/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών), όσο και κατά το επικουρικό
σκέλος της περί αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης του
αιτούντος-κατηγορουμένου με περιοριστικό όρο, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και
ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό».
------------------------------------------
*Το βούλευμα δημοσιεύεται με επιμέλεια του Δικηγόρου Βασίλη Γαλανόπουλου
Σχόλια