Τήρηση του δικαιώματος ακρόασης για καταλογισμό προστίμου παράνομης δραστηριότητας σε αναδασωτέα έκταση

Γράφει η Σόφη Παυλάκη, Δικηγόρος ΜΔ
Με την πρόσφατη απόφαση 1350/2016[1] το αρμόδιο για θέματα περιβάλλοντος και δασών Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 70 παρ. 1 του ν. 998/1979[2] διοικητική κύρωση επιβάλλεται
σε πρόσωπα, στα οποία αποδίδονται οι πράξεις της εκχέρσωσης, υλοτομίας ή καλλιέργειας αναδασωτέας έκτασης. Έγινε επίσης δεκτό ότι προ της επιβολής της διοικητικής ποινής του προστίμου, που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, απαιτείται να καλείται το πρόσωπο, στο οποίο αποδίδεται η παράνομη ενέργεια, προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση δε του προσώπου σε ακρόαση αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας έκδοσης της πράξης επιβολής του προστίμου, η μη τήρηση του οποίου καθιστά την πράξη παράνομη και ακυρωτέα.[3]
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αν ασκηθεί προσφυγή κατά εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, το πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο ελέγχει την πράξη ή την παράλειψη κατά τον νόμο και την ουσία εντός των ορίων της προσφυγής, όπως αυτά προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της.[4] Κατ΄ εξαίρεση η πράξη ή η παράλειψη, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το ως άνω δικαστήριο για τους αναφερόμενους στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) λόγους, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται και συνεπώς δεν ερευνάται κατ΄ αρχήν αυτεπαγγέλτως η μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγουμένης κλήσεως του ενδιαφερομένου σε ακρόαση, ο οποίος επιβάλλεται από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά την υπόθεση εντός των ορίων των προβαλλομένων κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης αιτιάσεων, εξετάζει δε αυτεπαγγέλτως μόνο τους λόγους, τους οποίους και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αλλά δεν τους εξέτασε, καθώς και τις μνημονευόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 97 ΚΔΔ πλημμέλειες, οι οποίες αφορούν τη δικαιοδοσία, την αρμοδιότητα, τη συγκρότηση και τη σύνθεση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Στην ένδικη υπόθεση, ζητήθηκε η αναίρεση προηγουμένης αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Δημοσίου κατ΄ αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία ακυρώθηκε σχετική πράξη του Δασάρχη Μεγάρων έτους 2002. Με την πράξη αυτή είχε καταλογισθεί σε βάρος του αναιρεσιβλήτου πρόστιμο 1.225.532 ευρώ, λόγω επεκτάσεως λατομικών δραστηριοτήτων του εντός δασικής - αναδασωτέας εκτάσεως, εμβαδού 32 στρ., σε θέση της περιφέρειας Δήμου Μεγαρέων Ν. Αττικής.
Το τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, ενώπιον του οποίου προσέφυγε ο αναιρεσίβλητος κατά της ως άνω πράξεως καταλογισμού προστίμου, με την απόφασή του, ακύρωσε την πράξη αυτή, με την αιτιολογία ότι, μετά τη θέση σε ισχύ του, εφαρμοζομένου και επί των εκκρεμών δικών, άρθρου 21 παρ. 4 του ν. 3208/2003, το οποίο προβλέπει ως προϋπόθεση της επιβολής του, βάσει των διατάξεων του άρθρου 70 παρ. 1 του ν. 998/1979, προστίμου την έκδοση σε βάρος του παραβάτη τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως, η πράξη αυτή είχε απολέσει το νόμιμο έρεισμά της, δεδομένου ότι σε βάρος του καθ΄ ου δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Με την έφεσή του κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως το Δημόσιο προσέβαλε την ως άνω κρίση ως πλημμελή, ο δε σχετικός ισχυρισμός έγινε δεκτός με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με τη σκέψη ότι εφ΄ όσον στον ν. 3208/2003 «δεν περιλαμβάνεται μεταβατικού χαρακτήρα ρύθμιση, που να καταλαμβάνει ρητώς τις εκκρεμείς δίκες, η ... διάταξη του άρθρου 21 παρ. 4 του εν λόγω νόμου καταλαμβάνει μόνο τα πρόστιμα που επιβάλλονται μετά την έναρξη [της] ισχύος του (24.12.2003)» και συνεπώς, το Διοικητικό Πρωτοδικείο όφειλε να κρίνει το κύρος της ενδίκου καταλογιστικής πράξεως βάσει του ισχύοντος κατά την έκδοσή της νομοθετικού καθεστώτος. Εν συνεχεία, το Διοικητικό Εφετείο εχώρησε στην εξέταση της προσφυγής και αφού έλαβε υπ΄ όψιν του «ότι ... από το σώμα της πράξης του Δασάρχη Μεγάρων ... και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει η τήρηση της διαδικασίας ακρόασης κατά την έκδοσή της, εφ΄ όσον ο [αναιρεσίβλητος] δεν κλήθηκε να υποβάλει τις απόψεις του και να παράσχει εξηγήσεις επί των παραβάσεων που του αποδίδονται», έκρινε ότι η προσβληθείσα πράξη καταλογισμού ήταν πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, διότι είχε εκδοθεί χωρίς να τηρηθεί ο επιβαλλόμενος από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ουσιώδης τύπος της προηγουμένης ακρόασης του αναιρεσιβλήτου, για τον λόγο δε αυτόν, τον οποίον το δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 79 ΚΔΔ, ακύρωσε την εν λόγω πράξη.
Η κρίση όμως αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κρίθηκε μη νόμιμη, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 79 παρ. 1, το δικάσαν δικαστήριο δεν είχε την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη μη τήρηση του επιβαλλομένου από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις ουσιώδους τύπου της προηγουμένης κλήσεως του ενδιαφερομένου σε ακρόαση προ της εκδόσεως της, δυνάμει του άρθρου 70 παρ. 1 του ν. 998/1979 δυσμενούς για τον αναιρεσίβλητο διοικητικής πράξεως, χωρίς μάλιστα να βεβαιώσει, θετικώς, ότι η μη τήρηση του τύπου αυτού προέκυπτε από την πράξη καταλογισμού του προστίμου, απορριπτομένου του, περιλαμβανομένου στο υπόμνημα του αναιρεσιβλήτου, περί του αντιθέτου ισχυρισμού. Για τον λόγο συνεπώς αυτόν, η κρινομένη αίτηση έγινε δεκτή και αναιρέθηκε η προσβαλλομένη απόφαση.

[1] Βλ. ΣτΕ 1350/2016 (Τμ. Ε΄) σε: περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» τ. 3/2016, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη.
[2] Η παρ. 1 του άρθρου 70 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 2081/1992 (Α΄ 154), όριζε ότι: «Όποιος εκχερσώνει, υλοτομεί αποψιλωτικά, ή καλλιεργεί έκταση δημόσια ή ιδιωτική, που κηρύχθηκε αναδασωτέα, τιμωρείται με φυλάκιση ...  και χρηματική ποινή ... Επίσης επιβάλλεται διοικητική ποινή προστίμου με πράξη καταλογισμού του Δασάρχη, αμέσως μετά τη βεβαίωση της παράβασης, το οποίο ισούται με το γινόμενο που προκύπτει από τον αριθμό 500.000 επί τον συντελεστή Μ της παρ. 5 του άρθρου 16 του πδ/τος 437/1981, όπως κάθε φορά ισχύει, επί την έκταση που καταστρέφεται σε στρέμματα. Το πρόστιμο εισπράττεται κατά τα ισχύοντα για την είσπραξη Δημοσίων Εσόδων και αποδίδεται στο Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας Κτηνοτροφίας και Δασών, ως δαπάνη αποκατάστασης της δασικής βλάστησης που καταστράφηκε ...».
[3] Βλ. σχετ. και ΣτΕ 4508/2011, 3745/2007, 1647/2006, 3244/2002 (7μ.) κ.ά.
[4] Βλ. και ΣτΕ 4508/2011, 3745/2007, 2960/2005, 3718/2003 (7μ.).

Σχόλια