Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών
3820/2016, τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογούμενου,
ανεξαρτήτως του αν στοιχειοθετούν την απόκτηση εισοδήματος, δεν μπορούν να
θεωρηθούν
«συμπληρωματικά» φορολογικά στοιχεία υπό την έννοια της διάταξης του
άρθρου 68 παρ. 2 του Κ.Φ.Ε., προκειμένου να δικαιολογήσουν την έκδοση συμπληρωματικού
φύλλου ελέγχου ή την παράταση της παραγραφής.
Όπως έκρινε το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη νομοθετική ρύθμιση, δεν
εμποδίζεται η φορολογική αρχή, έχοντας διενεργήσει στο παρελθόν έλεγχο στα
βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για ορισμένη χρήση και έχοντας ακόμη
εκδώσει και σχετικό φύλλο ελέγχου προσδιορισμού φόρου, να επανέλθει και,
ανεξάρτητα από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στις αφορώσες στη
συγκεκριμένη χρήση φορολογίες, να διενεργήσει επαναληπτικό έλεγχο των βιβλίων
και στοιχείων για την ίδια χρήση και, ακολούθως, να εκδώσει (και άλλη) πράξη,
ενεργώντας πάντοτε μέσα στα χρονικά πλαίσια της πενταετούς παραγραφής του
δικαιώματός της (πρβλ. ΣτΕ 5133/1995 7μ., ΣτΕ 6142/1996, ΣτΕ 4264/2001 - ΣτΕ
5/2001, ΣτΕ 3965/2012, ΣτΕ 1623/2016).
Ως προς τις καταθέσεις φορολογούμενου σε ημεδαπές τράπεζες,
ο Προϊστάμενος της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας διέθετε, βάσει της
προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε., τη δυνατότητα να ζητεί από
κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πληροφορίες για τις τραπεζικές καταθέσεις του
φορολογουμένου, αίροντας κατ’ αυτό τον τρόπο το τραπεζικό απόρρητο, μέσα στην
πενταετή παραγραφή του δικαιώματός του. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία των
τραπεζικών καταθέσεων του φορολογουμένου στις ημεδαπές τράπεζες ευρίσκονταν ανά
πάσα στιγμή στη διάθεση του φορολογικού ελέγχου ή, τουλάχιστον, ο φορολογικός
έλεγχος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει γνώση αυτών. Για τον λόγο αυτό, τα εν
λόγω στοιχεία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως στοιχεία τα οποία δεν είχε, ούτε
μπορούσε να έχει δικαιολογημένα υπόψη του ο έφορος κατά τον αρχικό έλεγχο ή την
αρχική φορολογική εγγραφή.
Σχόλια