Καθορισμός χρήσεως κοινωφελούς κτηρίου με διαθήκη

Άρση και επανεπιβολή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης - Προστασία ιδιοκτησίας - Αρμοδιότητα πολεοδομικού σχεδιασμού

Γράφει η Σόφη Παυλάκη, Δικηγόρος, ΜΔΕ
Με την πρόσφατη απόφαση 1192/2016[1] του Ε΄ Τμήματος ΣτΕ ζητήθηκε η ακύρωση: α) αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία είχε εγκριθεί, σε συμμόρφωση προς προγενέστερη απόφαση, έτους
2006, του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, η άρση και επανεπιβολή απαλλοτρίωσης ακινήτου εμβαδού 1.367 τ.μ. κειμένου στον Δήμο Καλλιθέας Ν. Αττικής, με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου και χαρακτηρισμό του εν λόγω ακινήτου ως χώρου άθλησης, β) αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία είχε απορριφθεί προσφυγή του αιτούντος Δήμου κατά της ανωτέρω νομαρχιακής αποφάσεως και γ) αποφάσεων, έτους 2008, του Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Καλλιθέας, με τις οποίες το Συμβούλιο αυτό είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της άρσης και επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης στο ως άνω ακίνητο.
Όπως, μεταξύ άλλων, έγινε δεκτό από το Δικαστήριο, η τροποποίηση σχεδίου πόλεως αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και πρέπει να υπαγορεύεται από πολεοδομικούς λόγους, που ανάγονται στην υγιεινή, ασφάλεια, κυκλοφορία, οικονομία και αισθητική καθώς και στην αρτιότερη πολεοδομική διαρρύθμιση της πόλεως[2] και να είναι ειδικώς αιτιολογημένη από την ως άνω άποψη, ιδίως όταν πρόκειται περί εντοπισμένης τροποποίησης του σχεδίου, όπως εν προκειμένω,[3] ώστε να είναι εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος της ορθής άσκησης της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου.
Ειδικότερα, ο καθορισμός χώρου στο ρυμοτομικό σχέδιο, ως κοινοχρήστου ή καταλλήλου για την ανέγερση δημοσίου, δημοτικού ή κοινής εν γένει ωφέλειας κτηρίου, γίνεται επί τη βάσει πολεοδομικών κριτηρίων και πρέπει κατ΄ αρχήν να αιτιολογείται από την άποψη της πολεοδομικής ανάγκης και της καταλληλότητας του χώρου. Ειδικότερη αιτιολογία ως προς την επιλογή του συγκεκριμένου χώρου έναντι άλλων δεν απαιτείται, εκτός εάν είχαν προβληθεί από τους ενδιαφερομένους ουσιώδεις ισχυρισμοί ενώπιον του οργάνου, το οποίο έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως.[4]
Στην παρ. 1 του άρθρου 109 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης, κωδικέλλου ή δωρεάς, ως προς τις διατάξεις τους υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού». Όπως έχει κριθεί, με τη συνταγματική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 109, ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να διασφαλίσει τις περιουσίες, που δωρίζονται ή καταλείπονται με διατάξεις τελευταίας βούλησης υπέρ του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κοινωφελών, εν γένει, σκοπών, από τις επεμβάσεις της νομοθετικής εξουσίας, οι οποίες θα μετέβαλαν τον προορισμό των περιουσιών αυτών, όχι όμως και να τις εξαιρέσει από την εφαρμογή μέτρων επιβαλλομένων, βάσει γενικού νόμου, από λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, διότι τέτοια εξαίρεση θα απέληγε σε αναγνώριση προνομίου, το οποίο δεν προκύπτει από τη ρηθείσα συνταγματική διάταξη. Μέριμνα όμως της Διοίκησης πρέπει να είναι η αποφυγή μέτρων, τα οποία θα έπλητταν την κοινωφελή λειτουργία, την οποία θέλησε ο δωρητής ή ο διαθέτης. Έτσι, η χάριν γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, βάσει της γενικώς ισχύουσας νομοθεσίας, λήψη τέτοιων μέτρων, που αφορούν περιουσίες δωρηθείσες ή καταλειφθείσες για ορισμένο κοινωφελή σκοπό, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη από την άποψη ότι το δημόσιο συμφέρον, που επιδιώκεται με το ως άνω μέτρο, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλον τρόπο.[5]
Εν προκειμένω απερρίφθη ως αβάσιμος ο ένδικος λόγος ακυρώσεως, κατά το σκέλος του σύμφωνα με το οποίο οι προσβαλλόμενες πράξεις αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 109 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 96 παρ. 1 του α.ν. 2039/1939, διότι το συγκεκριμένο ακίνητο περιήλθε στην ιδιοκτησία του αιτούντος Δήμου ως κληροδότημα με σχετική διάταξη τελευταίας βούλησης του διαθέτη, ο οποίος άφησε μέρος της περιουσίας του, προκειμένου να διατεθεί για την ανέγερση δημοτικού μαιευτηρίου. Προβάλλεται ειδικότερα ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι αναιτιολόγητες και αντιβαίνουν στις ανωτέρω διατάξεις, αφ΄ ενός διότι ελλείπει το στοιχείο της σύγκρισης για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος από τις χρήσεις του κοινωφελούς σκοπού και του χώρου άθλησης και αφ΄ ετέρου διότι το δημόσιο συμφέρον μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλο τρόπο και όχι με απαλλοτρίωση του συγκεκριμένου ακινήτου, αφού από δορυφορικές εικόνες προκύπτει ότι υπάρχουν αδόμητοι χώροι στην περιοχή αυτή του Δήμου Καλλιθέας, μερικοί εκ των οποίων είναι κατάλληλοι για εγκαταστάσεις άθλησης.
Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ο προορισμός του συγκεκριμένου ακινήτου, βάσει διαθήκης, να εξυπηρετεί κοινωφελή σκοπό δεν εμποδίζει κατά την έννοια του άρθρου 109 παρ. 1 του Συντάγματος την απαλλοτρίωσή του δυνάμει της πολεοδομικής νομοθεσίας.[6] Ο ίδιος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και κατά το δεύτερο σκέλος του, διότι ο Νομάρχης Αθηνών ενέκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου στο επίμαχο ΟΤ του Δήμου Καλλιθέας για τη δημιουργία χώρων άθλησης στο συγκεκριμένο ακίνητο, επειδή δεν υπήρχαν άλλοι κατάλληλοι χώροι, δηλαδή για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί με άλλο τρόπο.
Περαιτέρω, εν όψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ΄ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο. Όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας διατηρούνται πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης των βαρυνομένων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμοδίου κατά περίπτωση οργάνου της Διοικήσεως να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για την άρση της απαλλοτρίωσης ή του βάρους απαιτείται τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων.
Η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί διά της διοικητικής οδού, είτε κατόπιν εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως, που ακυρώνει την άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα, οφείλει να επιληφθεί, προκειμένου να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους και ταυτόχρονα να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, διότι με μόνη την άρση της απαλλοτρίωσης ή του βάρους το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση, εν όψει της υποχρέωσής της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, που δεν επιτρέπει την υπέρμετρη κατά χρόνο δέσμευσή της χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, βάσει όμως των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει αν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του (όπως όταν πρόκειται για ακίνητο με δασικό χαρακτήρα, εντός αιγιαλού, σε ζώνη προστασίας ρέματος κ.λπ.) και περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, αφ΄ ενός τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής, στην οποία αυτό εντάσσεται (π.χ. πυκνοδομημένος οικισμός, οικισμός παραδοσιακός κατά τις διατάξεις του ν. 1577/1985, οικισμός υπαγόμενος στις διατάξεις του ν. 3028/2002, οικισμός σε περιοχή φυσικού κάλλους, οικισμός σε περιοχή προστασίας της φύσεως κ.λπ.), αφ΄ ετέρου τις πολεοδομικές ανάγκες και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής (π.χ. ανάγκη δημιουργίας κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων) και τέλος, τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδίου ή Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται οι αποσπασματικές ρυθμίσεις.
Ενόψει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει, αν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφ΄ όσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η δυνατότητα αποζημίωσης των θιγομένων ιδιοκτητών ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης, που πρέπει να καθορισθούν.[7] Η ευχέρεια επανεπιβολής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους προϋποθέτει, εκτός από την ύπαρξη σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης χάριν της οποίας επιβάλλεται η επιχειρούμενη ρύθμιση και την ύπαρξη πρόθεσης και δυνατότητας για την άμεση συντέλεση της νέας απαλλοτρίωσης με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης. Η συνδρομή και των δύο αυτών προϋποθέσεων πρέπει να ερευνάται τελικά από το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα στο θέμα αυτό, η δε σχετική κρίση του πρέπει να έχει πλήρη και ειδική αιτιολογία, που μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου. Κατά την έρευνα των προϋποθέσεων αυτών μπορεί να συνεκτιμάται και η συμπεριφορά της Διοικήσεως κατά το διαρρεύσαν από την αρχική επιβολή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μέχρι την άρση της χρονικό διάστημα, αλλά και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την εκ νέου επιβολή του βάρους αυτού.[8]
Εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προέκυψε ότι με την ένδικη από 20.5.1993 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά «Έγκριση της ειδικής Πολεοδομικής Μελέτης Αναθεώρησης του Ρυμοτομικού Σχεδίου του Δήμου Καλλιθέας» χαρακτηρίσθηκε, μεταξύ άλλων ρυμοτομικών ρυθμίσεων, ως χώρος δημοτικής άθλησης ακίνητο στον Δήμο Καλλιθέας. Το έτος 2004 ο Δήμος Αθηναίων με αίτησή του προς τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ, τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών - Πειραιώς και τον Δήμο Καλλιθέας ζήτησε την άρση της πολεοδομικής δέσμευσης του ανωτέρω ακινήτου, λόγω μη συντέλεσης της απαλλοτρίωσής του εντός του διαστήματος που είχε παρέλθει από την επιβολή της με την ανωτέρω απόφαση του Νομάρχη Πειραιά.
Στη συνέχεια, μετά την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την επίδοση της αιτήσεως, ο Δήμος Αθηναίων άσκησε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς αίτηση, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της αρνήσεως της Διοικήσεως να άρει τη δέσμευση του προαναφερθέντος ακινήτου, ισχυριζόμενος ότι το ακίνητο αυτό περιήλθε στην κυριότητά του, μαζί με άλλα, ως κληροδότημα δυνάμει της από 31.3.1907 διαθήκης σε συνδυασμό με το ένδικο  συμβόλαιο εκούσιας διανομής έτους 1970. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς απόφασή του ερμήνευσε το ασκηθέν ένδικο βοήθημα ως προσφυγή, απέρριψε τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι το ακίνητο αυτό έχει καταστεί κοινόχρηστος χώρος, δέχθηκε την προσφυγή, ακύρωσε τη σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση που επεβλήθη στο ακίνητο του αιτούντος Δήμου και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση, για να προβεί στην οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια.
Ακολούθως, υπεβλήθη εισήγηση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Καλλιθέας προς το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου, προκειμένου ο Δήμος να συμμορφωθεί προς την ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στην εισήγηση αυτή της πολεοδομικής υπηρεσίας εκτίθεται ότι σύμφωνα με το ΓΠΣ Καλλιθέας οι ανάγκες για αθλητικές εγκαταστάσεις της επίμαχης Πολεοδομικής Ενότητας (ΠΕ), στην οποία ανήκει το ακίνητο, ανέρχονται σε 18.400 τ.μ., ότι για την κάλυψη μέρους των αναγκών αυτών δεσμεύθηκε το συγκεκριμένο ακίνητο εμβαδού περίπου 1.350 τ.μ., ότι το εν λόγω ακίνητο είναι το μοναδικό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην ευρύτερη περιοχή της ΠΕ ως χώρος άθλησης, ότι δεν υπάρχει άλλος κατάλληλος ελεύθερος χώρος και τέλος, ότι εν όψει αυτών υπάρχει σοβαρή πολεοδομική ανάγκη για τη διατήρηση του χαρακτηρισμού του ακινήτου αυτού ως χώρου άθλησης.
Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Καλλιθέας με την ένδικη (έτους 2008) απόφασή του γνωμοδότησε, αποδεχόμενο την ανωτέρω εισήγηση, υπέρ της άρσεως και επανεπιβολής της απαλλοτριώσεως με τον χαρακτηρισμό του ακινήτου ως χώρου άθλησης, ένσταση δε του Δήμου Αθηναίων, με την οποία προβλήθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου για την επιβολή εκ νέου της ίδιας ρυθμίσεως, απερρίφθη με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Καλλιθέας. Με την ένδικη απόφαση έτους 2008 του Δημοτικού Συμβουλίου Καλλιθέας αναμορφώθηκε εν μέρει ο προϋπολογισμός εσόδων - εξόδων του Δήμου οικ. έτους 2008 με την εγγραφή ποσού 1.000.000 ευρώ για την απαλλοτρίωση του προαναφερθέντος ακινήτου. Κατόπιν τούτου υπεβλήθη εισήγηση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νότιου Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών προς το ΣΧΟΠ Νοτίου Τομέα, σύμφωνα με την οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την επανεπιβολή της απαλλοτριώσεως, αφ΄ ενός διότι ο Δήμος Καλλιθέας τεκμηρίωνε στις αποφάσεις του Δημοτικού του Συμβουλίου έτους 2008 την πολεοδομική αναγκαιότητα για την επιβολή της ρύθμισης και αφ΄ ετέρου διότι ήταν σε θέση να καλύψει και τη σχετική δαπάνη για την αποζημίωση του ιδιοκτήτη με βάση τον προϋπολογισμό του.
Ακολούθως, αφού γνωμοδότησε και το αρμόδιο ΣΧΟΠ, εκδόθηκε η από 24.7.2008 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (α΄ προσβαλλομένη) με την οποία εγκρίθηκε, σε συμμόρφωση και προς την προηγηθείσα απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Δήμου Καλλιθέας με την άρση και επανεπιβολή απαλλοτρίωσης επί του προαναφερθέντος ακινήτου, με τον χαρακτηρισμό του ως χώρου άθλησης. Κατά της απόφασης αυτής του Νομάρχη Αθηνών ο Δήμος Αθηναίων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία προέβαλε, ότι ο Δήμος Καλλιθέας ούτε πρόθεση ούτε δυνατότητα έχει για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, ότι στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο έχει δεσμεύσει μεγαλύτερη ιδιοκτησία του εμβαδού 18.400 τ.μ., ότι δεν επισπεύδει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την απαλλοτρίωση της έκτασης, ότι η μεταφορά πίστωσης στον προϋπολογισμό του για το συγκεκριμένο ακίνητο με την απόφαση του Δημοτικού του Συμβουλίου είναι προσχηματική και έγινε για να περιγραφεί ο σκοπός του νόμου, αφού το ποσό αυτό είναι πολύ μικρότερο ακόμη και από την αντικειμενική αξία του ακινήτου, η οποία ανέρχεται σε 1.421.680 ευρώ.
Η προσφυγή αυτή απερρίφθη με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής (β΄ προσβαλλομένη), με την οποία έγινε δεκτό ότι από τις αποφάσεις έτους 2008 του Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Καλλιθέας προκύπτει αιτιολογημένα η ύπαρξη σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης για την επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, ότι η απόφαση του Νομάρχη Αθηνών αιτιολογείται και ως προς την ύπαρξη πρόθεσης και δυνατότητας του Δήμου Καλλιθέας για την άμεση συντέλεση της νέας απαλλοτρίωσης με την καταβολή της σχετικής αποζημίωσης, διότι στη νομαρχιακή απόφαση γίνεται ειδική αναφορά στον προϋπολογισμό του Δήμου Καλλιθέας και ότι ο έλεγχος των προϋποθέσεων αυτών επί της ουσίας ανήκει αποκλειστικά στον Νομάρχη.
Όπως έγινε περαιτέρω δεκτό, για τη νομιμότητα της από 24.7.2008 απόφασης του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία επεβλήθη εκ νέου απαλλοτρίωση στο ακίνητο του αιτούντος Δήμου, απαιτείτο η συνδρομή, αθροιστικώς, των προβλεπομένων προϋποθέσεων, ήτοι η ύπαρξη σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης, χάριν της οποίας επιβάλλεται η επιχειρούμενη ρύθμιση και η δυνατότητα άμεσης κατά νόμο συντέλεσης της νέας απαλλοτρίωσης με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης. Ως προς την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή την ύπαρξη σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης, η ανωτέρω νομαρχιακή απόφαση αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, διότι στα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα στην εισήγηση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Καλλιθέας, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση έτους 2008 του Δημοτικού Συμβουλίου του αυτού Δήμου, γίνεται αναλυτική αναφορά τόσο στις ανάγκες κοινωνικής υποδομής και ειδικότερα στην ανάγκη για τη διατήρηση των χώρων άθλησης, που απαιτούνται σύμφωνα με το ΓΠΣ του Δήμου Καλλιθέας και τον εν γένει πολεοδομικό σχεδιασμό που αφορά την ΠΕ, όσο και στην αδυναμία εξεύρεσης καταλλήλων ακινήτων στην περιοχή της ΠΕ και σε πυκνοδομημένες περιοχές, όπως αυτή του Δήμου Καλλιθέας. Επομένως, προέκυπταν αιτιολογημένα οι πολεοδομικοί λόγοι, οι οποίοι υπαγόρευσαν την επίμαχη τροποποίηση,[9] δεν προβαλλόταν δε ότι ενώπιον του Νομάρχη Αθηνών είχαν προβληθεί, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασής του, ειδικότερες αιτιάσεις ως προς την ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων και δη άλλων καταλλήλων χώρων για την ικανοποίηση του προαναφερόμενου σκοπού. Κατά το μέρος αυτό κρίθηκε ότι αιτιολογείται νομίμως και η προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής που απέρριψε τον αντίστοιχο ισχυρισμό της διοικητικής προσφυγής του αιτούντος Δήμου. Εν όψει των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αιτιολογούνταν επαρκώς ως προς τη συνδρομή σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης για την εκ νέου επιβολή απαλλοτρίωσης στο επίμαχο ακίνητο, κρίθηκε αβάσιμος απορριπτέος.
Περαιτέρω σύμφωνα με την απόφαση, η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προϋποθέτει την καταβολή αποζημίωσης,[10] αναφερομένης σε ακέραιο το απαλλοτριωμένο ακίνητο, εφ΄ όσον αυτό συνιστά ενιαία ιδιοκτησία, δεκτική αξιοποίησης με τη μορφή της αυτή στο σύνολό της, από την οποία ο ιδιοκτήτης πορίζεται κατά τον χρόνο κήρυξής της απαλλοτρίωσης ή προσδοκά να αποκομίσει τη νόμιμη ωφέλεια, η δε απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία συνιστά, κατά κανόνα, ενιαίο σύνολο, διαφοροποιούμενο ουσιωδώς του αθροίσματος των επιμέρους τμημάτων, στα οποία θα μπορούσε αυτή να κατακερματισθεί.
Εν προκειμένω, από τις προσβαλλόμενες πράξεις και τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυψε η δυνατότητα άμεσης συντέλεσης της απαλλοτρίωσης για το επίμαχο ακίνητο του αιτούντος Δήμου με την καταβολή του συνόλου της προσήκουσας αποζημίωσης από τον Δήμο Καλλιθέας, δεν προέκυψε δηλαδή η συνδρομή της δεύτερης προϋπόθεσης για την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Και τούτο, διότι η εγγραφή στον προϋπολογισμό του Δήμου Καλλιθέας ποσού ενός εκατομμυρίου ευρώ δεν κάλυπτε την αντικειμενική αξία του ακινήτου, η οποία, σύμφωνα με το προσκομισθέν από τον αιτούντα Δήμο φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου, που είχε θεωρηθεί από τη οικεία ΔΟΥ, ανερχόταν στο ποσό του 1.421.680 ευρώ.
Συνεπώς, το όργανο που είχε, εν προκειμένω, την αποφασιστική αρμοδιότητα για την τροποποίηση του σχεδίου και την επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης δεν εξέτασε αιτιολογημένα, όπως όφειλε, τη συνδρομή αμφοτέρων των προϋποθέσεων για την επιβολή εκ νέου της απαλλοτρίωσης και ειδικότερα δεν εξέτασε τη δυνατότητα του Δήμου Καλλιθέας, βάσει συγκεκριμένων στοιχείων υπολογισμού της αξίας του ακινήτου, να καταβάλει την αποζημίωση στο σύνολό της, παρά το ότι ο αιτών Δήμος προέβαλε αιτιάσεις ως προς την αδυναμία του Δήμου Καλλιθέας να καταβάλει το σύνολο της αποζημίωσης και οι οποίες δεν έτυχαν απαντήσεως από το Δημοτικό Συμβούλιο Καλλιθέας στη σχετική απόφασή του. Για τον ανωτέρω λόγο, η προσβαλλομένη απόφαση του Νομάρχη Αθηνών κρίθηκε ότι αιτιολογείτο πλημμελώς και ως εκ τούτου ήταν ακυρωτέα.

[1] Βλ. ΣτΕ 1192/2016 (Τμ. Ε΄) σε: περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» τ. 3/2016, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη. Η υπόθεση αφορά το νομοθετικό πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 29 (§ 1 περ. β΄) ν. 2831/2000 (Α΄ 140, όπως αντικ. από το άρθρο 10 § 1 ν. 3044/2002, Α΄ 197), 18 (§ 12) ν. 2218/1994 (Α΄ 90 = άρθ. 69 πδ/τος 30/1996, Α΄ 21), 17, 24 (§§ 1-2), 43 (§ 2), 102 (§ 1), 109 (§ 1) Συντ., 1, 70 (§ 1) νδ/τος της 17.7.1923 (Α΄ 228), 21 (§ 2 εδάφ. α΄) πδ/τος της 3-22.4.1929 (Α΄ 155), 31 (§ 3) ν. 1577/1985 (Α΄ 210), 96 (§ 1) α.ν. 2039/1939, 28 ν. 1337/1983.
[2] Βλ. άρθρα 1 και 70 παρ. 1 νδ/τις της 17.7.1923 (Α΄ 228) και 21 παρ. 2 εδάφ. α΄ του πδ/τος της 3-22.4.1929 (Α΄ 155), που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 31 παρ. 3 ν. 1577/1985 (Α΄ 210).
[3] Η επίδικη τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου Δήμου Καλλιθέας, η οποία εγκρίθηκε με την από 24.7.2008 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 29 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2831/2000 (Α΄ 140) (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 10 παρ. 1 ν. 3044/2002, Α΄ 197), κρίθηκε ότι είναι όλως εντοπισμένη και δεν συνιστά σημαντική πολεοδομική παρέμβαση, δεδομένου ότι αφορά αποκλειστικά το επίμαχο οικοδομικό τετράγωνο (ΟΤ) και μάλιστα μόνο τον χαρακτηρισμό τμήματός του, εμβαδού 1.367 τ.μ., ως χώρου άθλησης. Άλλωστε από τα στοιχεία του φακέλου ουδόλως προκύπτει ότι το εν λόγω ΟΤ βρίσκεται σε περιοχή υπαγόμενη σε ειδικό καθεστώς προστασίας. Επομένως, η ένδικη τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου νομίμως εγκρίθηκε από τον οικείο Νομάρχη, όργανο τοπικής αυτοδιοίκησης β΄ βαθμού, στο οποίο επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα είχε ανατεθεί η άσκηση της ως άνω αρμοδιότητας ως αποστολής του Κράτους, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν ότι η τροποποίηση αυτή αναρμοδίως εγκρίθηκε με απόφαση οργάνου της τοπικής αυτοδιοίκησης, κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος (πρβλ. ΣτΕ 2311/2014 σκ. 9, 392/2014 σκ. 10, 4495/2009 σκ. 9).
[4] Πρβλ. ΣτΕ 3420/2004 7μ. σκ. 8 κ.ά.
[5] Βλ. ΣτΕ 3420/2004 7μ. σκ. 8, 1158/1988, 2233/1979, πρβλ. ΣτΕ 3325/2004 σκ. 7, 2217/1987, 3672/1985, 2498/1980
[6] Πρβλ. ΣτΕ 3325/2004 σκ. 8.
[7] ΣτΕ 2043/2012, 3908/2007, 843/2009 7μ.
[8] Βλ. ΣτΕ 2043/2012, 2603/2008, 3935/2006 κ.ά.
[9] Πρβλ. ΣτΕ 2463/1997, 5213/1996, 2188/1991, 4461/1988, 942/1988 κ.ά.
[10] Βλ. ΣτΕ Ολ 603/2008 σκ. 9, ΣτΕ Ολ 4359/1976, ΣτΕ Ολ 3607/1974 κ.ά.

Σχόλια