Γράφει ο Γιώργος Καζολέας, Δικηγόρος LL.M.
Το νέο άρθρο 294 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτός
τροποποιήθηκε με το ν.4335/2015, δίνει το δικαίωμα στον ενάγοντα να παραιτηθεί
από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός
προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και
στην περίπτωση της τακτικής
διαδικασίας των άρθρων 237 και 238 πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον
εναγόμενο. Η διάταξη προβλέπει ότι η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι
απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει
έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης.
Η εν λόγω ρύθμιση στην τακτική διαδικασία που δεν επιτρέπει
την παραίτηση από το δικόγραφο μετά την κατάθεση των προτάσεων από τον
εναγόμενο, όταν αυτός δεν συναινεί, είναι αυστηρή και αμφισβητεί τη θεμελιώδη
αρχή της διάθεσης, στερώντας από τον ενάγοντα το δικαίωμα να ανακαλέσει
ουσιαστικά το δικόγραφό του σε χρόνο πολύ πριν τη συζήτηση της αγωγής (χρονικό
διάστημα από την κατάθεση των προτάσεων έως τη δικάσιμο), εντός του οποίου
μπορεί να επιθυμήσει να διορθώσει ελλείψεις και σφάλματα και να επανέλθει με
νέο δικόγραφο στο μέλλον ή να επέλθει μεταγενέστερα συμβιβασμός με τον εναγόμενο.
Επιπλέον με το νέο άρθρο 297 του ΚΠολΔ δόθηκε η δυνατότητα
στον ενάγοντα να παραιτηθεί από το
δικόγραφο με δήλωση στις προτάσεις[1]. Η διάταξη δεν
διακρίνει διαδικασία, επομένως εφαρμόζεται και στη νέα τακτική διαδικασία των
άρθρων 237 επ. ΚΠολΔ, πράγμα που σημαίνει ότι εάν ο εναγόμενος καταθέσει,
νωρίτερα από τον ενάγοντα, προτάσεις εντός των 100 ημερών από την κατάθεση της αγωγής,
ο ενάγων, σύμφωνα με το άρθρο 294 ΚΠολΔ, στερείται το δικαίωμα παραίτησης από
το δικόγραφο, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση.
Το άδικο αυτό αποτέλεσμα για τον ενάγοντα πρέπει να αρθεί με
το να θεωρείται ισχυρή η παραίτηση από το δικόγραφο με τις προτάσεις του
ενάγοντος ανεξαρτήτως του αν ο εναγόμενος έχει καταθέσει πρώτος τις δικές του
προτάσεις αλλά και περαιτέρω να επιτρέπεται το δικαίωμα παραίτησης από το
δικόγραφο και με την προσθήκη-αντίκρουση, που κατατίθεται εντός των επόμενων
δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη των 100 ημερών από την κατάθεση των προτάσεων
κατά το άρθρο 237 παρ.2 [2].
Με την παροχή αυτής της δικονομικής δυνατότητας στον ενάγοντα, δίνεται στον τελευταίο μία ακόμη ευκαιρία να
ανακαλέσει το δικόγραφό του πριν το κλείσιμο του φακέλου της υπόθεσης και πριν
βεβαίως τη συζήτηση αυτής.
Κατά τη γνώμη μου, το δικαίωμα παραίτησης από το δικόγραφο
θα πρέπει να γίνεται δεκτό μέσω της προσθήκης σε όλες τις διαδικασίες, πολύ
περισσότερο σήμερα, με το καθεστώς του νέου ΚΠολΔ, που επιτράπηκε ρητά η
παραίτηση με τις προτάσεις[3], επιβεβαιώνοντας τη σχετική
νομολογία[4].
Η προσθήκη-αντίκρουση δεν αποτελεί παρά συμπλήρωμα των
προτάσεων και ιδίως στη νέα τακτική διαδικασία των άρθρων 237-238 ΚΠολΔ, όπου
λαμβάνει χώρα προκατάθεση προτάσεων και εγγράφων, η παροχή δυνατότητας
παραίτησης από το δικόγραφο στον ενάγοντα και με την προσθήκη κρίνεται
επιβεβλημένη. Μάλιστα υπάρχει μια απόφαση από τα παλιά που αναγνώρισε το
δικαίωμα αυτό στον ενάγοντα, όταν ακόμα η παραίτηση με τις προτάσεις δεν
προβλεπόταν νομοθετικά και νομολογιακά επικρατούσε η αρνητική για το δικαίωμα
άποψη. Πρόκειται για την ΕφΑθ 4003/1984[5] που έκανε δεκτή την
παραίτηση από το δικόγραφο με την προσθήκη των προτάσεων.
Συμπερασματικά κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, πρέπει, προς αποφυγή του ατόπου να παρεμποδίζεται ο ενάγων στη βούλησή του να μη συζητηθεί η αγωγή του, ιδίως στα πλαίσια της νέας τακτικής διαδικασίας, τουλάχιστον, να δοθεί το
δικαίωμα παραίτησης από το δικόγραφο στον ενάγοντα ανεξαρτήτως του χρόνου
κατάθεσης των προτάσεων του εναγομένου, να μην θεωρείται δηλαδή απαράδεκτη η
δήλωση όταν έχει προηγηθεί η κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο, όπως προβλέπει
το άρθρο 294 ΚΠολΔ, αφετέρου να είναι πλέον δυνατή για τον ενάγοντα η παραίτηση
από το δικόγραφο της αγωγής του και με την προσθήκη-αντίκρουση, η οποία
αποτελεί παρακολούθημα των προτάσεων, μέσω των οποίων το νέο άρθρο 297 ΚΠολΔ
ρητώς προέβλεψε τη δυνατότητα παραίτησης, εφόσον τα παραπάνω αποτελούν
δικόγραφα που κατατίθενται στο δικαστήριο και ο εναγόμενος λαμβάνει
αναμφισβήτητα γνώση αυτών. (giorgos.kazoleas@gmail.com)
-----------------------------------------------------------------------------------------------
-----------------------------------------------------------------------------------------------
[1] «Η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296
γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που
επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις».
[2] Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με
προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται μέσα στις επόμενες δεκαπέντε (15)
ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, με την παρέλευση των οποίων κλείνει
ο φάκελος της δικογραφίας.
[3] Αιτιολογική Έκθεση
ν.4335/2015: Άρθρα 294 και 297: «Η παραίτηση από το δικόγραφο
της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκείται
με αυτήν έγκυρα πραγματοποιείται και με τις προτάσεις, μολονότι αυτές δεν επιδίδονται
(όπως τα δικόγραφα) στον αντίδικο. Με τη ρύθμιση αυτή επιλύεται νομοθετικά το ζήτημα
που είχε διχάσει τη θεωρία και τη νομολογία αν είναι έγκυρη η παραίτηση που
γίνεται με τις προτάσεις».
[4] ΕφΑθ 1/995 ΕλΔικ/νη
37(1996), ΕφΑθ 3365/1981 Αρμ 35 (565)
[5] ΑρχΝ 1984 (608)
Σχόλια
"Είμαι συνάδελφος, λέγομαι Μάριος Μαρινάκος και στέλνω αυτό το μήνυμα (σχετικά με την ανάρτηση για τη δυνατότητα παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής, ακόμα και με την προσθήκη-αντίκρουση, ανάρρτηση με την οποία συμφωνώ απόλυτα) απλά και μόνο για να μοιραστώ κάποιες σκέψεις μου και να επισημάνω επιπλέον τα εξής:
1. Κατά το 237 ΚΠολΔ δεν προκύπτει δικονομική συνέπεια από την χρονική σειρά κατάθεσης προτάσεων, ούτε διατυπώνεται επιφύλαξη αναφορικά με τις συνέπειες του 294 ΚΠολΔ.
Υπό την θεώρηση αυτή είναι προφανές ότι αντιμετωπίζουμε ροβληματικές
δικονομικές διατάξεις, οι οποίες αντιφάσκουν και εγείρουν ζητήματα ακόμα και ως προς την ισότητα των όπλων στην πολιτική δίκη και ως προς την αρχή του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι.
Συγκεκριμένα, ο μεν ενάγοντας ανταποκρινόμενος μεν στο δικονομικό βάρος της κατάθεσης προτάσεων την 100η ημέρα, φαίνεται να χάνει το δικαίωμα παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής, σε περίπτωση που ο εναγόμενος καταθέσει νωρίτερα (πχ την 99η ημέρα) τις δικές του προτάσεις,
Δηλαδή η προσήκουσα δικονομική παράσταση του ενάγοντα, ξαφνικά εξαρτάται από άγνωστο και αβέβαιο χρονικό σημείο δικονομικής ενέργειας του εναγομένου!
Με τον τρόπο αυτό το αντικείμενο της δίκης όχι μόνο παύει να διατίθεται ελευθέρως από τον ενάγοντα, αλλά αντιστρέφοντας τις γενικές αρχές του πολιτικοδικονομικού δικαίου, αρχίζει να διατίθεται από τον εναγόμενο, ακόμα κι αν ο τελευταίος δεν γνώριζε ή ενδεχομένως να μην επιθυμούσε να προβάλλει αντιρρήσεις επί της παραιτήσεως!
2. Άλλωστε, αν πράγματι αποδεχτούμε την άποψη Καλαβρού σύμφωνα με την οποία η συζήτηση ξεκινά με την κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων, τότε ως εκ τούτου, αφενός κατά τα 233 και 236 ΚΠολΔ αλλά και κατά την πάγια δικονομική πρακτική, πρώτα αποδίδεται ο λόγος στον ενάγοντα για να προβεί στις δηλώσεις του και στις αναγκαίες διασαφηνίσεις επί της αγωγής του και ύστερα στον εναγόμενο, ο οποίος καλείται πλέον να διατυπώσει τις ενστάσεις κι εν
γένει τους ισχυρισμούς του, επί της διορθωμένης ή άλλως πως τροποποιημένης αγωγής (πχ μετά από δήλωση μερικής παραιτήσεως όπως συμβαίνει με την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό).
Συνεπώς, υπό την εκδοχή αυτή, δεν δύναται σε καμία περίπτωση ο εναγόμενος να προηγηθεί στην κατάθεση προτάσεων έναντι του εναγομένου. (Συνεχίζεται)
ζητήματα που αναφύονται ενώπιόν του.
Κι όμως, το 294 ΚΠολΔ, αποδίδει στον εναγόμενο το δικαίωμα να πιθανολογεί το έννομο συμφέρον του! Η διατύπωση του άρθρου δεν αναφέρεται σε πιθανολόγηση από το Δικαστήριο αλλά από τον διάδικο! Και μάλιστα, ενόψει της πιθανολογήσεως (η οποία συναντάται στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και όχι στην τακτική διαδικασία, για την οποία λαμβάνονται υπόψη μόνο νόμιμα αποδεικτικά μέσα!) να εγκλωβίζει το δικαστήριο σε κρίση περί του απαραδέκτου της παραιτήσεως!
Εξάλλου, ακόμα εάν πράγματι ο εναγόμενος έχει έννομο συμφέρον στην περάτωση της δίκης, τότε, το έννομο συμφέρον συνιστά μέρος του ουσιαστικά βάσιμου των ισχυρισμών του. Κατ' αποτέλεσμα, δεν νοείται με ποιον ακριβώς τρόπο ένα ζήτημα του ουσιαστικά βάσιμου των ισχυρισμών του εναγομένου επιδρά στο παραδεκτό των δηλώσεων του ενάγοντος.
Ακατάληπτα πράγματα από γονατογραφήματα που πλήττουν την ουσιαστική
δικαιοσύνη...
4. Τέλος, θα πρέπει να παρατηρηθεί και το εξής απλό και αυτονόητο:
Όταν ο Νόμος αναφέρεται σε "προτάσεις", αναφέρεται στο όλο του δικογράφου, που θα προκύψει μετά τις 115 ημέρες, δηλαδή αναφέρεται προφανώς στο δικόγραφο που θα προκύψει αφενός από τις αρχικές προτάσεις και αφετέρου από την προσθήκη-αντίκρουση.
Όπως και να έχει, μετά από τις παραπάνω σκέψεις, συμφωνώ απόλυτα ότι η σχετική δήλωση παραιτήσεως μπορεί να περιληφθεί και στην
προσθήκη-αντίκρουση, δίχως να παρίσταται κανείς λόγος να μπορεί αυτή η παραίτηση να αποκρουστεί .
Και ζητώ συγγνώμη για το μακροσκελές μήνυμά μου, αλλά αυτές οι σκέψεις, ίσως κάπου να βοηθήσουν...
Με εκτίμηση,
Μάριος Μαρινάκος | mariosmarinakos@gmail.com"