Καταδίκη της Ελλάδας από το ΔΕΕ για διαφορετική μεταχείριση στη φορολόγηση Κληροδοσιών υπέρ μη κερδοσκοπικών οργανισμών

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για την εθνική νομοθεσία που προβλέπει μόνον υπό τον όρο της αμοιβαιότητας προνομιακό συντελεστή φόρου κληρονομίας για τις κληροδοσίες υπέρ μη κερδοσκοπικών οργανισμών εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), η οποία έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 63 ΣΛΕΕ και το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992.
Ειδικότερα το άρθρο 25, παράγραφος 3, του ελληνικού κώδικα φορολογίας κληρονομιών ορίζει ότι υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 29, οι κτήσεις, εφόσον δικαιούχοι είναι μεταξύ άλλων και τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, τα οποία υπάρχουν ή συνιστώνται νόμιμα στην Ελλάδα, καθώς και τα αντίστοιχα αλλοδαπά με τον όρο της αμοιβαιότητας και οι περιουσίες του άρθρου 96 του αναγκαστικού νόμου 2039/1939 (ΦΕΚ 455 Αʹ), εφόσον επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς εθνωφελείς ή θρησκευτικούς ή σε ευρύτερο κύκλο φιλανθρωπικούς ή εκπαιδευτικούς ή καλλιτεχνικούς ή κοινωφελείς κατά την έννοια του άρθρου 1 του αναγκαστικού νόμου 2039/1939.
Επίσης το άρθρο 29, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κώδικα αυτού προβλέπει ότι η αιτία θανάτου κτήση χρηματικών ποσών από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 25 υπόκειται σε φόρο ο οποίος υπολογίζεται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε δέκατα τοις εκατό (0,5 %). Η αιτία θανάτου κτήση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων από τα πρόσωπα αυτά υπόκειται σε φόρο ο οποίος υπολογίζεται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε δέκατα τοις εκατό (0,5 %).
Η Επιτροπή υποστήριξε με την προσφυγή της ότι οι παραπάνω διατάξεις αντιβαίνουν στην αρχή της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθώς έχουν ως αποτέλεσμα να φορολογούνται βαρύτερα οι κληροδοσίες όταν ο κληροδόχος είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικό πρόσωπο που έχει την έδρα του σε άλλο, πλην της Ελληνικής Δημοκρατίας, κράτος μέλος της Ένωσης ή του ΕΟΧ, το οποίο δεν επιφυλάσσει την ίδια φορολογική μεταχείριση σε μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, η αξία των περιουσιακών στοιχείων που κληροδοτούνται σε τέτοιο νομικό πρόσωπο μειώνεται, όπερ συνιστά, κατά την άποψη της Επιτροπής, αδικαιολόγητο περιορισμό της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων.
Όπως σημειώνει το Δικαστήριο στην απόφασή του (4ης Μαϊου 2017, υπόθεση C-98/16), οι επίδικες διατάξεις αφορούν τον συντελεστή φορολογίας της περιουσιακής ωφέλειας που προσπορίζεται με διαθήκη και αποκτάται από τον κληροδόχο λόγω του θανάτου του κληρονομουμένου. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι εφαρμόζεται αυτοδικαίως προτιμησιακός συντελεστής στις κληροδοσίες υπέρ μη κερδοσκοπικών οργανισμών που υπάρχουν ή συνιστώνται νομίμως στην Ελλάδα. Αντιθέτως, η εφαρμογή του προτιμησιακού αυτού συντελεστή στις κληροδοσίες υπέρ νομικών προσώπων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης ή του ΕΟΧ εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι υφίσταται, στη νομοθεσία αυτών των κρατών μελών, διάταξη που να προβλέπει αντίστοιχη ελάφρυνση από τον φόρο κληρονομίας. Συνεπώς, οι επίδικες διατάξεις, που συνδέονται με τον φόρο κληρονομίας και αφορούν καταστάσεις των οποίων τα συστατικά στοιχεία δεν είναι όλα συγκεντρωμένα στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους, άπτονται της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων.
Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εξαρτά την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή από τον τόπο κατοικίας του κληρονομουμένου ή του κληρονόμου κατά τον χρόνο του θανάτου, όταν έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά τη φορολογική μεταχείριση των κληρονομιών που αφορούν κατοίκους αλλοδαπής επαχθέστερη σε σύγκριση με τη μεταχείριση όσων κληρονομιών αφορούν μόνον κατοίκους ημεδαπής.
Εν προκειμένω, οι επίδικες διατάξεις καθιερώνουν ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των κληροδοσιών υπέρ ορισμένων νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εγκατεστημένων στην Ελλάδα σε σχέση με εκείνη που επιφυλάσσεται στις κληροδοσίες υπέρ αντίστοιχων νομικών προσώπων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης ή του ΕΟΧ. Πράγματι, για όσα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα υπάρχουν ή συνιστώνται νομίμως στην Ελλάδα ισχύει αυτοδικαίως προτιμησιακός συντελεστής 0,5 %, ενώ ο ίδιος αυτός συντελεστής δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα νομικά πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης ή του ΕΟΧ παρά μόνον αν πληρούται ο όρος της αμοιβαιότητας. Δεν αμφισβητείται δε ότι, σε περίπτωση που ο όρος της αμοιβαιότητας δεν πληρούται, ο εφαρμοστέος συντελεστής κυμαίνεται από 20 έως 40 %, ανάλογα με την αξία του φορολογητέου περιουσιακού στοιχείου.
Η βαρύτερη αυτή φορολογία έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που κληροδοτούνται σε αλλοδαπά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης ή του ΕΟΧ, των οποίων η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει αντίστοιχη ελάφρυνση από τον φόρο κληρονομίας.
Ακόμα το Δικαστήριο διαπιστώνει, ότι, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, δεν είναι δυνατό να προβληθεί ως δικαιολογητικός λόγος για τη διαφορετική μεταχείριση την οποία εισάγουν οι επίδικες διατάξεις το ότι αυτή αφορά καταστάσεις που είναι αντικειμενικώς διαφορετικές. Το ενδεχόμενο να απαλλάσσεται το κράτος μέλος από ορισμένες εκ των ευθυνών του δεν αρκεί, αυτό και μόνον, για να του επιτραπεί να εισαγάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των αναγνωρισμένων ημεδαπών οργανισμών γενικού συμφέροντος και των αντίστοιχων οργανισμών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος.
Ακόμα το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ανάγκη αποτροπής της μειώσεως των φορολογικών εσόδων δεν καταλέγεται ούτε μεταξύ των σκοπών που μνημονεύονται στο άρθρο 65 ΣΛΕΕ ούτε μεταξύ των υπέρτερων λόγων γενικού συμφέροντος οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό ελευθερίας κατοχυρωμένης στη Συνθήκη. Το ίδιο ισχύει άλλωστε και για την προστασία του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας.

Σχόλια