Πότε το Ελεγκτικό Συνέδριο (δημοσιονομική δίκη) μπορεί να αποστεί από αθωωτική απόφαση (ποινική δίκη) για ευθύνη υπολόγου

Το Ελεγκτικό Συνέδριο με την υπ’αρ. 124/2017 (α’σύνθεση) απόφασή του, έκρινε ότι δεν μπορεί να αποστεί από την αθωωτική κρίση του ποινικού δικαστηρίου (τριμ. Εφετείου Κακουργημάτων) ως προς το ότι υπάλληλος δημοσίου οργανισμού, υπόλογη χρηματικών ενταλμάτων, δεν τέλεσε τις αποδιδόμενες σε αυτήν ποινικά κολάσιμες πράξεις, που έχουν την ίδια αντικειμενική υπόσταση με τις αποδοθείσες σ’ αυτήν με την καταλογιστική απόφαση παράνομες πράξεις, οι οποίες αποτέλεσαν την γενεσιουργό αιτία πρόκλησης του ελλείμματος στη διαχείριση του οργανισμού.
Η απόφαση θεώρησε ορθή την κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι λόγω της διαπιστωθείσας συνάφειας μεταξύ των πραγματικών περιστατικών και της συμπεριφοράς που αποδίδονταν στην τότε εκκαλούσα ως υπόλογη στη δημοσιονομική δίκη, μ’ αυτά που αποτέλεσαν την αντικειμενική υπόσταση των ποινικά κολάσιμων πράξεων, για τις οποίες αυτή αθωώθηκε στην προηγηθείσα (ήδη ολοκληρωθείσα) ποινική δίκη, είχε εφαρμογή, εν προκειμένω, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., η οποία υποχρεώνει το Δημοσιονομικό Δικαστήριο να απόσχει από την διατύπωση κρίσεως που θα έθετε εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα της οικείας ποινικής διαδικασίας και θα παραβίαζε, στην κρινόμενη υπόθεση, το τεκμήριο αθωότητας της ανωτέρω υπαλλήλου.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «στο άρθρο 6 παρ. 2 της Σύμβασης που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α' 256), ορίζονται τα ακόλουθα: «Πάν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται αθώο μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». 
Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου ως μια διαδικαστική εγγύηση την οποία επιβάλλει ο σεβασμός της προσωπικότητας αυτού, όταν για το ίδιο αδίκημα σε πρότερη ποινική διαδικασία έχει εκδοθεί γι’ αυτόν αθωωτική απόφαση, η οποία δεν είναι απαραίτητο να έχει καταστεί αμετάκλητη. Για την ενεργοποίηση της θεμελιώδους αυτής δικονομικής εγγύησης και τον έλεγχο της πιθανής παραβίασής της απαιτείται οι παρεπόμενες της ποινικής δίκης δικαστικές ή ακόμα και διοικητικές διαδικασίες που δεν είναι ποινικές να παρουσιάζουν συνάφεια με την προηγηθείσα ποινική δίκη, υπό την έννοια της ταυτόσημης αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων για τα οποία, αυτός που την επικαλείται, διώκεται. 
Στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί η εν λόγω συνάφεια, η οποία προϋποθέτει ουσιαστικό έλεγχο των πραγματικών στοιχείων της διαφοράς, το διοικητικό δικαστήριο ή το διοικητικό όργανο οφείλει να απόσχει από τη διατύπωση κρίσης ή και αιτιολογίας, η οποία θα έθετε, εν αμφιβόλω, το αθωωτικό αποτέλεσμα της οικείας ποινικής διαδικασίας. 
Όπως γίνεται παγίως δεκτό από το Ελεγκτικό Συνέδριο (β λ. αποφ. Ο λ. Ε λ .Συν. 2679/2016, 1808/2014, 542/2013, 1034/2011), η διαδικαστική αυτή εγγύηση δεν παραβιάζεται όταν η μεταγενέστερη της αθωωτικής απόφασης διαφορετική δικαστική κρίση στηρίζεται σε διαφορετική νομική βάση και αφορά σε άλλη μορφή ή άλλο χαρακτήρα ευθύνης του αθωωθέντος με συνέπεια να παρουσιάζει αυτοτέλεια σε σχέση με την ποινική διαδικασία. 
Βασικό επιχείρημα για την αυτονόμηση της δημοσιονομικής δίκης έναντι της ποινικής είναι ότι ο υπόλογος που αθωώθηκε σε ποινική δίκη φέρει δημοσιονομική ευθύνη για έλλειμμα που διαπιστώθηκε στη διαχείρισή του και η ευθύνη του θεμελιώνεται σε διαφορετικές προϋποθέσεις αυτοτελείς σε σχέση με αυτές της ποινικής ευθύνης, αφού αυτή δεν έχει κατασταλτικό σκοπό, αλλά αποσκοπεί στη αποκατάσταση του ελλείμματος που έχει δημιουργηθεί στη διαχείριση αυτού. 
Η δέσμευση του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τη αθωωτική ποινική απόφαση συντρέχει αποκλειστικά και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώχθηκε ποινικά το προτεινόμενο προς καταλογισμό πρόσωπο, αλλά αθωώθηκε, έστω και λόγω αμφιβολιών, ταυτίζονται πλήρως με αυτά στα οποία στηρίζεται ο καταλογισμός του. 
Αυτό συμβαίνει όταν η παρεπόμενη δημοσιονομική δίκη προϋποθέτει την εξέταση της προηγηθείσας κρίσης του ποινικού δικαστηρίου ή όταν το αρμόδιο δικαστήριο εξετάσει εκ νέου τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη του το ποινικό δικαστήριο ή κρίνει ξανά τη συμμετοχή του προσώπου σε μια από τις πράξεις που οδήγησαν στην καταδίκη του. 
Μόνο εφόσον ο σύνδεσμος ανάμεσα στην ολοκληρωθείσα ποινική διαδικασία και στην δημοσιονομική δίκη επιβεβαιωθεί, τότε η κρίση στα πλαίσια της δεύτερης δίκης θα ελεγχθεί για την παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και δη, το αν με την επίδικη κρίση παραβιάστηκε η προηγούμενη αθώωση του υπολόγου (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, 27­9-2007, Konstas κατά Ελλάδος, 24-5-2011, Rushiti κατά Αυστρίας, 21-3-2000, Lamana κατά Αυστρίας, 10-7-2001, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Τμήμα ευρείας σύνθεσης), 12-7-2013)».

Σχόλια