Μη νόμιμη η απόλυτη απαγόρευση διαφήμισης των οδοντιάτρων (ΔΕΕ)

Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-339/15 Luc Vanderborght: Δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης μια γενική και απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε διαφημίσεως για υπηρεσίες στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περίθαλψης. Οι σκοποί της προστασίας της δημόσιας υγείας και της αξιοπρέπειας του οδοντιατρικού επαγγέλματος δύνανται πάντως να δικαιολογήσουν περιορισμό των μορφών και της επιμέρους λεπτομερούς διαμόρφωσης των χρησιμοποιούμενων από τους οδοντιάτρους επικοινωνιακών εργαλείων.
Ο L. Vanderborght, οδοντίατρος εγκατεστημένος στο Βέλγιο, προέβη σε διαφήμιση για υπηρεσίες οδοντιατρικής περίθαλψης. Μεταξύ 2003 και 2014, εγκατέστησε διαφημιστικό πλαίσιο με τρεις τυπωμένες όψεις, όπου αναγραφόταν το όνομά του, η ιδιότητά του ως οδοντιάτρου, η διεύθυνση του δικτυακού τόπου του και ο αριθμός κλήσης του ιατρείου του.
Ακόμη, δημιούργησε δικτυακό τόπο με τον οποίο ενημέρωνε τους ασθενείς σχετικά με τα διάφορα είδη θεραπευτικών αγωγών που προσέφερε στο ιατρείο του. Τέλος, δημοσίευσε διαφημιστικές καταχωρίσεις σε τοπικές εφημερίδες. Κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε ο Verbond der Vlaamse tandartsen, επαγγελματικός σύλλογος οδοντιάτρων, κινήθηκε ποινική δίωξη κατά του L. Vanderborght.
Ειδικότερα, το βελγικό δίκαιο απαγορεύει απολύτως κάθε διαφήμιση υπηρεσιών στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περιθάλψεως και επιβάλλει απαιτήσεις διακριτικότητας τις οποίες πρέπει να πληροί η προοριζόμενη για το κοινό πινακίδα οδοντιατρείου.
Προς υπεράσπισή του, o L. Vanderborght υποστηρίζει ότι οι επίμαχοι βελγικοί κανόνες αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως στην οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών την οποία προβλέπει η Συνθήκη ΛΕΕ (Άρθρο 56 ΣΛΕΕ· οδηγία 2000/31/ΕΚ για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»).
Επιληφθέν της διαφοράς, το Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg te Brussel, strafzaken (ολλανδόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών, ποινικό τμήμα) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα επί του ζητήματος αυτού.
Στην απόφαση του, το Δικαστήριο της ΕΕ κρίνει ότι η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο αντιτίθεται σε νομοθεσία η οποία, όπως η βελγική, απαγορεύει κάθε μορφή εμπορικής επικοινωνίας με ηλεκτρονικά μέσα σκοπούσας στην προώθηση υπηρεσιών στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περίθαλψης, περιλαμβανομένης της εμπορικής επικοινωνίας μέσω δικτυακού τόπου που έχει δημιουργηθεί από οδοντίατρο.
Το Δικαστήριο εκτιμά ειδικότερα ότι, ενώ το περιεχόμενο και η μορφή των εμπορικών επικοινωνιών μπορούν νομίμως να οριοθετούνται από επαγγελματικούς κανόνες, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να ενέχουν γενική και απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής διαδικτυακής διαφήμισης σκοπούσας στην προώθηση της δραστηριότητας ενός οδοντιάτρου. Ακόμη, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει γενικώς και απολύτως κάθε διαφήμιση υπηρεσιών στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περίθαλψης.
Συναφώς, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η απαγόρευση της διαφήμισης ορισμένης δραστηριότητας είναι ικανή να περιορίσει τη δυνατότητα των προσώπων που ασκούν τη δραστηριότητα αυτή να γίνουν γνωστά στην εν δυνάμει πελατεία τους και να προωθήσουν τις υπηρεσίες τις οποίες προτίθενται να προσφέρουν στην πελατεία αυτή. Μια τέτοια απαγόρευση συνιστά κατά συνέπεια περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
Το Δικαστήριο δέχεται ότι οι σκοποί της επίμαχης νομοθεσίας, δηλαδή η προστασία της δημόσιας υγείας και της αξιοπρέπειας του οδοντιατρικού επαγγέλματος, συνιστούν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος ικανούς να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
Ειδικότερα, η εντατική χρήση διαφημίσεων ή η επιλογή διαφημιστικών μηνυμάτων με επιθετικό χαρακτήρα, ή και δυνάμενων να παραπλανήσουν τους ασθενείς ως προς τις προσφερόμενες θεραπείες, είναι ικανή, σπιλώνοντας την εικόνα του οδοντιατρικού επαγγέλματος, αλλοιώνοντας τη σχέση μεταξύ των οδοντιάτρων και των ασθενών τους και διευκολύνοντας την πραγματοποίηση ακατάλληλων ή περιττών θεραπειών, να παραβλάψει την προστασία της υγείας και να προσβάλει την αξιοπρέπεια του οδοντιατρικού επαγγέλματος.
Πάντως, το Δικαστήριο εκτιμά ότι μια γενική και απόλυτη απαγόρευση κάθε διαφημίσεως υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Οι σκοποί αυτοί θα μπορούσαν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα τα οποία θα οριοθετούσαν, κατά τρόπο ενδεχομένως στενό, τις μορφές και την επιμέρους λεπτομερή διαμόρφωση που μπορούν νομίμως να προσλάβουν τα χρησιμοποιούμενα από τους οδοντιάτρους επικοινωνιακά εργαλεία. (curia.europa.eu)

Σχόλια