Προβλήματα σχετικά με τις ένορκες βεβαιώσεις επισημαίνει σε επιστολή της στον Υπ.Δικαιοσύνης η Ολομέλεια Ειρηνοδικείου Πειραιά
Επιστολή σχετικά με τις ένορκες βεβαιώσεις απέστειλε στον
Yπουργό Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η Ολομέλεια του
Ειρηνοδικείου Πειραιά. Η Ολομέλεια θεωρεί ότι είναι σκόπιμη η επανεξέταση της
διάταξης του άρθρ. 421 ΚΠολΔ περί λήψης ενόρκων βεβαιώσεων αποκλειστικώς
ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και η μερική τροποποίησή της α) είτε με
λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του δικαστικού γραμματέα, αντί του
Ειρηνοδίκη, β) είτε με λήψη των ενόρκων βεβαιώσεων προς δικαστική χρήση ενώπιον
του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστή γ) είτε με λήψη της ένορκης
βεβαίωσης αποκλειστικώς ενώπιον συμβολαιογράφων, προς ενίσχυση της ύλης τους, η
οποία βαίνει διαρκώς μειούμενη. Επίσης αναφέρεται στην επιστολή ότι η κατάργηση
όλων των ενόρκων βεβαιώσεων που δεν προορίζονται για δικαστική χρήση και η
αντικατάσταση τους με υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 θα
συνέβαλε δραστικά στην μείωση της γραφειοκρατίας, στην αποφόρτιση των
Ειρηνοδικείων από ένα μεγάλο όγκο εργασίας μη δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Η
επιστολή έχει ως εξής:
«Μετά την ψήφιση του Ν. 4335/2015 θα θέλαμε να σας
ενημερώσουμε για τα πρακτικά προβλήματα που αναφύονται ως προς την εφαρμογή του
σε σχέση με τις ένορκες βεβαιώσεις.
A) Ως προς τις ένορκες βεβαιώσεις δικαστικής χρήσης
Με τις νέες διατάξεις του Ν.4335/2015 κάθε διάδικος μπορεί
να προσκομίσει προαποδεικτικώς μέχρι πέντε (5) ένορκες βεβαιώσεις και τρεις (3)
για την αντίκρουση. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρ. 421 ΚΠολΔ, ως ισχύει,
οι ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται ενώπιον του Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου.
Λόγω του ότι στη νέα τακτική διαδικασία οι ένορκες βεβαιώσεις καθίστανται το
βασικότερο μέσο απόδειξης των ισχυρισμών των διαδίκων, παρατηρείται σε όλα τα
Ειρηνοδικεία της Χώρας αύξηση κατά γεωμετρική πρόοδο του αριθμού των ενόρκων
βεβαιώσεων που λαμβάνονται ανά ημέρα, σε σχέση με το χρονικό διάστημα προ της
ισχύος του Ν.4335/2015. Ήδη στο Ειρηνοδικείο Πειραιά από 01ης-01-2017 έως
19η-05-2017 ελήφθησαν συνολικά 992 ένορκες βεβαιώσεις· το δε πρόβλημα
δημιουργεί εξαιρετικές πρακτικές δυσκολίες στα μονοεδρικά Ειρηνοδικεία της
Χώρας, καθώς σε οποιαδήποτε ώρα και ημέρα της λειτουργίας του Ειρηνοδικείου
μπορεί να υποβληθεί αίτημα για ένορκη βεβαίωση.
Με δεδομένο ότι:
Με δεδομένο ότι:
α) Η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων κατά την άποψη μας δεν είναι δικαιοδοτικό
έργο, καθώς σύμφωνα με την ίδια την Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4335/2015 «μπορούν
κατά την εξέταση των ενόρκως βεβαιούντων να παρίστανται οι διάδικοι και σε
περίπτωση που προβάλλουν ενστάσεις καταχωρίζονται στο προοίμιο της βεβαίωσης
(σ.σ. πράξη που εντάσσεται στα καθήκοντα του Γραμματέα και όχι του Δικαστή),
αλλά κρίνονται από το δικαστήριο στο οποίο θα υποβληθούν», και όχι από τον
Ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου λαμβάνονται.
β) Ο ίδιος ο Νομοθέτης αφαιρεί από τον Ειρηνοδίκη καθήκοντα
που δεν βρίσκονται εντός του δικαιοδοτικού του έργου, καθώς σύμφωνα με το
προϊσχύον άρθρ. 955 παρ. 1 ΚΠολΔ «Μέσα στην ίδια οκταήμερη προθεσμία [από την
κατάσχεση] αντίγραφο της (σ.σ. κατασχετήριας) έκθεσης επιδίδεται στον
ειρηνοδίκη του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση», ενώ πλέον σύμφωνα με το νέο άρθρ.
955 παρ. 2 ΚΠολΔ «Μέσα στην ίδια πενθήμερη προθεσμία (σ.σ. από την περάτωση της
κατάσχεσης) η έκθεση επιδίδεται στον γραμματέα του ειρηνοδικείου του τόπου όπου
έγινε η κατάσχεση, ο οποίος οφείλει να την καταχωρίσει σε ειδικό βιβλίο με
αλφαβητικό ευρετήριο εκείνων κατά των οποίων γίνεται η κατάσχεση».
γ) Ο ειρηνοδίκης είναι ήδη επιφορτισμένος και με λήψη
ενόρκων βεβαιώσεων που δεν προορίζονται για δικαστική χρήση ενώπιον πολιτικών
και ποινικών δικαστηρίων.
δ) Σε μια έννομη τάξη όπου το ζήτημα της καθυστέρησης στην
απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί χρόνιο και επίμονο πρόβλημα, κύριο μέλημα του
Νομοθέτη ήταν να διασφαλίζει την απρόσκοπτη αφοσίωση του Δικαστή στα
δικαιοδοτικά του καθήκοντα και με την έννοια αυτή απαγόρευσε την ενασχόλησή του
με έργα άσχετα προς το Δικαστικό Λειτούργημα, τα οποία περιορίζουν την
διαθεσιμότητά του και πλήττουν συνολικά την ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του
Ν.4446/2016 (βλ. σελ. 30 αυτής) καταργήθηκε, δυνάμει του άρθρ. 52 του ανωτέρω
Νόμου, η συμμετοχή Δικαστικού Λειτουργού ως Προεδρεύοντος στις εκλογές για την
ανάδειξη μελών της διοίκησης συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς σύμφωνα με την
Αιτιολογική αυτή Έκθεση ‹‹κρίνεται απολύτως σκόπιμη και συνεπής προς τις
τρέχουσες συνθήκες στον χώρο της δικαιοσύνης η επιδίωξη απεμπλοκής των
δικαστικών λειτουργών από τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, η
κοινώς διαπιστωθείσα βραδύτητα σε όλα τα στάδια απονομής της δικαιοσύνης σε συνδυασμό
με τον χαμηλό ρυθμό εκκαθάρισης υποθέσεων και έκδοσης αποφάσεων επιτάσσει την
προσήλωση των δικαστικών λειτουργών στο κυρίως έργο τους και την αποφόρτισή
τους από τα ανωτέρω σημαντικά πλην δευτερεύοντα καθήκοντα››.
Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι είναι σκόπιμη η επανεξέταση της διάταξης του άρθρ. 421 ΚΠολΔ περί λήψης ενόρκων βεβαιώσεων αποκλειστικώς ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και η μερική τροποποίησή της:
Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι είναι σκόπιμη η επανεξέταση της διάταξης του άρθρ. 421 ΚΠολΔ περί λήψης ενόρκων βεβαιώσεων αποκλειστικώς ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και η μερική τροποποίησή της:
α) είτε με λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του δικαστικού
γραμματέα, αντί του Ειρηνοδίκη,
β) είτε με λήψη των ενόρκων βεβαιώσεων προς δικαστική χρήση
ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστή
γ) είτε με λήψη της ένορκης βεβαίωσης αποκλειστικώς ενώπιον
συμβολαιογράφων, προς ενίσχυση της ύλης τους, η οποία βαίνει διαρκώς μειούμενη.
B) Ως προς τις ένορκες βεβαιώσεις μη δικαστικής χρήσης
Ιδιαίτερης σημασίας επίσης είναι το ζήτημα των ενόρκων βεβαιώσεων μη δικαστικής χρήσης δηλαδή των ενόρκων βεβαιώσεων οι οποίες προορίζονται για χρήση στην δημόσια διοίκηση κυρίως προς αναπλήρωση εγγράφων ή βεβαίωση γεγονότων. Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.5 του Συντάγματος: «Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο που ορίζει και τον τύπο του». Από την διάταξη αυτή προκύπτει αναμφιβόλως ότι ορκοδοσία δίνεται μόνο όταν αυτό προβλέπεται από ρητή διάταξη νόμου και όχι από κάποια άλλη διοικητική πράξη, πολύ περισσότερο από μόνη την βούληση του διοικητικού οργάνου.
Ιδιαίτερης σημασίας επίσης είναι το ζήτημα των ενόρκων βεβαιώσεων μη δικαστικής χρήσης δηλαδή των ενόρκων βεβαιώσεων οι οποίες προορίζονται για χρήση στην δημόσια διοίκηση κυρίως προς αναπλήρωση εγγράφων ή βεβαίωση γεγονότων. Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.5 του Συντάγματος: «Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο που ορίζει και τον τύπο του». Από την διάταξη αυτή προκύπτει αναμφιβόλως ότι ορκοδοσία δίνεται μόνο όταν αυτό προβλέπεται από ρητή διάταξη νόμου και όχι από κάποια άλλη διοικητική πράξη, πολύ περισσότερο από μόνη την βούληση του διοικητικού οργάνου.
Παρά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη παρατηρείται το
φαινόμενο αρκετές διοικητικές υπηρεσίες προς απόδειξη γεγονότων, αναπλήρωση
εγγράφων κλπ τα οποία σχετίζονται με τον κύκλο δραστηριότητας τους, να ζητούν
από τους διοικούμενους ένορκη βεβαίωση χωρίς να υφίσταται αντίστοιχη νομοθετική
πρόβλεψη για την επιβολή ορκοδοσίας. Το ανωτέρω γεγονός δημιουργεί καθημερινές
προστριβές με τους διοικούμενους και καθυστέρηση στην λειτουργία της διοίκησης.
Κατά καιρούς έχει επιχειρηθεί προσπάθεια συγκέντρωσης των νομοθετικών διατάξεων
οι οποίες προβλέπουν ορκοδοσία (χαρακτηριστική η 67758/31.10.1959 γνωμοδότηση
της Εισαγγελίας Αθηνών καθώς και η 6/2006 γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του
Αρείου Πάγου τις οποίες συννημένα Σας αποστέλλουμε) πλην όμως είναι πρακτικώς
αδύνατη η παρακολούθηση όλων των νομοθετημάτων τα οποία εκδίδονται. Σημειώνεται
πως η μέχρι τώρα πρακτική της Διοίκησης έχει καταδείξει ότι όταν μια διοικητική
αρχή αποκτά βάσει νομοθετικής πρόβλεψης το δικαίωμα να ζητήσει από το
πολίτη-συναλλασσόμενο ορκοδοσία, ουδέποτε κοινοποιεί την σχετική διάταξη στα
αρμόδια όργανα (Ειρηνοδικεία Περιφέρειας και τοπικός Συμβολαιογραφικός
Σύλλογος) ώστε αυτά να ενημερώσουν το αρχείο τους. Περαιτέρω παρατηρείται ότι
έχουν εκδοθεί εγκύκλιοι οι οποίες προβλέπουν την λήψη ένορκης βεβαίωσης χωρίς
αυτό να ορίζεται από καμία διάταξη νόμου με αποτέλεσμα να δημιουργούνται
προστριβές με τους πολίτες.
Γίνεται μνεία ότι υπάρχουν διατάξεις οι οποίες προβλέπουν ένορκη βεβαίωση για μία μεμονωμένη περίπτωση ενώ όλες οι υπόλοιπες παρόμοιες περιπτώσεις έχουν ρυθμιστεί διαφορετικά. Για παράδειγμα δυνάμει του άρθρου 10 του νόμου 206/1947 για την απόδειξη του χρόνου πρακτικής άσκησης του ασκούμενου φαρμακοποιού απαιτείται ένορκη βεβαίωση του φαρμακοποιού στον οποίο έγινε η άσκηση. Η διαφοροποίηση του χρόνου απόδειξης της άσκησης του ασκούμενου φαρμακοποιού σε σχέση με όλα τα λοιπά επαγγέλματα όπου η απόδειξη της πρακτικής άσκησης γίνεται με γραπτή βεβαίωση του εργοδότη προϊσταμένου κλπ δεν φαίνεται να δικαιολογείται από κάποια εύλογη αιτία.
Ήδη σε κάποιες περιπτώσεις η πρόβλεψη για χρήση ένορκης βεβαίωσης έχει αντικατασταθεί με πρόβλεψη για χρήση υπεύθυνης δήλωσης. Επί παραδείγματι με την υπουργική απόφαση 2122/01/2000 του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (ΓΚΛ 23) σε περίπτωση εγγραφής σκάφους στα αρμόδια μητρώα που τηρούνται από το Λιμενικό Σώμα κατά την οποία ο ιδιοκτήτης απώλεσε τα παραστατικά αγοράς του σκάφους και δεν ήταν δυνατή η έκδοση αντιγράφων η Λιμενική Αρχή μπορούσε να κάνει αποδεκτές ένορκες βεβαιώσεις από τα αναφερόμενα στην προμνησθείσα ΥΑ πρόσωπα. Ήδη με την υπουργική απόφαση 2122/01/2008 (ΓΚΛ 45) στο άρθρο 2 αυτής αναφέρεται ότι οι ένορκες βεβαιώσεις που προβλέπονται για απώλεια παραστατικών αγοράς σκάφους αντικαθίστανται με υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.
Με βάση τα ανωτέρω θεωρούμε ότι η κατάργηση όλων των ενόρκων βεβαιώσεων που δεν προορίζονται για δικαστική χρήση και η αντικατάσταση τους με υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 θα συνέβαλε δραστικά στην μείωση της γραφειοκρατίας, στην αποφόρτιση των Ειρηνοδικείων από ένα μεγάλο όγκο εργασίας μη δικαιοδοτικού χαρακτήρα, στην ταχύτερη λειτουργία της Διοίκησης και στην εμπέδωση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του πολίτη και της Διοίκησης».
(πηγή: eirhnodikhs.gr)
Γίνεται μνεία ότι υπάρχουν διατάξεις οι οποίες προβλέπουν ένορκη βεβαίωση για μία μεμονωμένη περίπτωση ενώ όλες οι υπόλοιπες παρόμοιες περιπτώσεις έχουν ρυθμιστεί διαφορετικά. Για παράδειγμα δυνάμει του άρθρου 10 του νόμου 206/1947 για την απόδειξη του χρόνου πρακτικής άσκησης του ασκούμενου φαρμακοποιού απαιτείται ένορκη βεβαίωση του φαρμακοποιού στον οποίο έγινε η άσκηση. Η διαφοροποίηση του χρόνου απόδειξης της άσκησης του ασκούμενου φαρμακοποιού σε σχέση με όλα τα λοιπά επαγγέλματα όπου η απόδειξη της πρακτικής άσκησης γίνεται με γραπτή βεβαίωση του εργοδότη προϊσταμένου κλπ δεν φαίνεται να δικαιολογείται από κάποια εύλογη αιτία.
Ήδη σε κάποιες περιπτώσεις η πρόβλεψη για χρήση ένορκης βεβαίωσης έχει αντικατασταθεί με πρόβλεψη για χρήση υπεύθυνης δήλωσης. Επί παραδείγματι με την υπουργική απόφαση 2122/01/2000 του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (ΓΚΛ 23) σε περίπτωση εγγραφής σκάφους στα αρμόδια μητρώα που τηρούνται από το Λιμενικό Σώμα κατά την οποία ο ιδιοκτήτης απώλεσε τα παραστατικά αγοράς του σκάφους και δεν ήταν δυνατή η έκδοση αντιγράφων η Λιμενική Αρχή μπορούσε να κάνει αποδεκτές ένορκες βεβαιώσεις από τα αναφερόμενα στην προμνησθείσα ΥΑ πρόσωπα. Ήδη με την υπουργική απόφαση 2122/01/2008 (ΓΚΛ 45) στο άρθρο 2 αυτής αναφέρεται ότι οι ένορκες βεβαιώσεις που προβλέπονται για απώλεια παραστατικών αγοράς σκάφους αντικαθίστανται με υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.
Με βάση τα ανωτέρω θεωρούμε ότι η κατάργηση όλων των ενόρκων βεβαιώσεων που δεν προορίζονται για δικαστική χρήση και η αντικατάσταση τους με υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 θα συνέβαλε δραστικά στην μείωση της γραφειοκρατίας, στην αποφόρτιση των Ειρηνοδικείων από ένα μεγάλο όγκο εργασίας μη δικαιοδοτικού χαρακτήρα, στην ταχύτερη λειτουργία της Διοίκησης και στην εμπέδωση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του πολίτη και της Διοίκησης».
(πηγή: eirhnodikhs.gr)
Σχόλια