Της Ελένης Τζουνάκου Δικηγόρου, Μ.Δ.Ε. στην Πολιτική Δικονομία
ΕΚΠΑ
Μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ
87/Α/23.07.2015) στην § 1 του άρθρου 94 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «στα πολιτικά
δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο».
Η δικαστική παράσταση του διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο επιτρέπεται στο
ειρηνοδικείο, εφόσον πρόκειται για μικροδιαφορές (466 επ. ΚΠολΔ) και για να
αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (94 § 2 ΚΠολΔ), ενώ απαλείφθηκε η εξαίρεση των
ασφαλιστικών μέτρων, ως περίπτωση μη υποχρεωτικής παράστασης του διαδίκου με
δικηγόρο. Παράλληλα, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων
αποτελεί η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου (682 § 1
ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων ανακύπτει το ερώτημα
εάν η έννοια του επικείμενου κινδύνου της 94 § 2 ΚΠολΔ ταυτίζεται με εκείνη της
682 ΚΠολΔ και, ακολούθως, εάν στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι
υποχρεωτική ή μη η παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο. Το συγκεκριμένο ζήτημα
παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό και πρακτικό ενδιαφέρον ενόψει των δυσμενών
συνεπειών που επιφέρει η έλλειψη της ικανότητας προς το δικολογείν (της ικανότητας
δηλαδή αυτοπρόσωπης επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων από το διάδικο), όταν
αυτή προβλέπεται ως υποχρεωτική.
Στην περίπτωση αυτή, η διαδικαστική πράξη πάσχει από
ακυρότητα και ο διάδικος θεωρείται δικονομικά απών[1] (271 και 272 ΚΠολΔ),
ενώ η έλλειψη αυτή δεν αφορά μόνο την παράσταση του διαδίκου κατά τη διεξαγωγή
της δίκης, αλλά και την υπογραφή και κατάθεση του δικογράφου, που αποτελεί
διαδικαστική πράξη εξεταζόμενη αυτοτελώς. Σχετικά με το ζήτημα αυτό έχουν
διατυπωθεί αμφιλεγόμενες νομολογιακές και θεωρητικές προσεγγίσεις.
ΙΙ. Η άποψη περί υποχρεωτικής παράστασης του διαδίκου με
δικηγόρο στα ασφαλιστικά μέτρα
Ο δραστικός περιορισμός της δυνατότητας αυτοπρόσωπης
παράστασης του διαδίκου μετά τη νέα ρύθμιση περιλαμβάνει και τα ασφαλιστικά
μέτρα. Η κατάργηση της 94 § 2 περ. β' που προέβλεπε, κατ' εξαίρεση, τη
δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης του διαδίκου στα ασφαλιστικά μέτρα σημαίνει
ότι πλέον καθίσταται υποχρεωτική η παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο κατά τη
διεξαγωγή της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων[2].
Η διάταξη είναι σαφής. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής διατείνονται ότι η
έννοια του επικείμενου κινδύνου στη διάταξη του άρθρου 94 ΚΠολΔ δεν ταυτίζεται
με εκείνη του άρθρου 682 ΚΠολΔ. Η φράση αυτή προϋπήρχε και είχε σκοπό να
καλύψει άλλες επείγουσες περιπτώσεις πέραν των ασφαλιστικών μέτρων.
Εφόσον, λοιπόν, αφαιρέθηκε η δυνατότητα παράστασης χωρίς
δικηγόρο στα ασφαλιστικά μέτρα, πρέπει η αόριστη νομική έννοια «επικείμενος
κίνδυνος» να ερμηνευτεί, όπως στο παρελθόν, όταν συνυπήρχε με την εξαίρεση
στην περίπτωση των ασφαλιστικών μέτρων: ως αδυναμία άμεσης ανεύρεσης δικηγόρου
και ύπαρξη κινδύνου από την αναβολή[3].
Η έννοια του επικείμενου κινδύνου έχει διαμορφωθεί ιστορικά
και κριτήριο για τη συνδρομή του αποτελεί το ότι από τη μη ενέργεια ή την
αναβολή της διαδικαστικής πράξεως προκύπτει βλάβη στα έννομα συμφέροντα του
διαδίκου, όπως επί πράξεων για διακοπή παραγραφής ή για τήρηση ορισμένης
προθεσμίας[4].
Η θέση αυτή εκφράζεται στην υπ' αριθ. 8/2016 απόφαση του
ΜΠρΜεσ[5]
κατά την οποία «...Τούτο ενισχύεται από την παραβολή του κειμένου τού ως άνω
άρθρου πριν και μετά την τροποποίηση του ..., όπου πλέον (με τη νέα ρύθμιση)
αφαιρέθηκε το στοιχείο β της παρ. 2 που ρητά καθιέρωνε την κατ' εξαίρεση
παράσταση του δικηγόρου στις δίκες των ασφαλιστικών μέτρων και παρέχεται πλέον
η δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης του διαδίκου μόνο στα ειρηνοδικεία στις
μικροδιαφορές και για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος. Η τελευταία εξαίρεση
- έννοια (αποτροπή επικείμενου κινδύνου), που υπήρχε και στην παλαιά διατύπωση
του ως άνω άρθρου, δεν ταυτίζεται με την αντίστοιχη έννοια (της αποτροπής) του
επικείμενου κινδύνου ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης των ασφαλιστικών
μέτρων (άρθρο 682 § 1 ΚΠολΔ), αλλά ε ρ μ η ν ε ύ ε τ α ι σ τ ε ν ά και σημαίνει
ότι η μ η ά μ ε σ η α ν ε ύ ρ ε σ η δ ι κ η γ ό ρ ο υ (αναγκαίου παραστάτη στις
πολιτικές δίκες λόγω της νομικής του παιδείας, που σε περίπτωση απορίας
διορίζεται από το κράτος με την ταχεία διαδικασία του ν. 3226/2004 - δωρεάν
νομική βοήθεια) κ α ι η α ν α β ο λ ή τ η ς ε π ι χ ε ί ρ η σ η ς τ η ς σ υ γ κ
ε κ ρ ι μ έ ν η ς δ ι α δ ι κ α σ τ ι κ ή ς π ρ ά ξ η ς ( σ ε ό λ ε ς τ ι ς δ
ι α δ ι κ α σ ί ε ς κ α ι ό χ ι μ ό ν ο σ ε α υ τ ή τ ω ν α σ φ α λ ι σ τ ι κ
ώ ν μ έ τ ρ ω ν ) θ α έ θ ε τ ε σ ε κ ί ν δ υ ν ο ( λ . χ π α ρ α γ ρ α φ ή ς )
τ α σ υ μ φ έ ρ ο ν τ α τ ο υ δ ι α δ ί κ ο υ (Ν ί κ α ς σε Ερμηνεία ΚΠολΔ
των Κεραμέα – Κονδύλη - Νίκα, υπό το άρθρο 94 § 8, Α.Π 173/1990, ό.π.), πράγμα
που δεν ισχύει (κατ’ αρχήν) σε συζήτηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που έχει
προσδιοριστεί καιρό πριν (από τη συζήτηση) και έχει επιδοθεί στον αντίδικο
...».
Παράλληλα, η προστασία των διαδίκων είναι εκείνη που καθιστά
απαραίτητη την υποχρεωτική παράστασή τους με δικηγόρο. Η αυτοπρόσωπη παράστασή
τους μπορεί να αποβεί πολλάκις επιζήμια στα συμφέροντά τους λόγω έλλειψης των
απαιτούμενων γνώσεων προς προβολή των δικαίων τους ή προς υπεράσπιση αυτών[6].
Η εφαρμοζόμενη και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων αρχή της συζητήσεως,
η ταχεία και απρόσκοπτη εξέλιξη της διαδικασίας, ο έλεγχος του δικαστηρίου, η
διασφάλιση της πραγματικής ισότητας των διαδίκων και η αποτροπή κατάθεσης
προφανώς αβάσιμων αιτήσεων επιβάλλουν την παράσταση των διαδίκων με πληρεξούσιο
δικηγόρο[7].
Η άρση των γεωγραφικών περιορισμών για την άσκηση του δικηγορικού
λειτουργήματος διασφαλίζει την ευχέρεια στην εύρεση νομικού παραστάτη, αλλά και
την παροχή νομικής υποστήριξης σε όλη τη χώρα. Εξαίρεση, κατά την άποψη αυτή,
θα πρέπει να γίνει δεκτή ως προς τις δίκες των ασφαλιστικών μέ- τρων που
αφορούν ασφαλιστέα απαίτηση η οποία καταλαμβάνεται από το ποσοτικό όριο των
μικροδιαφορών[8],
λόγω της επιτρεπτής αυτοπρόσωπης παράστασης του διαδίκου στις μικροδιαφορές.
ΙΙΙ. Η άποψη περί δυνατότητας αυτοπρόσωπης παράστασης του
διαδίκου στα ασφαλιστικά μέτρα
Η διάταξη της 94 § 2 περ. β΄ που προέβλεπε κατ’ εξαίρεση τη
δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης του διαδίκου στα ασφαλιστικά μέτρα
καταργήθηκε ως περιττή, διότι ούτως ή άλλως προϋπόθεση για τη λήψη ασφαλιστικών
μέτρων αποτελεί η ύπαρξη επικείμενου κινδύνου. Κατά την άποψη αυτή[9],
επιτρέπεται η κατάθεση της αίτησης και η παράσταση στο δικαστήριο για λήψη
ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να επέρχεται καμία ουσιώδης μεταβολή στα μέχρι τον
ν. 4335/2015 ισχύοντα. Η έννοια του επικείμενου κινδύνου της 94 ΚΠολΔ δεν μπορεί
παρά να ταυτίζεται με εκείνη του άρθρου 682 του ΚΠολΔ[10]. Και η θέση αυτή έχει
τύχει επιδοκιμασίας από μέρους της νομολογίας. Σύμφωνα με την υπ’ αριθ.
501/2016 απόφαση του ΜΠρΠειρ[11]
«… και είναι μεν αλήθεια ότι εκ πρώτης αναγνώσεως παρέχεται η εντύπωση ότι ο
νομοθέτης θέλησε οι διάδικοι να παρίστανται πλέον με δικηγόρο στις υποθέσεις
ασφαλιστικών μέτρων, τούτο όμως δεν είναι δογματικά ακριβές.
Ειδικότερα σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω
νόμου η νέα ρύθμιση δικαιολογείται από το ότι οι αυξημένες απαιτήσεις που θέτει
η δίκη είναι και ένας από τους λόγους για την καθιέρωση του θεσμού της υποχρεωτικής
συμπράξεως δικηγόρου (βλ. σ. 4 αιτιολογικής εκθέσεως). Περαιτέρω στη σελίδα 10
της ως άνω αιτιολογικής εκθέσεως στην κατ’ άρθρο επεξήγηση αναφέρεται ότι πλέον
η άνευ δικηγόρου παράσταση επιτρέπεται μόνο στις μικροδιαφορές, ενώ παρέμεινε η
ασφαλιστική δικλείδα της § 3, ήτοι η αποτροπή επικείμενου κινδύνου.
Συνακόλουθα ο νομοθέτης θέλησε σε περίπτωση αυτοπρόσωπης
εμφάνισης διαδίκου να μην απαγγέλλεται άνευ άλλου τινός η δικονομική απουσία
του αλλά να εξετάζεται ως ασφαλιστική δικλείδα, όπως την ονόμασε, η αποτροπή
επικείμενου κινδύνου. Η ίδια ακριβώς φράση (αποτροπή επικείμενου κινδύνου) στο
μόνο βιβλίο του ΚΠολΔ που επαναλαμβάνεται αυτουσίως είναι στο 5ο βιβλίο του υπό
τον τίτλο «Ασφαλιστικά Μέτρα».
Ειδικότερα στο άρθρο 682 ΚΠολΔ προβλέπεται η δυνατότητα για
να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος να διαταχθεί ασφαλιστικό μέτρο για την
εξασφάλιση ή τη διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης. Πώς όμως
είναι δυνατόν ενώ επιλαμβάνεται το δικαστήριο για να δικάσει εσπευσμένως αίτηση
ασφαλιστικών μέτρων που σκοπεί στο να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, παράλληλα
να μην επιτρέψει την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου διότι κρίνει ότι δεν
συντρέχει επικείμενος κίνδυνος; Η έρευνα αυτή ενέχει μια ε γ γ ε ν ή α ν τ ι φ
α τ ι κ ό τ η τ α , διότι επιλαμβανόμενος ο Δ ι κ α σ τ ή ς ε π ί μ ί α ς κ α ι μ ο ν α δ ι κ ή ς α ι τ ή σ ε ω ς θ α π ρ έ π ε ι ν α κ ρ ί ν ε ι τ η ν α ό ρ ι
σ τ η ν ο μ ι κ ή έ ν ν ο ι α τ ο υ « ε π ι κ ε ί μ ε ν ο υ κ ι ν δ ύ ν ο υ »
τ ο υ ά ρ θ ρ ο υ 9 4 Κ Π ο λ Δ κ α τ ά τ ρ ό π ο δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ό α π ό α υ τ ή ν τ ο υ ά ρ θ ρ ο υ 6 8 3 Κ Π ο λ Δ. Τούτο όμως δεν ευσταθεί, διότι
σκοπός του νομοθέτη που καθιέρωσε την υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου ήταν η
προστασία του διαδίκου από τις αυξημένες απαιτήσεις που θέτει η δίκη, όπως
αναφέρεται στην προρρηθείσα σ. 4 της αιτιολογικής εκθέσεως του νόμου και όχι ο
αρχήθεν αποκλεισμός του και μάλιστα επί υποθέσεων που χρήζουν αμεσότητας,
ευελιξίας και ταχείας ρύθμισης, όπως αυτές των ασφαλιστικών μέτρων. Ενισχυτικό
της κρίσης του Δικαστηρίου είναι και το γεγονός ότι στο κεφάλαιο IV της άνω
εισηγητικής εκθέσεως και υπό τον τίτλο «Ασφαλιστικά Μέτρα» (σ. 7 αυτής) όπου
επιχειρείται μία γενική θεώρηση του νέου νόμου για τις αλλαγές που επέφερε στη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ουδόλως αναφέρεται ως νέα καινοτόμος ρύθμιση
η υποχρεωτική παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο».
Περαιτέρω, υποστηρίζεται[12]
ότι στις (γνήσιες) δίκες των ασφαλιστικών μέτρων, δεν μπορεί να επέλθει καμία δυσμενής
συνέπεια από την ερημοδικία ενός από τους διαδίκους στην περίπτωση που κάποιος
απ’ αυτούς θεωρηθεί δικονομικά απών, λόγω του εν μέρει ανακριτικού συστήματος,
κατά το οποίο το δικαστήριο δύναται αυτεπαγγέλτως να συγκεντρώσει όλα τα
στοιχεία που απαιτούνται για να σχηματίσει (με πιθανολόγηση) προσωρινή κρίση
και να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο που θεωρεί καταλληλότερο. Εκφράζεται[13],
επιπροσθέτως, το επιχείρημα ότι με τη νέα διάταξη του ΚΠολΔ τίθενται σε διαλεκτική
αντιπαράθεση δύο συμφέροντα: αφενός το επαγγελματικό συμφέρον των δικηγόρων και
αφετέρου το δημόσιο και συνταγματικώς κατοχυρωμένο (20§1 Σ) συμφέρον του πολίτη
να προσφεύγει στο δικαστήριο αυτοπροσώπως προς αποφυγή επικείμενου κινδύνου στα
έννομα συμφέροντά του, το οποίο κρίνεται υπέρτερο του πρώτου, με αποτέλεσμα να
είναι δυνατή η αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων.
IV. Συμπεράσματα - Προσωπική εκτίμηση
Η επιλογή του νομοθέτη να απαλείψει τη δυνατότητα αυτοπρόσωπης
παράστασης στην εξαιρετική περίπτωση των ασφαλιστικών μέτρων δεν υπόκειται σε
παρερμηνεία. Οι διάδικοι έχουν αυξημένη ευθύνη στη δίκη σε σχέση με το δικαιοπρακτικό
πεδίο και θα πρέπει να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη πορεία της[14].
Οι αυξημένες απαιτήσεις που θέτει η δίκη είναι και ένας από τους λόγους για την
καθιέρωση του θεσμού της υποχρεωτικής συμπράξεως δικηγόρου[15]. Η επιστημονική και
τεχνική πρόοδος δημιούργησαν νέες μορφές εννόμων σχέσεων και, συνεπώς, η
διεξαγωγή των δικών επί καθαρώς ιδιωτικών συμφερόντων έγινε έργο, το οποίο
πλέον απαιτούσε ειδική παιδεία, η οποία όχι μόνο ασφαλώς έλειπε στους έχοντες
απλές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, αλλά και ορισμένες φορές ήταν ιδιαιτέρως
δυσχερής ακόμα και για ειδικούς επιστήμονες και λειτουργούς[16]. Το Κράτος δεν
μπορούσε (και δεν μπορεί) να είναι απλός θεατής του δικαστικού αγώνα, διότι η
ορθή απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί έναν από τους κύριους σκοπούς του κράτους
δικαίου και έτσι αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητα σύμπραξης του δικηγόρου, όχι μόνο
ως συμπαραστάτη του διαδίκου, αλλά και ως παράγοντα της δίκης και μάλιστα ως
άμεσου και αναγκαίου συμπαραστάτη του δικαστή[17]. Η υποχρέωση
σύμπραξης του νομικού παραστάτη υπηρετεί την ανάγκη προστασίας των εννόμων
συμφερόντων των διαδίκων, τα οποία πρωτίστως οφείλει να λαμβάνει υπόψη η
πολιτεία. Πράγματι, η διαδικασία της δίκης προϋποθέτει εξειδικευμένη νομική
κατάρτιση, την οποία διαθέτει ο δικηγόρος, και αν ο διάδικος παρίσταται
αυτοπροσώπως, τότε και τα ιδιωτικά του συμφέροντα διατρέχουν κίνδυνο και η
διεξαγωγή της δίκης κατ' ανάγκη χωλαίνει, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται οι
σκοποί της δίκης και της εννόμου τάξεως γενικότερα. Θα αποτελούσε παράλειψη να
μην αναφερθεί ότι η ρύθμιση του ΚΠολΔ για την υποχρεωτική παράσταση του
διαδίκου με πληρεξούσιο δικηγόρο έχει κριθεί, κατ’ επανάληψη, ως σύμφωνη με το
Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τα ελληνικά
δικαστήρια[18].
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί ο καίριος ρόλος του δικηγόρου ως νομικού
παραστάτη στους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, με την παροχή νομικών
συμβουλών και διαρκούς καθοδήγησης των εντολέων του. Ο δικηγόρος οφείλει να
ενημερώνει τον εντολέα του για όλους τους θεσμούς και τις δυνατότητες εναλλακτικής
επίλυσης των διαφορών και γενικά να συμβάλλει στην επίλυση αυτών με
οποιονδήποτε τρόπο προς όφελος του εντολέα του (άρθρο 35§3 ν. 4194/2013 «Κώδικα
Δικηγόρων»). Στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται και η διαμεσολάβηση για την
αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας
(άρθρο 36 § 1 εδ. γ΄ Κώδικα Δικηγόρων). Ο δικηγόρος οφείλει να επιχειρεί το συμβιβασμό
υποθέσεων που είναι δεκτικές συμβιβασμού (άρθρο 37 § 3 περ. β΄ Κώδικα
Δικηγόρων). Με την καθιέρωση της υποχρεωτικής υπογραφής και κατάθεσης της
αίτησης ασφαλιστικών μέ- τρων από το δικηγόρο και της υποχρεωτικής παράστασης
του διαδίκου με δικηγόρο στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων που απαιτεί
αμεσότητα, ευελιξία και ταχύτητα, καθίσταται δυνατή η ενθάρρυνση του διαδίκου
από το νομικό του παραστάτη να επιλέξει έναν απ’ τους περισσότερους εξωδικαστικούς
τρόπους επίλυσης της διαφοράς που θα οδηγήσει σε ταχεία και αποτελεσματική διευθέτηση
προς όφελος των συμβαλλόμενων μερών, αλλά και της Δικαιοσύνης. Κατόπιν τούτων,
επιβεβλημένη κρίνεται η παρέμβαση του νομοθέτη προς την κατεύθυνση της επιλογής
της μίας ή της άλλης ερμηνευτικής προσέγγισης, καθώς μόνο έτσι εξασφαλίζεται η
αξιοπιστία και το κύρος της Δικαιοσύνης. Σε κάθε περίπτωση παρέχεται η
δυνατότητα στο δικαστή να υποχρεώσει το διάδικο να προσλάβει δικηγόρο, αφού
εκτιμήσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις (94 § 3 ΚΠολΔ).
*Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο ΝοΒ (2017, 1001)
[2]
Απαλαγάκη Χ.,
Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2016, σ. 334· Γιαννόπουλος
Π.,
Σημείωμα στην υπ' αριθ. 8/2016 ΜΠρΜεσ, ΕΠολΔ, 2015. 769 επ· Κατράς Ι., Παράσταση
χωρίς δικηγόρο στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων; ΕλλΔνη 1/2016. 251· Μαργαρίτης/Μαργαρίτη,
Ερμηνεία ΚΠολΔ - ερμηνευτικό συμπλήρωμα μετά το ν. 4335/2015, 2016, σ. 10· Ν ί
κ α ς Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, σ.168· Ορφανίδης Γ.,
Η ρύθμιση του άρθρου 94 ΚΠολΔ μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 4335/ 2015,
ΕΠολΔ, 2016. 11 επ. Βλ. Κλαμαρή/Κουσούλη/Πανταζόπουλο, Πολιτική Δικονομία, 2016, κατά τους οποίους ναι μεν
καταργήθηκε η δυνατότητα αυτοπρόσωπης συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη των
ασφαλιστικών μέτρων, αλλά εσφαλμένως, δίχως μάλιστα να προκύπτει ο λόγος
κατάργησής της.
[3]
Κ ε ρ α μ ε ύ ς / Κ ο ν δ ύ λ η ς / Ν ί κ α ς , Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, σ. 213· Μ
π έ η ς Κ . , Πολιτική Δικονομία, άρθρο 94, σ. 470· Ν ί κ α ς Ν . , ό.π., σ.
169. Τη θέση αυτή υποστήριξε ο Κ ρ ά ν η ς σε εισήγησή του σε ημερίδα του
Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης την 09.07.2016, αναφέροντας ότι «εξ άλλου προς
αποτροπή επικείμενου κινδύνου στοχεύουν, κατά κανόνα, οι αιτήσεις ασφαλιστικών
μέτρων και συνεπώς θα μπορούσε να υποτεθεί ότι χωρίς δικηγόρο είναι δυνατή η
παράσταση και στις υποθέσεις αυτές, στις οποίες γινόταν προηγουμένως ρητή
αναφορά· ωστόσο ο επικείμενος κίνδυνος προς αποτροπή του οποίου είναι δυνατή η
παράσταση και στις υποθέσεις αυτές χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, δ ε ν α φ ο ρ ά
τ η ν ο υ σ ί α τ η ς υ π ό θ ε σ η ς , αλλά συνέχεται με την αδυναμία παράστασης
με πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν εξ αιτίας ακριβώς της αδυναμίας αυτής δημιουργείται
κίνδυνος για τα συμφέροντα του διαδίκου που δικαιολογεί πλέον προς αποτροπή του
την αυτοπρόσωπη παράσταση των διαδίκων». Αναθεώρησε, έτσι, την προδιατυπωθείσα
άποψή του σε ημερίδες των Δικηγορικών Συλλόγων Πάτρας και Ηρακλείου κατά την
οποία «εξ άλλου προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου στοχεύουν, κατά κανόνα, οι
αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και συνεπώς χωρίς δικηγόρο είναι δυνατή η
παράσταση και στις υποθέσεις αυτές, στις οποίες γινόταν προηγουμένως ρητή
αναφορά».
[4]
Δ εληκ ωσ τ όπ ου λος/ Σινανιώτ ης , Ερμηνεία ΚΠολΔ, Α΄, 1968, σ. 257· ΠΠρΘ
2418/1985, Αρμ 1985. 1075 επ.
[5]
ΝοΒ 2016. 908. Ίδια αιτιολογία υιοθέτησε και η υπ’ αριθ. 48/2016 ΜΠρΑμφ, ΝοΒ
2017. 342επ.
[6]
Ο ρ φ α ν ί δ η ς Γ . , ό.π., σ. 15
[7]
Ο ρ φ α ν ί δ η ς Γ . , ό.π., σ. 15
[8]
Γ ι α ν ν ό π ο υ λ ο ς Π . , ό.π., σ. 770· Ν ί κ α ς Ν . , ό.π., σ. 169.
[9]
. Βλ. τις παρατηρήσεις του Λ ε ο ν τ ή στο άρθρο 94 του τότε προσχεδίου στην
εισήγησή του στην υπ’ αριθ. 11/2014 ΔιοικΟλΑΠ, ΕΠολΔ 2/2014. 157 που αναφέρει
ότι «... Με τη ρύθμιση αυτήν καταργούνται οι διατάξεις του ΚΠολΔ με τις οποίες
επιτρέπεται η δικαστική παράσταση χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, με την εξαίρεση
της § 3, στο Ειρηνοδικείο, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το
ποσό των 12.000,00 ευρώ και στα ασφαλιστικά μέτρα, περίπτωση η οποία καλύπτεται
από τη διατηρούμενη της αποτροπής επικειμένου κινδύνου». Βλ. επίσης την
αιτιολογική έκθεση της επιτροπής σύνταξης του Σχεδίου ΚΠολΔ υπό την προεδρία
του Αρεοπαγίτη τότε Κράνη, ΕΠολΔ 2015. 385, στην οποία γίνεται ειδική μνεία
ότι: «... χωρίς δικηγόρο μπορούν οι διάδικοι να παρίστανται κατά την § 2 της
ΚΠολΔ 94 μόνο στις μικροδιαφορές και προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου, οπότε
κατ’ αρχήν συμπεριλαμβάνονται και οι υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων ...».
Επίσης, ο Κ ο μ π ο λ ί τ η ς στην ημερίδα της ΕΔΕ με θέμα «Οι τροποποιήσεις
του ΚΠολΔ» εξέφρασε τη γνώμη ότι η έννοια του επικείμενου κινδύνου στο άρθρο 94
«μπορεί να καλύψει υπό προϋποθέσεις την κατάργηση στα ασφαλιστικά μέτρα»
[10]
Φ ο ύ ρ κ α ς Β., Η εφαρμογή του άρθρ. 94 ΚΠολΔ μετά τις τροποποιήσεις του ν.
4335/2015 (πότε επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση διαδίκου προς επιχείρηση
διαδικαστικών πράξεων στην πολιτική δίκη), ΕΠολΔ 2016. 188.
[11]
ΝοΒ 2016. 2075 επ
[12]
Φ ο ύ ρ κ α ς Β., ό.π., σ. 184
[13]
. Γ ε ω ρ γ ί ο υ Κ., Η ικανότητα προς το δικολογείν: ιστορική διαδρομή της
ΚΠολΔ 94 και το πρόβλημα της ικανότητας προς το δικολογείν στη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων, ΕλλΔνη 1/2016(57). 137.
[14]
Αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015 σ. 3
[15]
Αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015 σ. 4.
[16]
Γ ε ω ρ γ ί ο υ Κ., ό.π., σ. 131
[17]
. Γ ε ω ρ γ ί ο υ Κ., ό.π., σ. 131.
[18]
ΑΠ 1368/2008, ΕλλΔνη 2011. 454 επ· ΑΠ 632/ 2004, ΕλλΔνη 2006. 129· ΑΠ 898/2002
ΕλλΔνη 2002. 1643.
Σχόλια