Οι πρακτικές εισπρακτικής εταιρίας εμπίπτουν στην έννοια "προϊόν" της Οδηγίας για τις Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές (ΔΕΕ)

Σημαντική απόφαση εξέδωσε το Δικαστήριο της ΕΕ στην υπόθεση C-357/16 («Gelvora» UAB κατά Valstybinė vartotojų teisių apsaugos tarnyba) αναγνωρίζοντας ότι η έννομη σχέση μεταξύ εταιρίας είσπραξης οφειλών και οφειλέτη, ο οποίος δεν εκπλήρωσε τις απορρέουσες από σύμβαση καταναλωτικής πίστης υποχρεώσεις του, σε περίπτωση που η σχετική απαίτηση εκχωρήθηκε στην εταιρία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας για τις Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές καθώς και ότι οι πρακτικές τις οποίες χρησιμοποιεί η εισπρακτική εταιρία προκειμένου να εισπράξει την οφειλή εμπίπτουν στον όρο «προϊόν», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής. Επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι στο πλαίσιο αυτό, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η οφειλή επιβεβαιώθηκε με δικαστική απόφαση και ότι η απόφαση αυτή διαβιβάσθηκε σε δικαστικό επιμελητή προς εκτέλεση.
Ιστορικό:
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η Gelvora, ιδιωτική εταιρία είσπραξης οφειλών, συνήψε με τράπεζες συμβάσεις εκχώρησης απαιτήσεων, δυνάμει των οποίων απέκτησε ενοχικές απαιτήσεις, απορρέουσες από συμβάσεις καταναλωτικής πίστης που είχαν συνάψει οι εκχωρούσες τράπεζες με τους καταναλωτές.
Στηριζόμενη στις συμβάσεις εκχώρησης που είχε συνάψει, η Gelvora άσκησε κατά των οφειλετών αγωγές για την είσπραξη των απαιτήσεων, σε ορισμένες περιπτώσεις παράλληλα με διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης που είχαν κινήσει δικαστικοί επιμελητές, βάσει τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, τέσσερις καταναλωτές προσέφυγαν ενώπιον της υπηρεσίας κατά της Gelvora. Η υπηρεσία επέβαλε κυρώσεις στην Gelvora διότι είχε παραβεί τις εθνικές διατάξεις σχετικά με την απαγόρευση των εμπορικών πρακτικών που κρίνονται αθέμιτες.
Η υπηρεσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εμπορικές πρακτικές της Gelvora στοιχειοθετούσαν παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του νόμου περί απαγόρευσης των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών προς τους καταναλωτές και της επέβαλε πρόστιμο ύψους 3.475,44 ευρώ.
Η Gelvora άσκησε ενώπιον του περιφερειακού πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου του Βίλνιους, στη Λιθουανία προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της υπηρεσίας.
Με απόφαση της 18ης Μαΐου 2015, το ανωτέρω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της εισπρακτικής εταιρίας ως αβάσιμη, διαπίστωνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η σχέση μεταξύ των οφειλετών και της Gelvora ήταν σχέση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και έκρινε ότι η εταιρία αυτή αποτελούσε επαγγελματία που παρέχει στους καταναλωτές προϊόν ή υπηρεσία, ήτοι τη διαχείριση οφειλών.
Η Gelvora άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Λιθουανίας, το οποίο εκτιμά ότι η επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
Προδικαστικό Ερώτημα:
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο της ΕΕ το προδικαστικό ερώτημα κατά πόσον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές η έννομη σχέση μεταξύ ιδιωτικής εταιρίας είσπραξης οφειλών και οφειλέτη ο οποίος δεν εκπλήρωσε τις απορρέουσες από σύμβαση καταναλωτικής πίστης υποχρεώσεις του, σε περίπτωση που η σχετική απαίτηση εκχωρήθηκε στην εταιρία αυτή, και, εφόσον η απάντηση στο ως άνω ερώτημα είναι καταφατική, κατά πόσον οι πρακτικές τις οποίες χρησιμοποιεί η εταιρία προκειμένου να εισπράξει την οφειλή εμπίπτουν στον όρο «προϊόν», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί εν συνεχεία να διευκρινιστεί κατά πόσον ισχύει η ίδια απάντηση σε περίπτωση που η ύπαρξη της οφειλής επιβεβαιώθηκε με δικαστική απόφαση η οποία διαβιβάσθηκε σε δικαστικό επιμελητή προς εκτέλεση.
Η Απόφαση του ΔΕΕ:
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, όσον αφορά, το ζήτημα κατά πόσον δραστηριότητα είσπραξης οφειλών μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει, με ιδιαιτέρως ευρεία διατύπωση, τις «εμπορικές πρακτικές» ως «κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές» (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, CHS Tour Services, C‑435/11, EU:C:2013:574, σκέψη 27).
Αφετέρου, τονίζει το ΔΕΕ, «βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που ασκεί επιχείρηση ακόμη και εκτός οιασδήποτε συμβατικής σχέσης, δηλαδή πριν ή μετά τη σύναψη σύμβασης, ή κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της.
 Ως εκ τούτου, η φράση «άμεσα συνδεόμενη με την πώληση ενός προϊόντος» καλύπτει κάθε μέτρο που ελήφθη σε σχέση όχι μόνον με τη σύναψη σύμβασης, αλλά και με την εκτέλεσή της και, μεταξύ άλλων, τα μέτρα που ελήφθησαν για την είσπραξη της πληρωμής του προϊόντος.
Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι εκχωρηθείσες στην Gelvora απαιτήσεις απορρέουν από την παροχή υπηρεσίας, ήτοι την παροχή πίστωσης, η αντιπαροχή της οποίας συνίσταται στην επιστροφή της πίστωσης μέσω της καταβολής δόσεων προσαυξημένων με το προκαθορισθέν επιτόκιο.
Ως εκ τούτου, δραστηριότητες είσπραξης οφειλών, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορούν να εκληφθούν ως «προϊόν» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
Την ως άνω διαπίστωση δεν κλονίζει το γεγονός, στο οποίο αναφέρονται το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, ότι τα μέτρα είσπραξης λαμβάνονται από νομικό πρόσωπο το οποίο απέκτησε αξίωση έναντι καταναλωτή κατόπιν της εκχώρησής της από τον αρχικό δανειστή και το οποίο ενεργεί έναντι του καταναλωτή αυτού ως επαγγελματίας.
Πράγματι, καίτοι μια εταιρία είσπραξης οφειλών, όπως η Gelvora, δεν παρέχει στον καταναλωτή υπηρεσία καταναλωτικής πίστης αυτή καθαυτήν, εντούτοις, η δραστηριότητα που ασκεί, ήτοι η είσπραξη των απαιτήσεων που της εκχωρήθηκαν, εμπίπτει στην έννοια της –ενδεχομένως αθέμιτης– «εμπορικής πρακτικής», κατά την έννοια της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, εφόσον τα μέτρα που λαμβάνει είναι ικανά να επηρεάσουν την απόφαση του καταναλωτή σε σχέση με την πληρωμή του προϊόντος.
Στο πλαίσιο αυτό, στο έγγραφο με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εκτέλεση/εφαρμογή της οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές», της 25ης Μαΐου 2016 [SWD(2016) 163 τελικό], η Επιτροπή αναφέρει ότι οι δραστηριότητες είσπραξης οφειλών θα έπρεπε να θεωρούνται εμπορικές πρακτικές μετά την πώληση. Επιπλέον, από τα παραδείγματα που παραθέτει η Επιτροπή στο έγγραφο αυτό προκύπτει ότι πολλά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα φρονούν ότι οι δραστηριότητες των εταιριών είσπραξης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.
Αφενός, οι όροι είσπραξης της οφειλής ενός καταναλωτή ενδέχεται να έχουν σημασία διότι δύνανται να επηρεάσουν καθοριστικά την απόφαση του καταναλωτή να συνάψει σύμβαση, κυρίως οσάκις τα μέτρα που λαμβάνονται ενόψει της είσπραξης είναι του είδους των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης.
Αφετέρου, τυχόν μη εφαρμογή της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές όσον αφορά τις ενέργειες για την επιστροφή της πίστωσης σε περίπτωση εκχώρησης απαιτήσεων θα μπορούσε να διακυβεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της προστασίας που παρέχει στους καταναλωτές η οδηγία αυτή, καθότι οι επαγγελματίες θα επιχειρούσαν ενδεχομένως να διαχωρίσουν το στάδιο είσπραξης, ούτως ώστε να μην υπόκεινται στις προστατευτικές διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.
Τέλος, για τον ίδιο λόγο, το γεγονός ότι το απαιτητό της οφειλής επιβεβαιώθηκε με δικαστική απόφαση και ότι η εταιρία είσπραξης οφειλών λαμβάνει, παράλληλα με τη διαδικασία αυτή εκτέλεσης, άλλα αυτοτελή μέτρα είσπραξης δεν έχει καμία επίπτωση στην απάντηση που δόθηκε.
Συγκεκριμένα, πέραν του γεγονότος ότι η λήψη τέτοιων μέτρων παράλληλα προς μια επίσημη διαδικασία εκτέλεσης μέσω δικαστικού επιμελητή ενδέχεται να παραπλανήσει τον οφειλέτη σε σχέση με το είδος της έναντι αυτού διαδικασίας, η πρακτική αποτελεσματικότητα της προστασίας που εξασφαλίζει στον καταναλωτή η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές απαιτεί να υπόκειται ο επαγγελματίας, ο οποίος αποφάσισε να ενεργήσει αυτόνομα ενόψει της είσπραξης των οφειλών, στις διατάξεις της οδηγίας αυτής για τα μέτρα εκείνα που λαμβάνει ιδία πρωτοβουλία, παράλληλα προς μια διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης».
Ενόψει των παραπάνω σκέψεων, το ΔΕΕ κατέληξε στο ότι η οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές), έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της η έννομη σχέση μεταξύ εταιρίας είσπραξης οφειλών και οφειλέτη ο οποίος δεν εκπλήρωσε τις απορρέουσες από σύμβαση καταναλωτικής πίστης υποχρεώσεις του, σε περίπτωση που η σχετική απαίτηση εκχωρήθηκε στην εταιρία αυτή. Οι πρακτικές τις οποίες χρησιμοποιεί η εταιρία αυτή προκειμένου να εισπράξει την οφειλή εμπίπτουν στον όρο «προϊόν», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η οφειλή επιβεβαιώθηκε με δικαστική απόφαση και ότι η απόφαση αυτή διαβιβάσθηκε σε δικαστικό επιμελητή προς εκτέλεση.

Σχόλια