Άρειος Πάγος, αρ. απόφασης 321/2017: Αμοιβή δικηγόρου στην αναγκαστική απαλλοτρίωση - Διαταγή
πληρωμής - Διάκριση μεταξύ της δικηγορικής αμοιβής, η οποία πάντοτε είναι
πληρωτέα από τον εντολέα του δικηγόρου με βάση τη σχέση έμμισθης εντολής και
της δικαστικής δαπάνης που επιδικάζεται από το δικαστήριο, στην οποία
περιλαμβάνεται και η δικηγορική αμοιβή και αποτελεί βέβαια το μεγαλύτερο μέρος
αυτής, η οποία εντούτοις ανήκει στο διάδικο και όχι στο δικηγόρο του. Ο μη
καθορισμός της αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων στη
δίκη περί καθορισμού προσωρινής ή οριστικής μονάδος αποζημίωσης ένεκα
απαλλοτριώσεως, δεν επηρεάζει την εσωτερική σχέση (έμμισθη εντολή) πληρεξουσίου
δικηγόρου και πελάτη. Διάταξη ουσιαστικού δικαίου είναι και η διάταξη του
άρθρου 58 ΚΠολΔ. Απόρριψη λόγου εφέσεως με τον οποίο παραπονείτο ο αναιρεσείων
για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως του
αναιρεσιβλήτου στην πληρωμή της αμοιβής του, ως δικηγόρου, που ύστερα από
σχετική εντολή του τελευταίου (αναιρεσιβλήτου) άσκησε την αίτηση για καθορισμό
οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως για το απαλλοτριωθέν ακίνητό του και
προέβη και στις λοιπές αναφερόμενες στην αίτηση για έκδοση της διαταγής
πληρωμής δικαστικές ενέργειες. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του
άρθρου 560 ΚΠολΔ. Η αμοιβή για την οποία ζητήθηκε και εκδόθηκε η ένδικη διαταγή
πληρωμής, είναι η αμοιβή που οφείλεται με βάση την εσωτερική σχέση έμμισθης
εντολής μεταξύ αναιρεσείοντος και αναιρεσιβλήτου, προς εκτέλεση των
αναφερομένων ανωτέρω δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών, σχετικών με τον
προσδιορισμό και την είσπραξη της αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντος ακινήτου του
αναιρεσιβλήτου, για την καταβολή της οποίας στον αναιρεσείοντα δικηγόρο
νομιμοποιείται παθητικά ο αναιρεσίβλητος εντολέας του και όχι η αμοιβή που ως
μέρος της «πλήρους» αποζημιώσεως του απαλλοτριωθέντος βαρύνει τον υπόχρεο
καταβολής της αποζημιώσεως, για την είσπραξη της οποίας νομιμοποιείται μόνο ο
καθ' ου η απαλλοτρίωση και όχι ο εντολοδόχος αυτού δικηγόρος.
“Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.2, 38, 39, 46, 49,
63, 91, 92, 94 170 και 248 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), σε
συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 επ. ΑΚ προκύπτει, ότι ο
δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και μη διατελώντας σε
σχέση εξαρτήσεως, είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ενώ η μεταξύ τους σχέση
χαρακτηρίζεται ως αμειβόμενη εντολή και δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του
αμοιβή για κάθε εργασία δικαστική ή εξώδικη. Η αμοιβή του δικηγόρου για τις
υπηρεσίες που προσέφερε καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολέα
του, ο οποίος οφείλει την αμοιβή, εφόσον έδωσε εντολή επ ονόματι και για
λογαριασμό του, ανεξάρτητα από το αν είναι διάδικος.
Αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία, το ελάχιστο της αμοιβής
ορίζεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. Κώδικα Δικηγόρων (ΑΠ 939/2013,
917/2013, 1687/2012, 1778/2011, 2073/2007). Η ως άνω σύμβαση για τον καθορισμό
της αμοιβής του δικηγόρου επιτρέπεται να καταρτισθεί ρητώς ή σιωπηρώς και
σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 2 του ως άνω Κώδικα αποδεικνύεται με κάθε είδους
έγγραφα, με απλές επιστολές, καθώς και με όρκο και ομολογία.
Περαιτέρω, με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 1093/1980 ορίστηκε
ότι "η ως άνω διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 161 του Δικηγορικού
Κώδικα εφαρμόζεται και επί των δικηγορικών αμοιβών εξ αναγκαστικών
απαλλοτριώσεων κατά την ειδικήν διαδικασίαν προσδιορισμού τιμής μονάδος. Εφόσον
η δικηγορική αμοιβή έχει καθορισθεί κατά την παράγραφον 3 του άρθρου 92 του
ν.δ. 3026/1954, αύτη δεν δύναται να είναι κατωτέρα των υπό των άρθρων 100 και
επόμενα προβλεπομένων ελαχίστων ορίων".
Στη συνέχεια η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν.
1093/1980 ορίζει ότι "αι διατάξεις των άρθρων 178 και 179 του Κώδικος
Πολιτικής Δικονομίας δεν εφαρμόζονται επί δικών διεξαγομένων κατά την ειδικήν
διαδικασίαν περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Η δικαστική δαπάνη επιβάλλεται
πάντοτε πλήρης, αποκλειστικώς δε εις βάρος του υποχρέου προς αποζημίωσιν,
επιφυλασσομένων των διατάξεων του ν.δ. 446/1974. Το δικαστήριον εν πάση περιπτώσει
προσδιορίζει την αμοιβήν του παραστάντος δικηγόρου εκατέρου των μερών
διακεκριμένως, υπολογιζομένην βάσει του κατά την παράγραφον 3 του άρθρου 92 του
ν.δ. 3026/1954 καταρτισθέντος συμφωνητικού, ή εν ελλείψει τούτου κατά τας
διατάξεις των άρθρων 100 επόμ. του αυτού νομοθετικού διατάγματος".
Εξ άλλου κατά το άρθρο 114 παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων
προκειμένου για αίτηση προσδιορισμού αποζημιώσεως απαλλοτριουμένων για δημόσια
ανάγκη ή ωφέλεια ακινήτων, το ελάχιστο όριο της αμοιβής κανονίζεται από το άρθρο
100 με βάση την αξία των ακινήτων.
Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 1093/1980,
που προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 10 του ν. 1868/1989, των παρ.5 και 6 του
ίδιου άρθρου του ν. 1093/1980, ο προσδιορισμός της αμοιβής των δικηγόρων που
παραστάθηκαν στη δίκη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι ανεξάρτητος της
δικαστικής δαπάνης και δεν αποτελεί επιδίκαση υπέρ του διαδίκου που νίκησε,
ούτε καταδίκη στη δαπάνη αυτή του υποχρέου στην καταβολή της αποζημιώσεως, αλλά
συνιστά απλό καθορισμό της αμοιβής των δικηγόρων που παρέστησαν για το σκοπό
της υπαγωγής της αμοιβής αυτής στο καθεστώς της παρακράτησης ορισμένου ποσοστού
προς κάλυψη των εξόδων και ενίσχυση του ειδικού λογαριασμού του οικείου
Δικηγορικού Συλλόγου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 επ. και 98
επ. του Κώδικα περί δικηγόρων και των άρθρων 176, 177 και 189 ΚΠολΔ προκύπτει
ότι, άλλη είναι η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου και άλλη η εις το διάδικο
επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, στην καταβολή της οποίας καταδικάζεται ο αντίδικός
του με τη δικαστική απόφαση. Τούτο διότι η πρώτη, η αμοιβή του πληρεξουσίου
δικηγόρου, ανάγεται στην εσωτερική εκ της εντολής σχέση, η οποία συνδέει τον
πληρεξούσιο δικηγόρο με τον πελάτη του και καθορίζεται κατά την μεταξύ τους
συμφωνία (άρθρο 92 του Κώδικα δικηγόρων), εφόσον αυτή είναι έγκυρη, εν ελλείψει
δε τέτοιας έγκυρης συμφωνίας κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατιμήσεις αμοιβής
των δικηγόρων (άρθρο 98 παρ.1 Κωδ. Δικ.)
Αντίθετα η δεύτερη, ήτοι η αποδοτέα δικαστική δαπάνη
καθορίζεται κατά τις περί αυτής διατάξεις του άρθρου 189 ΚΠολΔ, κατά την οποία
αποδίδονται μόνο τα αναγκαία προς διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης δικαστικά
έξοδα και περιλαμβάνει τα δαπανήματα που καθορίζονται σ
αυτή. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να γίνεται σαφώς διάκριση μεταξύ της
δικηγορικής αμοιβής, η οποία πάντοτε είναι πληρωτέα από τον εντολέα του
δικηγόρου με βάση τη σχέση έμμισθης εντολής και της δικαστικής δαπάνης που
επιδικάζεται από το δικαστήριο, στην οποία περιλαμβάνεται και η δικηγορική
αμοιβή και αποτελεί βέβαια το μεγαλύτερο μέρος αυτής, η οποία εντούτοις ανήκει
στο διάδικο και όχι στο δικηγόρου του (ΑΠ 939/2013, 2073/2007).
Ο μη καθορισμός της αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων
αμφοτέρων των διαδίκων στη δίκη περί καθορισμού προσωρινής ή οριστικής μονάδος
αποζημίωσης ένεκα απαλλοτριώσεως, δεν επηρεάζει την εσωτερική σχέση (έμμισθη
εντολή) πληρεξουσίου δικηγόρου και πελάτη, η οποία ρυθμίζεται σε περίπτωση
ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας από τους όρους αυτής, άλλως ρυθμίζεται από τις
διατάξεις του Κώδικα των Δικηγόρων καθόσον η επιδίωξη της αμοιβής με βάση την
εσωτερική σχέση πληρεξουσίου δικηγόρου και εντολέα του είναι ανεξάρτητη από
αυτή (ΑΠ 2073/2007) και κατά συνέπεια δεν δημιουργείται αξίωση του δικηγόρου
του δικαιούχου της αποζημίωσης κατά του αντιδίκου του εντολέως του και
αντίστοιχη υποχρέωση αυτού για την καταβολή της αμοιβής του (ΑΠ 939/2013).
Ο δικηγόρος μπορεί να επιδιώξει την αμοιβή του αυτή,
ασκώντας σχετική αγωγή, που εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων
677 επ. ΚΠολΔ. (ΑΠ 143/2014, 917/2013, 1687/2012, 1778/2011, 2073/2007). Αν,
όμως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκδόσεως διαταγής πληρωμής, δηλαδή απαίτηση η
οποία προκύπτει από έγγραφο, η οποία (απαίτηση) δεν εξαρτάται από αίρεση,
προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων που οφείλεται είναι
ορισμένο ( άρθρα 623 και 624 Κ.Πολ.Δ.), μπορεί να ζητήσει την επιδίκαση της
δικηγορικής του αμοιβής και με διαταγή πληρωμής (ΑΠ 2073/2007).
Η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής
αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ και ασκείται όπως η
αγωγή. Το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλες τις
ενστάσεις κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, ενώ στην ανοιγόμενη με την
ανακοπή δίκη δεν εκδικάζεται η καθόλου υπόθεση, αλλά στο μέτρο των λόγων της
ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι με το αίτημα της ανακοπής,
προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το
αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (ολ. ΑΠ 10/1997, ΑΠ 294/2014,
2073/2007)...
...Mε το άρθρο 17 παρ. 4 του ν.δ. 797/1971 περί αναγκαστικών
απαλλοτριώσεων, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 του ν.δ.
446/1974, η δικαστική δαπάνη βαρύνει τον υπόχρεο προς καταβολή της αποζημίωσης
και επιδικάζεται πάντοτε από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση που καθορίζει
την αποζημίωση. Όμοια ρύθμιση περιέχεται στο άρθρο 9 παρ. 5 του νόμου
1093/1980. Με τις νεότερες διατάξεις των παραγράφων 1, 1α και 6 του άρθρου 9
του νόμου 1093/1980, η δεύτερη των οποίων προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 10 του
νόμου 1868/1989, ορίστηκε: 1) ότι οι αμοιβές των δικηγόρων των διαδίκων, που
αξιώνουν κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο, εμπίπτουν
στους διανεμητικούς λογαριασμούς, που συστήθηκαν στους κατά τόπους Δικηγορικούς
Συλλόγους με το άρθρο 161 παρ. 7 του Κώδικα Δικηγόρων, που προστέθηκε με το
άρθρο 25 παρ.2 του νόμου 723/1977, 2) ότι το δικαστήριο, με την ίδια απόφαση με
την οποία ορίζει την αποζημίωση, προσδιορίζει και την αμοιβή του δικηγόρου του
καθ ου η απαλλοτρίωση, όχι βάσει της κατά τα
άρθρα 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων προβλεπόμενης νόμιμης αμοιβής, αλλά με βάση
το ποσοστό που καθορίζεται για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο από τον Υπουργό
Δικαιοσύνης ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου
Δικηγορικού Συλλόγου, και 3) ότι ο υπόχρεος προς αποζημίωση ή το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων οφείλουν να παρακρατούν από το ποσό της αποζημίωσης,
το ποσό της αμοιβής που προκύπτει με βάση το ως άνω ποσοστό, ως αμοιβή του
πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης, και να το αποδίδουν στο
Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει ο δικαιούχος δικηγόρος. Ενόψει όμως της ως
άνω συνταγματικής αρχής η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης, το δε ποσό αυτής
πρέπει να περιέρχεται στο δικαιούχο ακέραιο και αλώβητο. Μέρος δε αυτής
αποτελούν και τα δικαστικά έξοδα, αφού ο καθ ου
η απαλλοτρίωση αναγκαίως υποβάλλεται σε αυτά για να επιτύχει τον καθορισμό της
αποζημίωσης, που δικαιούται να λάβει. ’ρα αυτά, στα οποία περιλαμβάνεται και η
αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του (άρθρο 189 ΚΠολΔ), αποτελούν
παρακολούθημα της αποζημίωσης, προσαυξάνουν το ποσό της και βαρύνουν, όπως και
εκείνη, τον υπόχρεο στην καταβολή της. Πρέπει συνεπώς να επιδικάζονται σε βάρος
του υποχρέου και να περιέρχονται στο δικαιούχο της αποζημίωσης. Η δικηγορική
αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης που πρέπει να
επιδικαστεί και να περιέλθει σε αυτόν συνίσταται στο ποσό, το προκύπτον κατ εφαρμογήν των οικείων διατάξεων του Κώδικα των Δικηγόρων
(άρθρα 100 επ.). διότι αυτό αποτελεί τη νόμιμη αμοιβή, άρα τη δαπάνη στην οποία
αναγκαίως αυτός υποβάλλεται. Για το λόγο αυτό, κατά τον καθορισμό της
δικηγορικής αμοιβής, αφενός δεν λαμβάνεται υπόψη τυχόν ιδιαίτερη με τον
δικηγόρο συμφωνία (εργολαβία δίκης) και αφετέρου το ποσό αυτής δεν υπόκειται σε
συμψηφισμό, ούτε σε μείωση ή περιορισμό, κατά το άρθρο 22 του νόμου 3693/1957,
αφού έτσι ο δικαιούχος θα επιβαρυνόταν με τη διαφορά, με αποτέλεσμα τη
φαλκίδευση του ποσού της αποζημίωσης. Για τον ίδιο λόγο δεν επιτρέπεται να
ορισθεί ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης
ποσό άλλο, και μάλιστα με βάση ποσοστό επί της αποζημίωσης, το οποίο ορίζεται,
κατά Δικηγορικό Σύλλογο, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, προκειμένου αυτό
να αφαιρεθεί από την καταβλητέα στο δικαιούχο αποζημίωση και να περιέλθει στον
οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για να διανεμηθεί στα μέλη του. Διότι έτσι το ποσό
της αποζημίωσης φαλκιδεύεται, αφού ο καθ ου
η απαλλοτρίωση επιβαρύνεται με τη διαφορά μεταξύ της νόμιμης δικηγορικής
αμοιβής, που αναγκαίως θα πληρώσει στον δικηγόρο του, και εκείνης, η οποία
προκύπτει βάσει του κανονιστικώς προβλεπομένου ποσοστού, η οποία και
παρακρατείται. Ο εκκαλών με σχετικό λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι έσφαλε το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχτηκε το σχετικό λόγο ανακοπής περί έλλειψης
παθητικής νομιμοποίησης στο πρόσωπο του καθ ου
η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής-ανακόπτοντος και ήδη εφεσιβλήτου και
ακύρωσε την προσβληθείσα υπό του τελευταίου υπ
αριθ. 575/2008 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κορίνθου. Πλην όμως με βάση τα
αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη, ο σχετικός λόγος
εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς πράγματι στην προκείμενη
περίπτωση υπόχρεος προς καταβολή της δικηγορικής αμοιβής δεν ήταν ο καθ ου η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής-ανακόπτων και ήδη
εφεσίβλητος αλλά το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, δαπάναις του
οποίου κηρύχθηκε η σχετική αναγκαστική απαλλοτρίωση".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο,
απέρριψε το σχετικό λόγο εφέσεως με τον οποίο παραπονείτο ο αναιρεσείων για την
ακύρωση της διαταγής πληρωμής, για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως του
αναιρεσιβλήτου στην πληρωμή της αμοιβής του, ως δικηγόρου, που ύστερα από
σχετική εντολή του τελευταίου (αναιρεσιβλήτου) άσκησε την αίτηση για καθορισμό
οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως για το απαλλοτριωθέν ακίνητό του και
προέβη και στις λοιπές αναφερόμενες στην αίτηση για έκδοση της διαταγής
πληρωμής δικαστικές ενέργειες και την έφεση στο σύνολό της επικυρώνοντας την
πρωτόδικη απόφαση. Με την κρίση του αυτή το ως εφετείο δικάσαν Πολυμελές
Πρωτοδικείο Κορίνθου, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 91, 92, 98,100 παρ.1,
107, 110 και 114 του Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) και 68 ΚΠολΔ, αφού η
αμοιβή για την οποία ζητήθηκε και εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, είναι η
αμοιβή που οφείλεται με βάση την εσωτερική σχέση έμμισθης εντολής μεταξύ
αναιρεσείοντος και αναιρεσιβλήτου, προς εκτέλεση των αναφερομένων ανωτέρω
δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών, σχετικών με τον προσδιορισμό και την είσπραξη
της αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντος ακινήτου του αναιρεσιβλήτου, για την καταβολή
της οποίας στον αναιρεσείοντα δικηγόρο νομιμοποιείται παθητικά ο αναιρεσίβλητος
εντολέας του και όχι η αμοιβή που ως μέρος της "πλήρους" αποζημιώσεως
του απαλλοτριωθέντος βαρύνει τον υπόχρεο καταβολής της αποζημιώσεως, για την
είσπραξη της οποίας νομιμοποιείται μόνο ο καθ ου
η απαλλοτρίωση και όχι ο εντολοδόχος αυτού δικηγόρος. Επομένως ο μοναδικός από
το άρθρο 560 αριθ. 1 λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη
απόφαση η πλημμέλεια της κατά παραβίαση των διατάξεων αυτών απορρίψεως του
σχετικού λόγου εφέσεως και της ίδιας της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατουσίαν και επικυρώσεως της πρωτόδικης 135/2010 αποφάσεως του
Ειρηνοδικείου Κορίνθου με την οποία είχε, κατά παραδοχή σχετικού λόγου ανακοπής
του αναιρεσιβλήτου, ακυρωθεί η 575/2008 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη
Κορίνθου, για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως του αναιρεσιβλήτου στην καταβολή
της αμοιβής του αναιρεσείοντος δικηγόρου του, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει
δεκτός”. (dsanet.gr)
Σχόλια