Η αλήθεια και η δίκη είναι δύο έννοιες που μοιάζουν να ακολουθούν αντίθετους δρόμους, παρά το γεγονός ότι η πρώτη θα έπρεπε να είναι ο σκοπός της δεύτερης και παρά το ότι η επίκληση της πρώτης στη διάρκεια της δεύτερης είναι συνεχής και επαναλαμβανόμενη. Τόσο στις πολιτικές δίκες όσο και στις ποινικές ο ανταγωνισμός μεταξύ των παραγόντων της διαδικασίας επικεντρώνεται συνήθως στην διαστρέβλωση και παραποίησή της αλήθειας ώστε να καταστεί βολική και τελικά να γίνει δεκτή από τον τελικό κριτή, που είναι ο δικαστής.
Οι μάρτυρες ως επί το πλείστον προετοιμάζονται, αν δεν κατασκευάζονται, να καταθέσουν αυτά που το κάθε μέρος επιθυμεί να αποδειχθούν. Η αλήθεια στη μαρτυρία τους μοιάζει πολλές φορές να χάνεται ή να υποβαθμίζεται σε λεπτομέρειες που όμως για τις ανάγκες της δίκης είναι καθοριστικές. Μια παρέκκλιση στο λεπτό της ώρας μπορεί να επηρεάσει την ετυμηγορία, μια παράλειψη ενός φαινομενικά ασήμαντου γεγονότος μπορεί να ανατρέψει τη δικανική πεποίθηση.
Οι δικηγόροι, μάστορες στην κατασκευή της ευνοϊκής κάθε φορά αλήθειας, της εκδοχής αυτής που θα διευκολύνει την εκδοχή του πελάτη τους , πολλές φορές δεν γνωρίζουν ούτε και οι ίδιοι την πραγματική αλήθεια, κάτι που σε συνδυασμό με τον καθήκον υπεράσπισης, τους απαλλάσσει από κάθε ενδοιασμό ή συνειδησιακό προβληματισμό να την παρουσιάσουν όπως εκείνοι θέλουν.
Οι αντίδικοι ή ο κατηγορούμενος, ετοιμοπόλεμοι κι εκείνοι στη μάχη να πείσουν τους δικαστές για τη δική τους αλήθεια, μια αλήθεια που περιέχει μικρά ή μεγάλα ψεύδη, καθοριστικές ή ασήμαντες παραλείψεις, έχουν εναποθέσει τη τύχη τους στους δικηγόρους τους και στους μάρτυρές τους που θα «χτίσουν» την ιστορία τους.
Τέλος, οι δικαστές κρίνουν επί όσων ακούστηκαν και παρουσιάστηκαν είτε εγγράφως είτε προφορικά ενώπιον τους, έχοντας χάσει από την αρχή τη μάχη της διάγνωσης της πραγματικής αλήθειας και μοιραία θα καταλήξουν να εγκρίνουν τη θέση εκείνου που χειρίστηκε με δικονομικούς όρους καλύτερα το παιχνίδι της παρουσίασης της αλήθειας του ή έστω θα συμβιβάσουν τις αντίθετες θέσεις σε μια κοινή συνισταμένη που πιθανότατα όμως δεν θα ναι η πλήρης αλήθεια.
Σε αυτή τη θεώρηση της δίκης ως ανθρώπινου μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης, εξέχοντα ρόλο κατέχει η δύναμη. Η ισχύς του κάθε παράγοντα, που μπορεί να συνίσταται στον πλούτο ή/και την εξουσία, θα προσπαθήσει να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα.
Στην πράξη μάλλον η δίκη ως μάχη για την αλήθεια δείχνει χαμένη ανάλογα με το ποιά συμφέροντα θα υπερισχύσουν. Όπως εύστοχα έχει γράψει ο Έριχ Φρομ, "μερικές φορές συμβαίνει να προωθούνται κάποια συμφέροντα μέσω της ανακάλυψης της αλήθειας, ενώ κάποια άλλα με την καταστροφή της".
"Πάντοτε η διαμάχη σχετικά με την αλήθεια ή την αβασιμότητα ορισμένων πεποιθήσεων είναι ταυτοχρόνως η διαπάλη σχετικά με το δικαίωμα κάποιων να μιλάνε με αυθεντία την οποία κάποιοι άλλοι θα πρέπει να υπακούν. Είναι μια διαμάχη σχετικά με την καθιέρωση ή την επανεπιβεβαίωση των σχέσεων ανωτερότητας και κατωτερότητας, κυριαρχίας και υποταγής, ανάμεσα σε υποστηρικτές πεποιθήσεων", αναφέρει ο Πολωνός κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman όταν αναφέρεται στην «εριστική χρήση» της αλήθειας, που δεν θα έβρισκε καλύτερο τόπο να αναδειχθεί από μια αίθουσα δικαστηρίου.
Σχόλια