Άρειος Πάγος, αρ. απόφασης 1095/2016 (ποιν.): Παράλειψη
ανάγνωσης ποινικού μητρώου: Δεν συνεπάγεται ακυρότητα σύμφωνα με το άρ.577 ΚΠΔ.
Μετατροπή από το Δικαστήριο της ποινής φυλακίσεως, χωρίς ειδική αιτιολόγηση της
κρίσης του για μη αναστολή εκτελέσεως της ποινής αυτής, καθώς η προσβαλλόμενη δεν προσδιορίζει τα
στοιχεία με βάση τα οποία έκρινε ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως
αναγκαία για να αποτρέψουν την κατηγορούμενη από την τέλεση νέων αξιοποίνων
πράξεων. Μη λήψη υπόψη από το Δικαστήριο του πραγματικού και αληθούς
περιεχομένου του ποινικού μητρώου της κατηγορούμενης, η οποία είχε καταδικασθεί
σε συνολική ποινή φυλάκισης 7 μηνών και 15 ημερών, ήτοι σε ποινή μικρότερη από
ένα έτος. Αναιρεί εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση.
«Κατά τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 577 ΚΠοινΔ "το
δελτίο ποινικού μητρώου επισυνάπτεται υποχρεωτικά με ευθύνη του αρμόδιου
γραμματέα σε κάθε δικογραφία για εγκλήματα αρμοδιότητας Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου και άνω, μέσα σε σφραγιστό αδιαφανή φάκελο και αποσφραγίζεται
μόνο μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης του Δικαστηρίου, γενομένης
ειδικής μνείας στα πρακτικά. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατά της
καταδικαστικής απόφασης το δελτίο ποινικού μητρώου σφραγίζεται και πάλι με
ευθύνη του γραμματέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, σε
αδιαφανή φάκελο, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των του προηγουμένου εδαφίου. Τα
αυτά ισχύουν σε περίπτωση επανεκδίκασης της υπόθεσης κατ’ ουσίαν μετ’ αναίρεση.
Η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων από το δικαστικό γραμματέα συνεπάγεται
πειθαρχική ευθύνη αυτού".
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι σε περίπτωση που υπάρχει
στη δικογραφία το δελτίο ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου, το δικαστήριο
υποχρεούται μεν να προβεί στην ανάγνωση αυτού, πλήν όμως, η παράλειψη αυτή δεν
συνεπάγεται καμμία ακυρότητα, αφού δεν απαγγέλεται τέτοια, εκτός αν ζητήθηκε η
ανάγνωση τούτου (ΔΠΜ) από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και το
δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με την αίτηση, που
υποβλήθηκε προς το σκοπό αυτό.
Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως της ενδίκου αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’ ΚΠοινΔ που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι δε διαβάστηκε μετά την περί ενοχής κρίση το δελτίο ποινικού μητρώου και δεν λήφθηκε υπόψη για την επιβολή της ποινής, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης δεν προκύπτει ότι η κατηγορούμενη ή ο συνήγορός της υπέβαλαν αίτημα να αναγνωσθεί πριν από την επιβολή της ποινής το δελτίο ποινικού μητρώου αυτής.
Κατά το άρθρο 99 παρ.1 ΠΚ "Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο, από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση αξιοποίνων πράξεων".
Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως της ενδίκου αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’ ΚΠοινΔ που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι δε διαβάστηκε μετά την περί ενοχής κρίση το δελτίο ποινικού μητρώου και δεν λήφθηκε υπόψη για την επιβολή της ποινής, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης δεν προκύπτει ότι η κατηγορούμενη ή ο συνήγορός της υπέβαλαν αίτημα να αναγνωσθεί πριν από την επιβολή της ποινής το δελτίο ποινικού μητρώου αυτής.
Κατά το άρθρο 99 παρ.1 ΠΚ "Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο, από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση αξιοποίνων πράξεων".
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας,
εφόσον η επιβληθείσα στον κατηγορούμενο ποινή, δεν είναι μεγαλύτερη των τριών
ετών, έχει υποχρέωση να ελέγξει, ακόμη και χωρίς αίτημα, τη συνδρομή των
προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικώς την
τυχόν αρνητική κρίση του, διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας
αιτιολογίας ειδικώς από την τυχόν αρνητική του κρίση, ο από το άρθρο 510 παρ.1
στοιχ.Δ του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, πέραν του ότι υπερβαίνει αρνητικά την
εξουσία του, από την οποία ιδρύεται και ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510
παρ.1 στοιχ.Η του ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με
την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ.501/2015 απόφασή του κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη
για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση και
επέβαλε σ’ αυτήν ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την οποία μετέτρεψε προς
πέντε (5) ευρώ ημερησίως με την αιτιολογία ότι "επειδή από την έρευνα του
χαρακτήρα της κατηγορουμένης που καταδικάστηκε και τις άλλες περιστάσεις το
Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί να την αποτρέψει από την τέλεση
άλλων αξιοποίνων πράξεων (άρθρο 82 ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει) και
ενόψει του ότι δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής καθόσον από το ποινικό μητρώο
της κατηγορουμένης προκύπτει ότι αυτή έχει καταδικασθεί σε συνολική ποινή
φυλάκισης άνω του ενός έτους.
Συντρέχει, επομένως νόμιμη περίπτωση να μετατραπεί η
παραπάνω ποινή. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι η κατά την ανωτέρω διάταξη του
άρθρου 99 παρ.1 του ΠΚ επιβαλλόμενη για την αιτιολόγηση ειδικώς της αρνητικής
κρίσεως του δικαστηρίου, ως προς την αναστολή της μη υπερβαίνουσας τα τρία (3)
έτη ποινής φυλακίσεως, καθόσον η προσβαλλόμενη δεν προσδιορίζει τα στοιχεία με
βάση τα οποία έκρινε ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να
την αποτρέψουν από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων.
Πέραν τούτου δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη
κατά το αληθές και πραγματικό περιεχόμενο του, παρά τη μνημόνευσή του στην
αιτιολογία της αποφάσεως, το αντίγραφο ποινικού μητρώου, καθόσον από την
επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του υπάρχοντος στη
δικογραφία μοναδικού από 12 Μαρτίου 2014 αντιγράφου ποινικού μητρώου για
δικαστική χρήση, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα είχε καταδικασθεί σε συνολική
ποινή φυλάκισης 7 μηνών και 15 ημερών (3μ + 4 μ. και 15 ημέρες) ήτοι σε ποινή
μικρότερη από ένα έτος, ενώ κατά τις παραδοχές της απόφασης, η αναιρεσείουσα
είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως άνω του έτους.
Έτσι, λοιπόν, που έκρινε το ανωτέρω Δικαστήριο υπέπεσε στην από το άρθρο 510
παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠοινΔ πλημμέλεια αλλά και σ’ αυτήν της αρνητικής υπερβάσεως
εξουσίας από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η του ΚΠοινΔ, αφού προέβη στη μετατροπή
της ως άνω ποινής φυλακίσεως, χωρίς να έχει αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του
για μη αναστολή εκτελέσεως της ποινής αυτής.
Επομένως οι σχετικοί ως άνω λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως,
με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή
τους, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς τη διάταξη
της περί μετατροπής της ποινής που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα, να
παραπεμφθεί δε, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση στο ίδιο
δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από
δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως». (areiospagos.gr)
Σχόλια