Αμοιβή δικηγόρου για επίτευξη συμβιβασμού

Άρειος Πάγος, αρ. απόφασης 683/2017: Αμοιβή δικηγόρου σε επίτευξη συμβιβασμού. Η αμοιβή οφείλεται για την πραγματική συμβολή του δικηγόρου στην με αμοιβαίες υποχωρήσεις διάλυση έριδας ή αβεβαιότητας, που υφίστατο μεταξύ των προσώπων τα οποία συμβιβάσθηκαν. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 124 παρ.1 ποσοστιαία αμοιβή δεν οφείλεται για την απλή συμμετοχή του δικηγόρου σε επί μέρους ενέργειες, οι οποίες είτε υπήρξαν άσχετες προς το συμβιβασμό είτε έγιναν μεν στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων που απέβλεπαν σε αυτόν, αλλά δεν οδήγησαν καθ' εαυτές στην επίτευξή του.
“Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 124 παρ.1 του ν.δ. 3026/ 1954 (κώδικας δικηγόρων, που καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 4194/2013, αλλ' εν προκειμένω εφαρμόζεται ως εκ του χρόνου ασκήσεως της ένδικης αγωγής), για τη σύμπραξη δικηγόρου "προς επίτευξιν συμβιβασμού" οφείλεται αμοιβή, της οποίας το ελάχιστο όριο κανονίζεται με βάση το ποσό του συμβιβασμού ή τη χρηματική αποτίμηση των αντικειμένων αυτού και, στην περίπτωση που η σχετική αξία υπερβαίνει το ποσό των 100.000 δραχμών, ορίζεται σε ποσοστό 5% επί της εν λόγω αξίας. 
Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, συνδυαζόμενης με εκείνη του άρθρου 871 ΑΚ, η αμοιβή οφείλεται για την επίτευξη συμβιβασμού, ήτοι για την πραγματική συμβολή του δικηγόρου στην με αμοιβαίες υποχωρήσεις διάλυση έριδας ή αβεβαιότητας, που υφίστατο μεταξύ των προσώπων τα οποία συμβιβάσθηκαν. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 124 παρ.1 ποσοστιαία αμοιβή δεν οφείλεται για την απλή συμμετοχή του δικηγόρου σε επί μέρους ενέργειες, οι οποίες είτε υπήρξαν άσχετες προς το συμβιβασμό είτε έγιναν μεν στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων που απέβλεπαν σε αυτόν, αλλά δεν οδήγησαν καθ' εαυτές στην επίτευξή του (ΟλΑΠ 6/2010, ΑΠ 925/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητος, περί τις αρχές Σεπτεμβρίου 2010, αντιμετώπισε το ζήτημα διάλυσης του γάμου της, έχοντας λάβει εξώδικη παραγγελία του τότε συζύγου της να αποχωρήσει αμέσως από την οικογενειακή στέγη. Ότι τότε, με προτροπή της αδελφής της, η εναγομένη προσήλθε στον εκ των εταίρων της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας δικηγορικής εταιρίας, Γ. Σ., δικηγόρο, από τον οποίο ζήτησε νομική συμβουλή προκειμένου αφ' ενός να παραμείνει στην οικογενειακή στέγη και αφ' ετέρου να διαπιστώσει την έκταση της αξιώσεώς της για συμμετοχή στα αποκτήματα του τότε συζύγου της κατά την 27ετή διάρκεια του γάμου τους. 
Ότι η εναγομένη, αφού ενημερώθηκε από το Γ. Σ. και έχοντας κατά νου την ήδη εκφρασθείσα επιθυμία του τότε συζύγου της για συμβιβαστική επίλυση των διενέξεών τους, ανέθεσε στην ενάγουσα εταιρία να εξαντλήσει τα περιθώρια επίτευξης της κατά το δυνατόν καλύτερης εξώδικης λύσης προκειμένου να διατηρήσει την οικογενειακή στέγη και να έχει ευρεία συμμετοχή στα αποκτήματα. 
Ότι προς την κατεύθυνση αυτή άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με συμμετοχή των δικηγόρων τους. Ότι η ενάγουσα φέρεται ότι κατάρτισε, δια του Γ. Σ., το από 27-10-2010 "σχέδιο συμφωνίας", όπου οι αξιώσεις της εναγομένης εμφανίζονται διογκωμένες (σε σχέση με αυτές που αναφέρονται στη συνέχεια της παρούσας), πλην όμως, αυτό δεν προτάθηκε προς διαπραγμάτευση. 
Ότι, αντιθέτως, η ενάγουσα, δια του Γ. Σ., διαβίβασε προς τον Ι. Ο., δικηγόρο του τότε συζύγου της εναγομένης, το από 7-12-2010 "διάγραμμα ρύθμισης", στο οποίο αναφέρεται ότι ο τελευταίος θα μεταβιβάσει προς την εναγομένη το ακίνητο της οικογενειακής στέγης και θα της καταβάλει μετρητά 4.400.000 ευρώ, εκ των οποίων 400.000 ευρώ ήσαν χρήματα της εναγομένης, ήτοι παροχές προς τις οποίες εκείνος εξ αρχής δεν διαφωνούσε. 
Ότι κατόπιν τέθηκε το ζήτημα ότι το ακίνητο της οικογενειακής στέγης ανήκε στην ιδιοκτησία ανώνυμης εταιρίας ελεγχόμενης από τον τότε σύζυγο της εναγομένης, ότι προς την εναγομένη έπρεπε να γίνει η μεταβίβαση μόνο της επικαρπίας αυτού, ότι η ψιλή κυριότητα έπρεπε να μεταβιβασθεί προς μία των θυγατέρων του ζεύγους και ότι εν όψει των μεταβιβάσεων αυτών, στις οποίες θα έπρεπε να παρεμβληθεί ο τότε σύζυγος της εναγομένης, ήταν απαραίτητο να γίνει φοροτεχνική έρευνα. 
Ότι στο σημείο αυτό οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν και δεν προχώρησαν μέχρι και το τέλος του Φεβρουαρίου 2011. Ότι την 17-3-2011 έγινε η τελευταία κοινή συνάντηση των διισταμένων συζύγων και των δικηγόρων τους, στα γραφεία της ενάγουσας εταιρίας, κατά την οποία δημιουργήθηκε ένταση με αποτέλεσμα ο τότε σύζυγος της εναγομένης με το δικηγόρο του να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις και να αποχωρήσουν. 
Ότι η ένταση, σύμφωνα με την κατάθεση της αδελφής της εναγομένης, οφειλόταν στην εριστική συμπεριφορά του Γ. Σ., προς τον οποίο ο τότε σύζυγος της εναγομένης φέρεται να είπε ότι οδηγεί την πελάτισσά του στην καταστροφή. Ότι, κατόπιν αυτού, ο τότε σύζυγος της εναγομένης διαμήνυσε προς αυτήν ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε διακανονισμό μαζί της, για όσο θα εξακολουθεί να εκπροσωπείται από το Γ. Σ.. 
Ότι ο ίδιος επανέλαβε την προειδοποίηση αυτή με το από 29-3-2011 τηλεομοιότυπο, το οποίο απέστειλε προς τα γραφεία της ενάγουσας εταιρίας και με το οποίο απέδιδε στον Γ. Σ. τη μομφή ότι επιχειρεί "διαστρέβλωση της πραγματικότητας, του πνεύματος και της ουσίας των συζητήσεων προς αναζήτηση συμφωνιών για τη λύση του γάμου με ταχεία διαδικασία" και κατέληγε στην απόφαση ότι "παρέλκει κάθε περαιτέρω συζήτηση μαζί [του]". 
Ότι μετά την εξέλιξη αυτή, περί τις αρχές Απριλίου 2011, η εναγομένη ανακάλεσε προφορικώς την εντολή που είχε δώσει στην ενάγουσα εταιρία, διότι είχε διαπιστώσει την αδυναμία κατάρτισης συμφωνίας με τον τότε σύζυγό της και πίστευε ότι ο δικηγόρος της δεν πρόσφερε τίποτε στην προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης. Ότι την 31-5-2011 η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ για τις μέχρι τότε νομικές υπηρεσίες του Γ. Σ.. Ότι έκτοτε δεν υπήρξε σύμπραξη της ενάγουσας εταιρίας στην υπόθεση της συμβιβαστικής επίλυσης της οικογενειακής διένεξης της εναγομένης.
 Ότι την 14-11-2011 ο Γ. Σ., με επιστολή που απέστειλε προς την εναγομένη, ζήτησε την καταβολή ετέρων 30.000 ευρώ ως υπόλοιπο της αμοιβής του για το σύνολο των ενεργειών του μέχρι την ανάκληση της εντολής. Ότι την 22-11-2011, με τα …87 και …88 συμβόλαια της συμβολαιογράφου … Μ. Κ., μεταβιβάσθηκε προς μεν την εναγομένη λόγω δωρεάς η επικαρπία (με αντικειμενική αξία περίπου 1.780.548 ευρώ), προς δε τη θυγατέρα του ζεύγους, Χ. Μ., λόγω γονικής παροχής η ψιλή κυριότητα της οικογενειακής στέγης, ήτοι του ακινήτου που βρίσκεται στη συμβολή της οδού Θ. με τη δημοτική οδό Κ. και είχε μεταβιβασθεί προηγουμένως από την ανώνυμη εταιρία "... SA" προς τον τότε σύζυγο της εναγομένης. 
Ότι την 5-12-2011 επακολούθησε η δεύτερη συζήτηση της αίτησης συναινετικού διαζυγίου, μετά την οποία εκδόθηκε η 84/13-1-2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για τη λύση του γάμου των ως άνω. Ότι, τέλος, οι τέως σύζυγοι υπέγραψαν το από 14-3-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο πρώην σύζυγος κατέβαλε προς την εναγομένη το ποσό των 4.239.432 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των αξιώσεών της για συμμετοχή στα αποκτήματα αυτού κατά τη διάρκεια του γάμου τους. 
Μετά τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι η ενάγουσα εταιρία, δια του ως άνω δικηγόρου και μέλους αυτής, δεν είχε πραγματική συμβολή στην επίλυση της διένεξης των διισταμένων συζύγων. Διότι οι μεν σύζυγοι ήθελαν εξ αρχής να αποφύγουν την εμπλοκή τους με τα δικαστήρια και να βρουν συμβιβαστική λύση, ο δε δικηγόρος μέλος της ενάγουσας, μέχρι την ανάκληση της προς αυτόν εντολής εκ μέρους της εναγομένης, δεν είχε κατορθώσει να επιτύχει τη συναίνεση του τότε συζύγου της για κάποια από τις συζητούμενες εκδοχές. Αντιθέτως, είχε προκαλέσει την οργή του και την εκ μέρους εκείνου διακοπή των διαπραγματεύσεων, οι οποίες επαναλήφθηκαν μετά από πολλούς μήνες και κατέληξαν σε αίσιο αποτέλεσμα χωρίς τη σύμπραξη του Γ. Σ.. Γι' αυτό και το δικαστήριο της ουσίας έκρινε περαιτέρω ότι η ενάγουσα δικηγορική εταιρία δεν δικαιούται αμοιβή για τη σύμπραξή της στην επίτευξη συμβιβασμού (αλλά ενδεχομένως αμοιβή για εξώδικες ενέργειες κατ' άρθρο 91 παρ.1 του ν.δ. 3026/1954) και, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη 49/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απέρριψε την από 10-5-2012 ένδικη αγωγή στο σύνολό της, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. 
Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 871 ΑΚ και 124 παρ.1 του ν.δ. 3026/1954 και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία με επάρκεια, χωρίς κενά ή αντιφάσεις, παρέθεσε στην απόφασή του. Επομένως, οι πρώτος και έκτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι». (areiospagos.gr)

Σχόλια