Ένα ακόμη άρθρο για τη διαμεσολάβηση ή πως ο «Σαούλ» μπορεί να γίνει «Παύλος»

Γράφει η Αγγελική Νάνου – Καρολίδου, Δικηγόρος
Νέος Νόμος για τη διαμεσολάβηση στο προσκήνιο, βγήκαν πάλι τα «μαχαίρια» από όλους σχεδόν τους παράγοντες της δημόσιας ζωής: τον τύπο, την κυβέρνηση, τους δικηγόρους κατά συλλόγους, κατά παρατάξεις και κατά μόνας, τους δικαστικούς λειτουργούς και πάει λέγοντας.
Είναι όμως τόσο φοβερό και τρομερό αυτό το υποψήφιο νομοθέτημα, το οποίο μας ανάγκασε με την μπουκιά της βασιλόπιτας στο στόμα να διαβάζουμε νομοσχέδια;
Είναι αλήθεια ότι είμαστε ο λαός που ανακάλυψε το επάγγελμα της συγγραφής δικανικών λόγων, δηλαδή της πρώιμης μορφής του δικηγόρου, αλλά και αυτός ο λαός που έβγαλε από τα σπλάχνα του έναν Αριστοφάνη, ο οποίος στις Νεφέλες, προσπαθώντας να διακωμωδήσει το Σωκράτη, εμφανίζει το Στρεψιάδη να προσπαθεί να μάθει  να χειρίζεται  το δίκαιο και τον άδικο λόγο, προκειμένου τούτος να καταφέρει να γλιτώσει από τους δανειστές του στα Δικαστήρια.  
Παρά ταύτα όμως, όλη η δομή του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου του αρχαίου κόσμου, το οποίο αποτελεί τη βάση του δικαίου στη σύγχρονη ηπειρωτική Ευρώπη, είχε και έχει έναν στόχο, την απονομή πραγματικής δικαιοσύνης, μέσω της εξεύρεσης της μόνης αλήθειας, αποσκοπώντας στην ικανοποίηση του αισθήματος δικαίου του θιγέντος, αλλά και της σύγχρονής του κοινωνίας γενικότερα. Απέναντι σε αυτό όλο το δικαιικό σύστημα, το οποίο  εξελίχθηκε στην πορεία των αιώνων, έχοντας πλέον καταστεί  σε όλες τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης πολυδαίδαλο και λεπτομερές, έρχεται να «κλείσει» το μάτι μια άλλη διαδικασία, χαλαρή και ευέλικτη, η οποία έχει ήδη λειτουργήσει  για πολλές δεκαετίες σε χώρες με παράδοση αγγλοσαξωνικού δικαίου και δεν μπορεί  με καμία έννοια να συγκριθεί με τη διαδικασία ενώπιον ενός Δικαστηρίου.  
Είναι αλήθεια ότι η διαμεσολάβηση έχει και αυτή κανόνες, είναι όμως δομημένοι, όπως και όλη η διαδικασία, στο πνεύμα του αγγλοσαξωνικού δικαίου, δηλαδή στη γενική θεώρηση ότι  ό,τι δεν απαγορεύεται, είναι επιτρεπτό. Άλλωστε, στη Μεγάλη Βρετανία που είναι η κοιτίδα του αγγλοσαξωνικού δικαίου, το Habeas Corpus του 1679 αποτελεί ακόμη ρυθμιστικό παράγοντα στα ανθρώπινα δικαιώματα της χώρας.  Όταν λοιπόν ένας θεσμός έχει αυτή τη φιλοσοφία, η οποία στηρίζεται περισσότερο στη νομολογία και την παράδοση και λιγότερο στα νομοθετικά κείμενα, πώς είναι δυνατό να μπορέσουμε να τον υιοθετήσουμε αυτούσιο στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης  που έχουν λεπτομερώς ρυθμισμένα συστήματα απονομής της δικαιοσύνης;  
Αυτονόητο είναι ότι αυτούσια υιοθέτηση του θεσμού της διαμεσολάβησης δεν είναι δυνατή, καθώς  θα υπήρχε κίνδυνος απώλειας  δικαιωμάτων των πολιτών,  πράγμα που καμιά ευνομούμενη πολιτεία δεν  δικαιούται να επιφέρει, ακόμη και με τη δικαιολογία της προσφοράς βοήθειας στη κοινωνία που υποφέρει από την κατ’ ουσίαν αρνησιδικία, λόγω της απίστευτης αργοπορίας των υποθέσεων που εκκρεμούν στις δικαστικές αίθουσες.
Σαφώς απαιτείται προσαρμογή της διαδικασίας διαμεσολάβησης από οποιαδήποτε χώρα, με δικαστικό σύστημα όπως το δικό μας, επιχειρήσει να την εισάγει ή να την προωθήσει στο εσωτερικό της, αφού είναι γεγονός ότι έχει αποδεδειγμένα πλεονεκτήματα: είναι σύντομη, οικονομική και  κατευνάζει τα πάθη της όποιας αντιδικίας σε ακροατήριο Δικαστηρίου, γιατί ακριβώς δεν είναι Δικαστήριο και ο διαμεσολαβητής δεν είναι δικαστής, απλά χρησιμοποιώντας τεχνικές και επιχειρήματα, προσπαθεί  να αναδείξει στα μέρη  (δεν έχουν γίνει ως τότε διάδικοι) τα πλεονεκτήματα που θα έχουν από την επίλυση της διαφοράς τους, στην οποία επίλυση φτάνουν τα μέρη, διά της μαιευτικής (ας μου επιτραπεί, με το «γούτσου - γούτσου»), μόνα τους.   
Όταν όμως μια πολιτεία αποφασίσει ότι θέλει να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα που προανέφερα, θα πρέπει να προχωρήσει σε αυτό με πολλή περίσκεψη και προσοχή, ιδιαίτερα στις ρυθμίσεις του χώρου που η διαδικασία της διαμεσολάβησης και η δικαστηριακή τέμνονται, αφού η ενδεχόμενη αποτυχία της διαδικασίας της διαμεσολάβησης δεν θα πρέπει με καμία έννοια να έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση ή την υπονόμευση της προσφυγής στα Δικαστήρια. 
Πέρα όμως από τις ρυθμίσεις, τις οποίες κάθε δικαιικό σύστημα είναι σε θέση να προβλέψει, αφού υπάρχουν έγκριτοι νομικοί που μπορούν να υλοποιήσουν ένα τέτοιο έργο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα αυτά μπορούν και πρέπει να γίνουν έχοντας ως γνώμονα τους σκοπούς της διαμεσολάβησης, οι οποίοι είναι πρωταρχικά η επίλυση μιας διαφοράς και όχι αποκλειστικά η απονομή ακραιφνούς δικαιοσύνης,  καθώς η ταχεία αποκατάσταση της κοινωνικής  ειρήνης είναι αρκούντως σοβαρός λόγος για να γίνει κανείς  υπέρμαχος της διαμεσολάβησης, ακόμη κι αν η λύση που επιτυγχάνεται δε δικαιώνει το θιγέντα στο σύνολο της προσβολής. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι φορές που και στα Δικαστήρια έχουμε δει τις έδρες να λειτουργούν περισσότερο ως «Σολομώντες» και λιγότερο ως εφαρμοστές θετικού δικαίου.  
Αν όμως βιώσουμε ως κοινωνία την άμεση επίλυση διαφορών με τον πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα τρόπο της διαμεσολάβησης, ποιος ξέρει, μπορεί  τελικά να έχουμε κι εμείς κάθε λόγο να μετατραπούμε  από «Σαούλ» σε «Παύλο», να γίνουμε φανατικοί ίσως υπέρμαχοι, καθώς κατά την άποψή μου έχουν δίκιο οι αγγλοσάξονες που δίνουν πρωταρχική σημασία στη στόχευση, δηλαδή στην επίλυση της διαφοράς με ικανοποίηση του υποκειμενικού  αισθήματος δικαίου των μερών και όχι απαραίτητα με τη διαδικασία  απονομής της αντικειμενικής – τυφλής δικαιοσύνης, όπως την προβλέπουν οι διατάξεις, μιας και η δικαστική πλάνη (επιεικώς) είναι και αυτή μέρος του παιχνιδιού που οδήγησε το Σωκράτη στο κώνειο, τον Αριστείδη το δίκαιο στην εξορία, τον Κολοκοτρώνη στο Παλαμίδι, τους Τερτσέτη και Πολυζωίδη στη φυλακή, και πάει λέγοντας.  
Ας μη γελιόμαστε, δεν μπορεί να υπάρχει προβληματισμός και διστακτικότητα  για θεσμούς που προάγουν την κοινωνική ειρήνη, υπάρχει μόνον βούληση για την επίτευξη ενός στόχου.   Αντί λοιπόν να βλέπουμε πού είναι τα προβλήματα συντονισμού των υπαρχουσών διατάξεων με τις προωθούμενες, ας  βρούμε το σθένος να προτείνουμε τις λύσεις για την άρση των προβλημάτων, δηλαδή, όχι μόνον να τα καταδεικνύουμε αλλά να προχωρούμε και σε πρόταση θετικού συλλογισμού.  
Και κάτι τελευταίο, για τους συναδέλφους δικηγόρους που πιθανά να έχουν ήδη πάρει στο χέρι την πέτρα του αναθέματος πριν καν φτάσουν σε αυτές τις γραμμές: η δικηγορική ύλη είναι κινούμενο μέγεθος, κάποτε ήταν οι προσημειώσεις και τα συμβόλαια, μετά έγιναν τα υπερχρεωμένα, τώρα έρχεται η διαμεσολάβηση. Η γη πράγματι γυρίζει, μάλλον πρέπει να βρούμε όλοι ξανά την ψυχραιμία μας και το βηματισμό μας. Είμαστε ανθεκτικοί, είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρουμε!...
------------------------------------------------------
*Η Αγγελική Νάνου – Καρολίδου είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, ΜΔΕ Αστικού – Αστικού Δικονομικού Δικαίου Α.Π.Θ., M.L.E. Leibniz Univ. Hannover, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
κ.Διαμεσολαβήτρια (που μπράβο που δεν κρύβετε την ιδιότητα σας αυτή), γιατί δεν μιλάτε για την εξόφθαλμη αντισυνταγματικότητα της υποχωρητικότητας; Κατά το ελληνικό σύνταγμα ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα προσφυγής στην Δικαιοσύνη. Αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί να εξαρτάται από "άδεια" άλλου προσώπου/αρχής. Δεν μπορούν να λειτουργούν ο δικαστές τρίτα πρόσωπα. Δεν μπορείς να εξαναγκάζεσαι να περνάς από άλλους για να φτάσεις στον Δικαστή σου. Μήπως απασχοληθήκατε με το αγγλικό δίκαιο και ξεχάσατε τα βασικά του ελληνικού; Και το δεύτερο, οι μάχιμοι δικηγόροι γνωρίζουν ότι ΗΔΗ με το ζόρι οι πελάτες μπορούν να πληρώσουν το κόστος του δικαστηρίου. Αν προστεθούν άλλα ~300€ στο κόστος αυτό(από την διαμεσολάβηση) δεν πρόκειται να μπουν στον κόπο καν. Οι μάχιμοι δικηγόροι θα χάσουν ακόμα και αυτοί την πελατεία. Μην κρίνετε εξ ιδίων, δεν έχουν όλοι πελατεία που πληρώνει minimum 2.000€ αμοιβή.
Ο χρήστης Αγγελική Νάνου είπε…
Αν και η επικοινωνία δεν είναι «επί ίσοις όροις», αφού δε γνωρίζω το συνομιλητή μου -ανώνυμο σχολιαστή των γραφομένων μου, θα ήθελα να μεταφέρω όχι μόνον στον ίδιο αλλά και σε όσους συμμερίζονται τις απόψεις του, ότι ο προβληματισμός για τον τρόπο που θα μπορούσε να εισαχθεί η διαδικασία της διαμεσολάβησης στην ελληνική πραγματικότητα είναι κοινός για όλους μας. Με το παραπάνω άρθρο ήθελα να εκφράσω την άποψή μου για το θεσμό, όχι τη σύμφωνη γνώμη μου για τον τρόπο που τον εισήγαγε η πολιτεία εν μέσω γιορτών και χωρίς ουσιαστική διαβούλευση. Παρά ταύτα, ο σκοπός μας νομίζω ότι θα πρέπει να είναι το πώς θα τον βελτιώσουμε στο λιγοστό χρόνο που έχουμε, όχι να τον λιθοβολούμε συνολικά.
Μπαίνοντας λοιπόν στον ουσιαστικό διάλογο για το οικονομικό μέρος της υπόθεσης, θα ήθελα να επισημάνω ό,τι, οι όποιες αντιρρήσεις έχουν ως δεδομένο ότι η διαμεσολάβηση θ’ αποτύχει, γι’ αυτό και προσθέτουν το κόστος της σε αυτό της δικαστικής διαδικασίας. Δεν κάνουν όμως την αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή δε συγκρίνουν το κόστος της μιας διαδικασίας με την άλλη, ώστε να φανεί πόσο λιγότερο στοιχίζει η διαμεσολάβηση σε σχέση με την κανονική δίκη, καθώς, αν πετύχει η διαμεσολάβηση, το κόστος θα είναι σαφώς μικρότερο για τον πολίτη γιατί δεν θα χρειαστεί η δίκη. Στόχος μας λοιπόν θα πρέπει να είναι το να πετύχει η διαδικασία της διαμεσολάβησης, για να μην χρειαστούν περαιτέρω δικαστικές ενέργειες και συνακόλουθα και τ’ αντίστοιχα έξοδα. Εδώ λοιπόν θα έπρεπε να σταθεί η πολιτεία και να δώσει κίνητρα για την επιτυχία της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, τα οποία κίνητρα θα είχαν ευρύτερο αντίκρισμα αν ήταν οικονομικά.
Για να γίνω πιο σαφής, υπάρχουν πάντοτε κονδύλια της ΕΕ που χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση προγραμμάτων. Έχοντας λοιπόν υπ’ όψιν ότι κατά το κατατεθέν Σ/Ν, η εφαρμογή των διατάξεων θα ξεκινήσει ένα έτος μετά την ψήφισή τους, θα μπορούσε στο χρόνο αυτό να γίνει μια πρόταση στην ΕΕ, ώστε να ενταχθεί η διάδοση του θεσμού στα ευρωπαϊκά προγράμματα και να δοθεί χρηματοδότηση γι’ αυτό. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να προτείνουμε για τα πρώτα 5 – 7 χρόνια εφαρμογής του θεσμού της διαμεσολάβησης, προκειμένου τούτος να διαδοθεί και εδραιωθεί στη συνείδηση των συμπολιτών μας, να γίνεται επιστροφή στους πολίτες των χρημάτων που κατέβαλαν στους διαμεσολαβητές, στην περίπτωση που επιτυγχάνεται η επίλυση της διαφοράς. Με αυτόν τον τρόπο θα έχουν τα μέρη ένα σοβαρότατο κίνητρο να λύσουν τη διαφορά τους και να μην προσφύγουν στις δικαστικές αίθουσες, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα, ενώ και η πολιτεία από την πλευρά της θα πετύχει το στόχο της που είναι η αποσυμφόρηση των δικαστικών αιθουσών και η ταχεία απονομή δικαιοσύνης, όταν είναι πραγματικά αναγκαίο. Μάλιστα, έχω την εδραία πεποίθηση ότι αν ακολουθήσει η πολιτεία την παραπάνω διαδικασία, δεν θα υπάρχει ανάγκη να είναι υποχρεωτική η διαδικασία της διαμεσολάβησης, ώστε να καμφθούν και οι όποιοι προβληματισμοί πολλών συναδέλφων, περί συνταγματικότητας ή μη του τρόπου εφαρμογής του θεσμού στο νομικό μας πολιτισμό.
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
(είμαι ο ίδιος ανώνυμος) Δεκτή η τοποθέτηση/διευκρίνηση σας. Δεν έχω κάτι άλλο να σας πω. Η αντίδραση μου ήταν καθαρά για τον άγαρμπο τρόπο εισαγωγής του θεσμού και της μεθόδευσης του. Όσο για το δεδομένο της αποτυχίας του, το κρίνω από το γεγονός ότι οι πελάτες ακόμα και τώρα όταν προσπαθούμε "να τα βρούμε", έχουμε τον αμυνόμενο που είτε κάνει ότι δεν καταλαβαίνει είτε ποντάρει στο ότι δεν θα στραφούμε δικαστικά (λόγω εξόδων) είτε γενικά δεν είναι συνεργάσιμος(αν ήταν ο πελάτης μου-επιτιθέμενος-παραπονούμενος δεν θα ερχόταν σε μένα). Αμφιβάλλω αν ένας δικηγόρος που θα έχει τον τίτλο του διαμεσολαβητή θα καταφέρει κάτι διαφορετικό.