Γράφει η Άννα Παυλίδου, ασκ.Δικηγόρος
[Σχολιασμός
της υπ’ αριθ. 105/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πατρών]
Αρχικά, σύμφωνα με τον περιβόητο Ν.3869/2010 (όπως αυτός τροποποιήθηκε
με τους Ν.4161/2013, 4336/2015 και 4346/2015) για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά
Πρόσωπα, η αίτηση για την κήρυξη του οφειλέτη έκπτωτου από τη ρύθμιση, πρέπει
να κατατεθεί το αργότερο μέσα σε τέσσερις μήνες από τη δημιουργία του λόγου
εκπτώσεως, διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Πιο συγκεκριμένα, στη §2 του άρθρου 11 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που ο
οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών για
χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών ή δυστροπεί επανειλημμένα στην
τήρηση της ρύθμισης, το δικαστήριο διατάζει την έκπτωση του οφειλέτη από τη
ρύθμιση μετά από αίτηση του θιγόμενου πιστωτή που κατατίθεται το αργότερο μέσα
σε τέσσερις μήνες από τη δημιουργία του λόγου της έκπτωσης. Κάθε κλήτευση πραγματοποιείται
πριν δεκαπέντε μέρες».
Από όλα
αυτά προκύπτει ότι «η αίτηση για την κήρυξη του οφειλέτη ως εκπτώτου δεν είναι
απρόθεσμη, ενώ η ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως του ζητήματος επιβάλλει θέσπιση
προθεσμίας, ως τοιαύτη δε η παραπάνω διάταξη ορίζει το διάστημα των τεσσάρων
(4) μηνών.Αφετηρία της προθεσμίας είναι ο χρόνος δημιουργίας του λόγου
εκπτώσεως (πχ. η παρέλευση του τρίτου μήνα, που ο οφειλέτης παραλείπει την
ορισθείσα καταβολή ή από τότε που ολοκληρώνεται η επανειλημμένη δυστροπία στην
τήρηση της ρυθμίσεως.Η προθεσμία αυτή τάσσεται ως αποκλειστική, η παρέλευση της
οποίας οδηγεί σε έκπτωση από το δικαίωμα του πιστωτή να προκαλέσει την έκπτωση
του οφειλέτη από τη ρύθμιση και την απαλλαγή, η δε μετά την παρέλευση της άνω
προθεσμίας κατάθεση της αιτήσεως είναι απαράδεκτη.Περαιτέρω, εντός της ως άνω
προθεσμίας πρέπει να γίνει κατάθεση της αιτήσεως, ενώ η κοινοποίηση μπορεί να
γίνει και μετά την παρέλευση του τετραμήνου».
Μάλιστα, σύμφωνα με τη θεωρία ορίζεται ότι: [..] «η προθεσμία αυτή
χαρακτηρίζεται ως δικονομική προθεσμία ενέργειας διαδικαστικής πράξης, καθώς
υποδηλώνει την ανάγκη επιχείρησης μιας διαδικαστικής πράξης (υποβολή αίτησης)
εντός προθεσμίας. Η παρέλευση αυτής οδηγεί σε έκπτωση από το δικαίωμα του
πιστωτή να προκαλέσει την έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση του οφειλέτη και
απαλλαγή». [Ιάκωβος Βενιέρης-Θεόδωρος Κατσάς «Εφαρμογή του Ν3869/2010 για τα
Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα», ενημέρωση μέχρι και το Ν4161/2013 (ΦΕΚ Α’
143/14.06.2013), Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 546]
Σύμφωνα
και πάλι με την θεωρία ότι: «[..] Κατουσίαν και αυτή η περίπτωση (δηλαδή του
άρθρου 11§2) αποτελεί ειδικότερη διάταξη σε σχέση με αυτήν του άρθρου 758 νέου
ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε με το Ν 4335/2015 και ισχύει από 01.01.2016) [.] Η
διάταξη αυτή εφαρμόζεται αν προκύπτει κάποια «αιτία που επιβάλλει τη μεταβολή
των πραγμάτων [και] συνίσταται, επί διαρκούς ρυθμίσεως, στη μη εκπλήρωση των
όρων που τάχθηκαν με αυτή, ώστε η ρύθμιση να μη δικαιολογείται πλέον». Συνεπώς,
η μη συμμόρφωση του οφειλέτη στις υποχρεώσεις που τάσσει η απόφαση υπαγωγής του
στο Ν.3869/2010 αποτελεί λόγο ανάκλησης της απόφασης αυτής και έκπτωσής του από
τη σχετική διαδικασία ρύθμισης και απαλλαγής». [Ιάκωβος Βενιέρης-Θεόδωρος
Κατσάς «Εφαρμογή του Ν3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα», ενημέρωση
μέχρι και το Ν4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.06.2013), Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ.
543]
Επιπλέον, από τις …/2015 και …/2015 εκθέσεις
επίδοσης τις οποίες προσκόμισε και επικαλέστηκε η αιτούσα πιστώτρια τράπεζα
ενώπιον του δικαστηρίου προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης
με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε νόμιμα και
εμπρόθεσμα στις μετέχουσες πιστώτριες δεκαπέντε (15) μέρες πριν από τη
συζήτηση. Ακόμη, η δικάσιμος αρχικά είχε ορισθεί για τον Ιανουάριο του 2016,
στη συνέχεια αναβλήθηκε για τον Απρίλιο του 2016 και τελικά συζητήθηκε τον
Σεπτέμβριο του 2017. [..] «Εφόσον η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει
θέση κλητεύσεως των παραπάνω πιστωτριών και αυτές δεν εμφανίσθηκαν κατά την
ανωτέρω δικάσιμο- ήτοι του Απριλίου 2016-όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά
της από το πινάκιο, πρέπει να δικασθούν ερήμην. Ωστόσο, η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να
ήταν όλοι οι πιστωτές που μετείχαν στη ρύθμιση παρόντες». (άρθρο 754§ 2 νέου
ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε με το Ν 4335/2015 και ισχύει από 01.01.2016).
Στη
προκειμένη περίπτωση εκδικάσθηκε η υπ’αριθ. …/2015 Αίτηση κήρυξης του οφειλέτη
ως έκπτωτου της μιας εκ των τριών πιστωτριών τραπεζών κατά της αιτούσας
οφειλέτριας. Με αυτήν, η πιστώτρια τράπεζα ισχυρίστηκε ότι με την υπ’ αριθ.
…/2013 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου ρυθμίστηκαν οι οφειλές της καθ’ ης προς
αυτήν και τις αναφερόμενες πιστώτριες τράπεζες με την ένταξη της οφειλέτριας
στις ρυθμίσεις του άρθρου 8§2 Ν.3869/2010.Επίσης, ισχυρίστηκε ότι η οφειλέτρια δεν
προέβη σε καμία καταβολή σύμφωνα με τις
ορισθείσες με την ανωτέρω απόφαση δόσεις για το χρονικό διάστημα από τον μήνα
Δεκέμβριο 2014 έως και τον μήνα Φεβρουάριο 2015, καθώς και για το μήνα Απρίλιο
2015, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών.
Σύμφωνα με τη θεωρία, «η καθυστέρηση των
τριών μηνών στις καταβολές του άρθρου 8§2 οδηγεί στην έκπτωση, αν πρόκειται για
τέσσερις συνεχείς ληξιπρόθεσμες δόσεις, των οποίων την εξόφληση ο οφειλέτης
παρέλειψε. Δηλαδή ο οφειλέτης δεν καταβάλλει τρεις ληξιπρόθεσμες δόσεις. Η μία
ή δύο μηνιαίες δόσεις δεν αρκούν για να εκπέσει της ρύθμισης ο οφειλέτης και
δεν γεννούν σχετικό δικαίωμα του πιστωτή για έκπτωση.[.] Το άρθρο 11 δεν
αναφέρεται σε υπαιτιότητα όπως συμβαίνει πχ. στην έκπτωση του άρθρου 10.Ωστόσο,
τόσο το πνεύμα της όλης διαδικασίας όσο και η αρχή ότι «ουδείς υποχρεούται στα
αδύνατα», επιβάλλει κατ’ εξαίρεση την ελαστικοποίηση της εφαρμογής αυτής της
προϋπόθεσης των μη καταβολών». [Ιάκωβος
Βενιέρης-Θεόδωρος Κατσάς «Εφαρμογή του Ν3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά
Πρόσωπα», ενημέρωση μέχρι και το Ν4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.06.2013), Νομική
Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 543-544]
Ως εκ τούτου, η αιτούσα πιστώτρια τράπεζα, «ζήτησε
να ανακληθεί η προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου και να κηρυχθεί έκπτωτη η
καθ’ ης από τη δικαστική ρύθμιση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου
καθώς και την επαναφορά των απαιτήσεών της και όλων των μετεχουσών στη ρύθμιση
πιστωτριών, στη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν προ της υποβολής της αιτήσεως
της καθ’ ης οφειλέτριας. Επιπρόσθετα, ζήτησε να αναγνωρισθεί η μη εκπλήρωση των
ορισθέντων στην υπ’ αριθμ. …/2013 απόφαση καθώς και η άρση της απαλλαγής της
από τις οφειλές της.Ζήτησε ακόμη την καταδίκη της στην καταβολή της δικαστικής
δαπάνης».
Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, η αίτηση ασκήθηκε αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά
τόπο στο συγκεκριμένο δικαστήριο με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα και
ακολουθήθηκε η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ακόμη, [..] « η διαδικασία
αυτή αποτελεί παραπλήσια διαδικασία με αυτήν του άρθρου 758 ΚΠολΔ και
δικαιολογεί την συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 758 ΚΠολΔ». [Ιάκωβος
Βενιέρης-Θεόδωρος Κατσάς «Εφαρμογή του Ν3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά
Πρόσωπα», ενημέρωση μέχρι και το Ν4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.06.2013), Νομική
Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 545] Όμως, το
δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας
περί αναγνώρισης της μη συμμόρφωσης στη δικαστική απόφαση και την άρση της
απαλλαγής της καθ’ ης, διότι αυτό «αποτελεί αίτημα της αιτήσεως του άρθρου 11§1
Ν. 3869/2010, σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει την απαλλαγή του
οφειλέτη κατόπιν αιτήσεως του τελευταίου που κοινοποιείται στους πιστωτές του,
οπότε οι τελευταίοι έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους».
Ως προς το τμήμα που κρίθηκε νόμιμη η αίτηση
και ελέγχθηκε περαιτέρω η ουσιαστική της βασιμότητα, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Η
καθ’ ης οφειλέτρια ισχυρίστηκε ότι η κρινόμενη αίτηση απαράδεκτα κατατέθηκε
μετά την παρέλευση των τεσσάρων μηνών από τη δημιουργία του λόγου της έκπτωσης,
επειδή η καθυστέρηση καταβολής των τριών οφειλόμενων δόσεων ξεκίνησε από την
παρέλευση της πρώτης μέρας του μηνός Φεβρουαρίου 2015 και συμπληρώθηκε τον
Ιούνιο του 2015. Η υπ’ αριθ…./2013 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου όριζε στο
διατακτικό της ότι οι μηνιαίες καταβολές της οφειλέτριας «θα γίνονται την πρώτη
ημέρα κάθε μηνός, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά την κοινοποίηση της
απόφασης μήνα.Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2013, επομένως,
σύμφωνα με το διατακτικό της, η πρώτη δόση ήταν καταβλητέα την 1η Δεκεμβρίου
2013.Περαιτέρω, η οφειλέτιδα δεν κατέβαλε τις δόσεις των μηνών Δεκεμβρίου 2014,
Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2015, ενώ τον Απρίλιο προέβη στην καταβολή της
ορισθείσας δόσης δυνάμει της παραπάνω απόφασης. Κατά συνέπεια, ο λόγος της
έκπτωσης της καθ’ης οφειλέτριας δημιουργήθηκε κατά το άρθρο 11§2 του
Ν.3869/2010 με την παρέλευση και του τρίτου μήνα, ήτοι του Φεβρουαρίου 2015,
κατά τον οποίο αυτή δεν κατέβαλε στην αιτούσα πιστώτρια τράπεζα τις οφειλόμενες
δόσεις».
Επομένως προκύπτει ότι «η αιτούσα πιστώτρια
τράπεζα έπρεπε να καταθέσει την κρινόμενη αίτησή της το αργότερο μέσα σε
τέσσερις μήνες από τη δημιουργία του λόγου της έκπτωσης, δηλαδή το αργότερο
μέχρι τον Ιούνιο του 2015, όπερ και δεν έπραξε, αφού κατέθεσε την αίτησή της
τον Αύγουστο του 2015, δηλαδή μετά την παρέλευση τεσσάρων μηνών από τη
δημιουργία του λόγου της έκπτωσης». Έτσι λοιπόν, το δικαστήριο απέρριψε ως
απαράδεκτη την κρινόμενη αίτηση, δεχόμενο τον σχετικό ισχυρισμό της καθ’ ης
οφειλέτιδας.
Ακόμη, το δικαστήριο διατύπωσε ότι «το
εμπρόθεσμο της κατάθεσης της αίτησης έκπτωσης εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από
το δικαστήριο ως προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής».Η δικαστική δαπάνη της καθ’ης
επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας ως υπαίτιας για τη
διεξαγωγή της δίκης, υπολογιζομένης στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
(άρθρο 746 εδ.β΄ νέου ΚΠολΔ όπως τροποποιήθηκε με το Ν 4335/2015 και ισχύει από
01.01.2016). Τέλος, «η απόφαση που εκδίδεται υπόκειται σε έφεση, αναίρεση,
ανάκληση αλλά και τριτανακοπή όπως κάθε άλλη απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο
του ν.3869/2010». [Ιάκωβος Βενιέρης-Θεόδωρος Κατσάς «Εφαρμογή του Ν3869/2010
για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα», ενημέρωση μέχρι και το Ν4161/2013 (ΦΕΚ Α’
143/14.06.2013), Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 547]. Όμως δεν ορίστηκε παράβολο
για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των απόντων διαδίκων,
διότι δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν προβλέπεται εν προκειμένω (άρθρο 764§3 ΚΠολΔ).
Εν κατακλείδι, αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος αυτός θεσπίσθηκε προς όφελος των
οφειλετών που περιήλθαν ανυπαίτια σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των
ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προκειμένου αυτοί να καταφέρουν να
επανενταχθούν στην οικονομική και συναλλακτική ζωή μετά την ολοκλήρωση του
σχεδίου διευθέτησης των οφειλών τους. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι πράγματι
πολλοί από τους αιτούντες για την υπαγωγή τους στο νόμο αυτόν αντικειμενικά
περιήλθαν σε κατάσταση ανέχειας, έχοντας εμφανίσει και σωρεία πρόσθετων
προβλημάτων πάσης φύσεως. Όμως πρέπει να τονιστεί από την άλλη πλευρά ότι δεν
είναι δίκαιο το να απολαύει της ευνοϊκής μεταχείρισης του νόμου ένα πολύ μεγάλο
τμήμα του ελληνικού πληθυσμού σε βάρος αυτών που φρόντιζαν να είναι πάντοτε εγκρατείς και
συνεπείς προς την αποπληρωμή των οικονομικών τους υποχρεώσεων. Τουλάχιστον οι
υπαγόμενοι οφειλέτες στο νόμο καλό είναι να προσπαθήσουν να είναι ειλικρινείς
και συνεργάσιμοι καθ΄ όλη τη διάρκεια της ισχύος των ρυθμίσεών τους και να μην
επαναπαύονται στο γεγονός και μόνο ότι προστατεύονται από τις ευνοϊκές
διατάξεις αυτού του νόμου.
Σχόλια