Γράφει ο Δημήτρης Καδόγλου, Δικηγόρος
Όλοι γνωρίζουμε τη διαταγή πληρωμής στις αστικές διαφορές.
Σου χρωστάει κάποιος λεφτά κι αν έχεις στα χέρια σου τα έγγραφα από τα οποία
αποδεικνύεται η απαίτησή σου, αιτείσαι στο αρμόδιο δικαστήριο την έκδοση μιας
διαταγής πληρωμής, που δεν είναι ακριβώς απόφαση αλλά "διαταγή" του
δικαστή στον οφειλέτη να πληρώσει τα χρωστούμενα. Η διαταγή δεν είναι δικαστική
απόφαση, αφού δεν κρίθηκε κάποιο δικαίωμα, μπορεί όμως να γίνει κάτι σαν
δικαστική απόφαση, να γίνει απρόσβλητη από τον οφειλέτη, να αποκτήσει δηλαδή
ισχύ οιονεί δεδικασμένου. Συνεπώς ούτε συζητήσεις στο ακροατήριο απαιτούνται
για να βγει μια διαταγή πληρωμής, ούτε αναβολές προβλέπονται, ούτε τα βάσανα
μιας τακτικής διαδικασίας επ' ακροατηρίω θα υποστεί ο δανειστής. Βάζει ο
Δικαστής την υπογραφή του πάνω σε ένα προσυντεταγμένο από το δικηγόρο του
δανειστή έγγραφο, και έχει ο δανειστής έτσι την πολιτειακή επικύρωση της
αξίωσής σου, δηλ. έναν εκτελεστό τίτλο, με τον οποίο καταδιώκει μετά τον
οφειλέτη του (και ο θεός βοηθός κατά την αναγκαστική εκτέλεση).
Αν μεταφέρουμε τώρα αυτή την ιδέα της διαταγής πληρωμής και
στην ποινική δικονομία, τότε έχουμε την λεγόμενη "διαταγή ποινής" ή
αλλιώς ποινική διαταγή! Σε αμφότερες περιπτώσεις δεν κρίνεται από το δικαστήριο
η ουσιαστική βασιμότητα της αιτούμενης χρηματικής απαίτησης/ η ουσιαστική
βασιμότητας της αποδιδόμενης από την Εισαγγελία κατηγορίας.
Πρόκειται για θεσμό με καταγωγή από Γερμανία (Strafbefehl)
που υπάρχει σήμερα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Η κυρίαρχη ιδέα του Strafbefehl όπως λέγεται γερμανιστί η διαταγή ποινής, είναι αυτή της διαταγής πληρωμής στις αστικές υποθέσεις. Έτσι και σ αυτήν την διαταγή, απαλλάσσεται η δικαιοσύνη από χρόνο και κόπο, αφού δεν χρειάζεται να γίνει ακροαματική διαδικασία, δεν χρειάζεται να κλητευθεί στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος, δεν είναι απαραίτητο να εισακουστεί, δεν εκδίδεται δικαστική απόφαση, μειώνονται τα έξοδα και ο φόρτος εργασίας της πολιτειακής δικαιοδοσίας. Με λίγα λόγια, αποσκοπείται η αποσυμφόρηση των βασανισμένων δικαστών/ δικαστηρίων.
Τα οφέλη για τον κατηγορούμενο είναι τα εξής. Δεν χρειάζεται να εμφανιστεί στον δικαστή, δεν επιφορτίζεται με έξοδα υπεράσπισης του, δεν «λερώνεται» η εικόνα του στο κοινό όπως συμβαίνει σε μια δημόσια συνεδρίαση.
Η διαταγή ποινής συνιστά προσωρινή απόφαση, τελούσα υπό αναβλητική ισχύ δεδικασμένου αν δεν ασκηθεί εναντίον της ανακοπή. Όπως και στην διαταγή πληρωμής. Αν ασκηθεί ανακοπή από τον κατηγορούμενο, τότε εισερχόμαστε στη γνωστή διαδικασία της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. Έτσι δεν θίγεται κατ’ αυτήν τη διαδικασία μεταξύ άλλων και το άρθρο 6 ΕΣΔΑ περί δικαιώματος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού είναι « στο χέρι του» υποβάλλοντας ανακοπή, να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου και να προσέλθει σε φυσικό δικαστή. Η διαφορά της διαταγής ποινής με την γνωστή και κανονική ακροαματική διαδικασία σε ποινικό δικαστήριο συνίσταται κυρίως στο ότι, η πρώτη έχει ως διαγνωστική βάση μόνο τα προσκομιζόμενα από την διωκτική αρχή, την εισαγγελία, έγγραφα (όπως και στη διαταγή πληρωμής), από τα οποία ο δικαστής θα διαγνώσει τυχόν διάπραξη εγκλήματος και θα εκδόσει την αιτούμενη από την εισαγγελία διαταγή ποινής.
Η κυρίαρχη ιδέα του Strafbefehl όπως λέγεται γερμανιστί η διαταγή ποινής, είναι αυτή της διαταγής πληρωμής στις αστικές υποθέσεις. Έτσι και σ αυτήν την διαταγή, απαλλάσσεται η δικαιοσύνη από χρόνο και κόπο, αφού δεν χρειάζεται να γίνει ακροαματική διαδικασία, δεν χρειάζεται να κλητευθεί στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος, δεν είναι απαραίτητο να εισακουστεί, δεν εκδίδεται δικαστική απόφαση, μειώνονται τα έξοδα και ο φόρτος εργασίας της πολιτειακής δικαιοδοσίας. Με λίγα λόγια, αποσκοπείται η αποσυμφόρηση των βασανισμένων δικαστών/ δικαστηρίων.
Τα οφέλη για τον κατηγορούμενο είναι τα εξής. Δεν χρειάζεται να εμφανιστεί στον δικαστή, δεν επιφορτίζεται με έξοδα υπεράσπισης του, δεν «λερώνεται» η εικόνα του στο κοινό όπως συμβαίνει σε μια δημόσια συνεδρίαση.
Η διαταγή ποινής συνιστά προσωρινή απόφαση, τελούσα υπό αναβλητική ισχύ δεδικασμένου αν δεν ασκηθεί εναντίον της ανακοπή. Όπως και στην διαταγή πληρωμής. Αν ασκηθεί ανακοπή από τον κατηγορούμενο, τότε εισερχόμαστε στη γνωστή διαδικασία της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. Έτσι δεν θίγεται κατ’ αυτήν τη διαδικασία μεταξύ άλλων και το άρθρο 6 ΕΣΔΑ περί δικαιώματος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού είναι « στο χέρι του» υποβάλλοντας ανακοπή, να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου και να προσέλθει σε φυσικό δικαστή. Η διαφορά της διαταγής ποινής με την γνωστή και κανονική ακροαματική διαδικασία σε ποινικό δικαστήριο συνίσταται κυρίως στο ότι, η πρώτη έχει ως διαγνωστική βάση μόνο τα προσκομιζόμενα από την διωκτική αρχή, την εισαγγελία, έγγραφα (όπως και στη διαταγή πληρωμής), από τα οποία ο δικαστής θα διαγνώσει τυχόν διάπραξη εγκλήματος και θα εκδόσει την αιτούμενη από την εισαγγελία διαταγή ποινής.
Η διαταγή ποινής βρίσκεται νομοθετημένη στα άρθρα 407 επ.
της γερμ. ΠοινΔικ.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Απαραίτητη τυπική προϋπόθεση για να εκδοθεί η διαταγή ποινής είναι η συμφωνία περί έκδοσης αυτής μεταξύ εισαγγελίας και αρμόδιου δικαστή αφού χωρίς δικαστή δεν υπάρχει δίκαιο και χωρίς αιτούντα δεν υπάρχει δικαστής (nullo actore, nullus iudex).
Η διαταγή ποινής δεν εκδίδεται σε καμία περίπτωση για κακουργήματα για τα οποία πρέπει να τηρηθεί απαραιτήτως η πεπατημένη της ακροαματικής διαδικασίας. Επίσης δεν εφαρμόζεται και στις περιπτώσει όπου κατηγορούμενος είναι ανήλικος κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, όπως επίσης δεν εκδίδεται σε βάρος κατηγορουμένων που είναι πλέον αγνώστου διαμονής αφού δεν μπορεί να επιδοθεί.
Σύμφωνα με το άρθ. 407 ΚΠΔ, η εισαγγελία δύναται εφόσον από την προκαταρκτική εξέταση προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις κατά του υπόπτου, να υποβάλλει ενώπιον του Πταισματοδικείου ή Μονομελούς Πλημμελειοδικείου έγγραφη αίτηση έκδοσης της διαταγής ποινής για τα φερόμενα διαπραχθέντα πταίσματα ή πλημμελήματα. Η αίτηση αυτή της εισαγγελίας επέχει θέση άσκησης ποινικής δίωξης και μετατρέπει τον ύποπτο σε κατηγορούμενο
Απαραίτητη τυπική προϋπόθεση για να εκδοθεί η διαταγή ποινής είναι η συμφωνία περί έκδοσης αυτής μεταξύ εισαγγελίας και αρμόδιου δικαστή αφού χωρίς δικαστή δεν υπάρχει δίκαιο και χωρίς αιτούντα δεν υπάρχει δικαστής (nullo actore, nullus iudex).
Η διαταγή ποινής δεν εκδίδεται σε καμία περίπτωση για κακουργήματα για τα οποία πρέπει να τηρηθεί απαραιτήτως η πεπατημένη της ακροαματικής διαδικασίας. Επίσης δεν εφαρμόζεται και στις περιπτώσει όπου κατηγορούμενος είναι ανήλικος κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, όπως επίσης δεν εκδίδεται σε βάρος κατηγορουμένων που είναι πλέον αγνώστου διαμονής αφού δεν μπορεί να επιδοθεί.
Σύμφωνα με το άρθ. 407 ΚΠΔ, η εισαγγελία δύναται εφόσον από την προκαταρκτική εξέταση προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις κατά του υπόπτου, να υποβάλλει ενώπιον του Πταισματοδικείου ή Μονομελούς Πλημμελειοδικείου έγγραφη αίτηση έκδοσης της διαταγής ποινής για τα φερόμενα διαπραχθέντα πταίσματα ή πλημμελήματα. Η αίτηση αυτή της εισαγγελίας επέχει θέση άσκησης ποινικής δίωξης και μετατρέπει τον ύποπτο σε κατηγορούμενο
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Η αίτηση διαταγής ποινής επέχει όπως ελέχθη θέση άσκησης ποινικής δίωξης εκ μέρους της εισαγγελίας. Συνεπώς πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες και για την άσκηση της «κοινής» ποινικής δίωξης. Θα πρέπει συνεπώς να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, να μην προκύπτει από πουθενά ότι αίρεται το άδικο ή ο καταλογισμός της πράξης του κατηγορουμένου συν, από το αποτέλεσμα της πραγματοποιηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης να προκύπτει αβίαστα κατά τη γνώμη του εισαγγελέα, ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια ακροαματικής διαδικασίας για να αποδειχτεί η ενοχή του κατηγορουμένου. Δηλαδή να υπάρχουν ατράνταχτα έγγραφα στοιχεία εις βάρος του (μαρτυρικές καταθέσεις, έκθεση σύλληψης, ενδεχόμενη απολογία του κατά την προκαταρκτική διαδικασία, κατάθεση αστυνομικών οργάνων) , που κατά την κρίση της εισαγγελίας δεν δύναται να αποδυναμωθούν ενώπιον του δικαστηρίου.
Υπό αυτά τα πραγματικά περιστατικά, η διωκτική αρχή δύναται να αιτηθεί στο δικαστήριο την έκδοση της διαταγής ποινής εις βάρος του υπόπτου/ κατηγορουμένου.
Η αίτηση διαταγής ποινής επέχει όπως ελέχθη θέση άσκησης ποινικής δίωξης εκ μέρους της εισαγγελίας. Συνεπώς πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες και για την άσκηση της «κοινής» ποινικής δίωξης. Θα πρέπει συνεπώς να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, να μην προκύπτει από πουθενά ότι αίρεται το άδικο ή ο καταλογισμός της πράξης του κατηγορουμένου συν, από το αποτέλεσμα της πραγματοποιηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης να προκύπτει αβίαστα κατά τη γνώμη του εισαγγελέα, ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια ακροαματικής διαδικασίας για να αποδειχτεί η ενοχή του κατηγορουμένου. Δηλαδή να υπάρχουν ατράνταχτα έγγραφα στοιχεία εις βάρος του (μαρτυρικές καταθέσεις, έκθεση σύλληψης, ενδεχόμενη απολογία του κατά την προκαταρκτική διαδικασία, κατάθεση αστυνομικών οργάνων) , που κατά την κρίση της εισαγγελίας δεν δύναται να αποδυναμωθούν ενώπιον του δικαστηρίου.
Υπό αυτά τα πραγματικά περιστατικά, η διωκτική αρχή δύναται να αιτηθεί στο δικαστήριο την έκδοση της διαταγής ποινής εις βάρος του υπόπτου/ κατηγορουμένου.
ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙEΣ
Ο γερμανικός κώδικας καθορίζει στο άρθ. 407 παρ. 2 ΚΠΔ τις έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται εκεί αποκλειστικά και υπαλλακτικώς. Δύναται λοιπόν ο δικαστής να διατάξει στον κατηγορούμενο χρηματική ποινή ή πρόστιμο (Geldstrafe), να διατάξει προειδοποίηση υπό την αίρεση της αυτοδίκαιης επιβολής χρηματικής ποινής σε περίπτωση επανάληψης/ νέας τέλεσης (Verwarnung mit Strafvorbehalt), να διατάξει παρεπόμενες ποινές όπως ανάκληση άδειας οδήγησης, αφαίρεση διπλώματος οδήγησης για χρονικό διάστημα.
Επιπλέον, αν και δεν εφαρμόζεται συχνά στην πράξη , ο δικαστής δύναται με αυτόν τον μηχανισμό της διαταγής ποινής, να διατάξει και φυλάκιση του κατηγορουμένου έως 1 έτος υπό αναστολή εκτέλεσης της, εφόσον ο κατηγορούμενος είχε συνήγορο υπεράσπισης κατά την προκαταρκτική διαδικασία.
Ο γερμανικός κώδικας καθορίζει στο άρθ. 407 παρ. 2 ΚΠΔ τις έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται εκεί αποκλειστικά και υπαλλακτικώς. Δύναται λοιπόν ο δικαστής να διατάξει στον κατηγορούμενο χρηματική ποινή ή πρόστιμο (Geldstrafe), να διατάξει προειδοποίηση υπό την αίρεση της αυτοδίκαιης επιβολής χρηματικής ποινής σε περίπτωση επανάληψης/ νέας τέλεσης (Verwarnung mit Strafvorbehalt), να διατάξει παρεπόμενες ποινές όπως ανάκληση άδειας οδήγησης, αφαίρεση διπλώματος οδήγησης για χρονικό διάστημα.
Επιπλέον, αν και δεν εφαρμόζεται συχνά στην πράξη , ο δικαστής δύναται με αυτόν τον μηχανισμό της διαταγής ποινής, να διατάξει και φυλάκιση του κατηγορουμένου έως 1 έτος υπό αναστολή εκτέλεσης της, εφόσον ο κατηγορούμενος είχε συνήγορο υπεράσπισης κατά την προκαταρκτική διαδικασία.
Αφού μελετήσει ο δικαστής την αίτηση της εισαγγελίας και τα
συνπροσκομισθέντα έγγραφα, εκδίδει κατά κανόνα την αιτούμενη διαταγή ποινής.
Μπορεί φυσικά να την απορρίψει αν κρίνει παραδείγματος χάρη ότι, δεν υπάρχουν
επαρκείς ενδείξεις ενοχής, δεν υφίσταται άδικη, καταλογιστέα πράξη ή αν θέλει
να σχηματίσει γνώμη από την φυσική παρουσία του κατηγορούμενου ενώπιον του,
οπότε διατάσσει την εισαγωγή της υπόθεσης σε τακτική δικάσιμο
(Eröffnungsbeschluss). Αν πάλι συμφωνεί με την αίτηση του Εισαγγελέα, εκδίδει
τη διαταγή ποινής η οποία κατόπιν επιδίδεται στον κατηγορούμενο.
ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΟΙΝΗΣ
Μετά την έκδοση της διαταγής ποινής ο κατηγορούμενος έχει προθεσμία 2 βδομάδων από την επίδοση της σ’ αυτόν, να την ανακόψει. Η ανακοπή (Einspruch) που δεν χρειάζεται να είναι τεκμηριωμένη, κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 410 γερμ ΚΠΔ στο εκδώσαν τη διαταγή δικαστήριο.
Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος παραλείψει εντός της προθεσμίας την άσκηση ανακοπής, τότε η διαταγή αποκτά ισχύ δεδικασμένου και άρα μετά την προθεσμία δεν χωρεί έφεση ή αναίρεση κατά της διαταγής.
Σε περίπτωση που ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, τότε ορίζεται από το δικαστήριο δικάσιμος κατά την οποία η υπόθεση εισέρχεται πλέον στη γνωστή διαδικασία της ακροαματικής διενέργειας. Η εισαγωγή σε τακτική δικάσιμο επέχει θέση κλήτευσης του κατηγορουμένου.
Όταν και εφόσον πραγματοποιηθεί εν συνεχεία η συζήτηση της υπόθεσης, η απόφαση που δημοσιεύει το δικαστήριο αποφαίνεται μόνο περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου κι όχι περί αποδοχής της ανακοπής ή εξάλειψης της διαταγής ποινής. Αυτή δεν αναφέρεται καθόλου στην απόφαση.
Μετά την έκδοση της διαταγής ποινής ο κατηγορούμενος έχει προθεσμία 2 βδομάδων από την επίδοση της σ’ αυτόν, να την ανακόψει. Η ανακοπή (Einspruch) που δεν χρειάζεται να είναι τεκμηριωμένη, κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 410 γερμ ΚΠΔ στο εκδώσαν τη διαταγή δικαστήριο.
Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος παραλείψει εντός της προθεσμίας την άσκηση ανακοπής, τότε η διαταγή αποκτά ισχύ δεδικασμένου και άρα μετά την προθεσμία δεν χωρεί έφεση ή αναίρεση κατά της διαταγής.
Σε περίπτωση που ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, τότε ορίζεται από το δικαστήριο δικάσιμος κατά την οποία η υπόθεση εισέρχεται πλέον στη γνωστή διαδικασία της ακροαματικής διενέργειας. Η εισαγωγή σε τακτική δικάσιμο επέχει θέση κλήτευσης του κατηγορουμένου.
Όταν και εφόσον πραγματοποιηθεί εν συνεχεία η συζήτηση της υπόθεσης, η απόφαση που δημοσιεύει το δικαστήριο αποφαίνεται μόνο περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου κι όχι περί αποδοχής της ανακοπής ή εξάλειψης της διαταγής ποινής. Αυτή δεν αναφέρεται καθόλου στην απόφαση.
Οι παραλληλισμοί μεταξύ της διαταγής πληρωμής και της
διαταγής ποινής όσον αφορά τη διαδικασία αλλά και τους κοινούς σκοπούς που
αμφότεροι υπηρετούν, είναι πρόδηλοι. Όπως οι διαταγές πληρωμής στις αστικές
διαφορές έχουν καταλάβει πλέον ένα τεράστιο μερίδιο στην δικαστική επίλυση των
διαφορών, έτσι και η διαταγή ποινής καταλαμβάνει ένα όχι ευκαταφρόνητο μερίδιο
ενασχόλησης του γερμανικού ποινικού μηχανισμού, δεδομένου ότι η διαταγή ποινής
εφαρμόζεται κατά κόρον σε «μαζικά» εγκλήματα όπως πχ . μικροκλοπές , φθορά
ξένης περιουσίας κλπ.
Ανεξάρτητα με την όποια δογματική επιφύλαξη προσεγγίσει
κανείς τον εν λόγω θεσμό, συμβάλει πάντως αναντίρρητα στις αποσυμφόρηση των
δικαστηρίων και στον μετριασμό των δικαστικών εξόδων απ΄ όλους τους
εμπλεκόμενους και διαδίκους σε αντίστοιχη ποινική δίκη .
Σχόλια