Εσφαλμένη αναγραφή του αριθμού της επιδιδόμενης απόφασης στο αποδεικτικό επιδόσεως: Eξομοιώνεται με έλλειψη επιδόσεως του εγγράφου αυτού και δεν κινεί την προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου
ΑΠ 873/2016 (ποιν.): Εσφαλμένη αναγραφή του αριθμού της επιδιδόμενης
απόφασης στο αποδεικτικό επιδόσεως. H επίδοση της απόφασης πρέπει να
αποδεικνύεται από το αποδεικτικό επιδόσεως, στο οποίο πρέπει να αναφέρεται
ρητώς και κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας ο αριθμός της, το Δικαστήριο που την
εξέδωσε και το έτος εκδόσεως της. Η ελλιπής ή εσφαλμένη αναγραφή στο
αποδεικτικό επιδόσεως των στοιχείων του επιδιδομένου εγγράφου κατά τρόπο που
καθιστά αμφίβολη την ταυτότητα του εξομοιώνεται με έλλειψη επιδόσεως του
εγγράφου αυτού και δεν κινεί την προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου, εκτός αν
η ταυτότητα του εγγράφου προκύπτει από άλλα διακριτικά αυτού στοιχεία, που
αναφέρονται στο αποδεικτικό επίδοσης.
«Κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε
εκπροθέσμως κηρύσσεται απαράδεκτο, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, κατά
της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο
αναίρεση. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνη του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. στ’ ΚΠΔ
προκύπτει ότι, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε την
έφεση ως απαράδεκτη, ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα και
μόνο της κρίσεως αυτής, αποκλείεται δε η δυνατότητα προβολής και έρευνας
οποιουδήποτε άλλου λόγου (ΟλΑΠ 3/95).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 εδ. α’ και β’ του
άρθρου 473 του ΚΠΔ, αν ο δικαιούμενος σε άσκηση εφέσεως δεν είναι παρών κατά
την απαγγελία της απόφασης, η προθεσμία είναι δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει
στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα
ημέρες και αρχίζει, σύμφωνα με το άρθρο 166 παρ. 2 ΚΠΔ, από την επόμενη ημέρα
από εκείνη κατά την οποία του επιδόθηκε.
Εξάλλου, προϋπόθεση της απορρίψεως ως εκπρόθεσμης της
εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που έχει εκδοθεί
ερήμην του εκκαλούντος, είναι η έγκυρη επίδοση αυτής, διότι διαφορετικά, στην
περίπτωση δηλαδή που η επίδοση είναι άκυρη, δεν αρχίζει η προθεσμία που ορίζει
ο νόμος και η έφεση ασκείται εμπρόθεσμα. Η προϋπόθεση αυτή, ως διαδικαστική,
εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως για να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη
της εφέσεως.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 161 παρ. 1 ΚΠΔ, η επίδοση του
εγγράφου πρέπει να αποδεικνύεται από το αποδεικτικό επιδόσεως, στο οποίο πρέπει
να αναφέρεται ρητώς και κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας το έγγραφο, το οποίο
επιδίδεται, προκειμένου δε περί δικαστικής αποφάσεως ο αριθμός της, το
Δικαστήριο που την εξέδωσε και το έτος εκδόσεως της. Η ελλιπής ή εσφαλμένη αναγραφή
στο αποδεικτικό επιδόσεως των στοιχείων του επιδιδομένου εγγράφου κατά τρόπο
που καθιστά αμφίβολη την ταυτότητα του εξομοιώνεται με έλλειψη επιδόσεως του
εγγράφου αυτού και δεν κινεί την προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου, εκτός αν
η ταυτότητα του εγγράφου προκύπτει από άλλα διακριτικά αυτού στοιχεία, που
αναφέρονται στο αποδεικτικό επίδοσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την
προσβαλλόμενη απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, απέρριψε ως
εκπρόθεσμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά της υπ’ αριθμ.
14015/27-12-2013 απόφασης του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την
οποία αυτός καταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα πέντε (15) μηνών, μετατραπείσα προς
δέκα (10) ευρώ ημερησίως, για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο
(αρθρ. 25 ν. 1882/1990).
Ειδικότερα, το Δικαστήριο αυτό δέχτηκε ότι η πιο πάνω
απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με απόντα τον
αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επιδόθηκε σ’ αυτόν στις 27-5-2013 με θυροκόλληση
στην κατοικία του επί της οδού ... ο ίδιος δε άσκησε την έφεση του κατά της
απόφασης αυτής στις 15-5-2014, δηλαδή μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας
των δέκα (10) ημερών από την επίδοση αυτή.
Όμως, από το από 27-5-2013 αποδεικτικό επίδοσης του ειδικού
φρουρού Π. Π., το οποίο παραδεκτώς επισκοπείται από το Δικαστήριο τούτο,
προκύπτει ότι επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα η με αριθμό 983/13 ερήμην απόφαση
του Ε Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και όχι η προαναφερθείσα εκκαλουμένη.
Ούτε δε από άλλα στοιχεία του αποδεικτικού αυτού, όπως είναι η περιγραφή της
πράξης, ή η ποινή που επιβλήθηκε, προκύπτει αναμφίβολα ότι η απόφαση που
επιδόθηκε με θυροκόλληση στον αναιρεσείοντα είναι η παραπάνω αναφερομένη που
προσβλήθηκε με την έφεση.
Επομένως, δεν αποδεικνύεται επίδοση της απόφασης του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που προσβλήθηκε με την έφεση του
αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και συνεπώς το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που με την
προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την έφεση αυτή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου
ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της, υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση
εξουσίας κατά το βάσιμο σχετικά, από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Η’ ΚΠΔ, πρώτο λόγο
της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Κατά συνέπεια, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων
αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η
υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο όμως από δικαστές
άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ)».(areiospagos.gr)
Σχόλια