Ακύρωση σύμβασης εγγύησης σε τραπεζικό δάνειο λόγω κουφότητας και απειρίας της εγγυήτριας. Αισχροκερδής και καταπλεονεκτική η δικαιοπραξία σε βάρος της
Πολ.Πρωτοδικείο Αθηνών 184/2019: Περίληψη: Άκυρη η σύμβαση εγγύησης, ως αισχροκερδής και καταπλεονεκτική σε
βάρος της ενάγουσας. Η εναγόμενη τράπεζα δια της προστηθείσας υπαλλήλου
της εκμεταλλεύτηκε την κουφότητα και την απειρία της ενάγουσας εγγυήτριας στις
τραπεζικές συναλλαγές για να την επηρεάσει και να της επιβάλει - έστω και με
έμμεσο τρόπο - την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης και δεν την ενημέρωσε - ως
όφειλε σαν υπεύθυνος πιστωτικός φορέας - για το μέγεθος και τη σοβαρότητα της
ευθύνης, το ύψος της οφειλής που αναλάμβανε, στο ίδιο ύψος με την κύρια οφειλή
του πρωτοφειλέτη και τον κίνδυνο να βρεθεί εκτεθειμένη στην
αποπληρωμή της κύριας οφειλής, σε περίπτωση μη ανταπόκρισης του πρωτοφειλέτη στις
δανειακές του υποχρεώσεις ακόμα και με την προσωπική της περιουσία. Η
συγκεκριμένη δικαιοπραξία ήταν αισχροκερδής, καταπλεονεκτική και
αντικείμενη στα χρηστά ήθη σε βάρος της εγγυήτριας, διότι εξωθήθηκε στην
υπογραφή της χωρίς αντίστοιχη παροχή - ωφέλεια για την ίδια, με εκμετάλλευση
της κουφότητας και της απειρίας της από την τράπεζα, αλλά και τον πρωτοφειλέτη,
οι οποίοι πέτυχαν τη λήψη ωφελημάτων για λογαριασμό τους και μόνον από την
εκταμίευση και χρήση του εν λόγω δανείου.
«Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων συνάγεται ότι η ενάγουσα ωθήθηκε
στην υπογραφή της ως άνω δανειακής σύμβασης με την ιδιότητα της
εγγυήτριας, παρασυρθείσα από τις διαβεβαιώσεις της προστηθείσας υπαλλήλου
της εναγόμενης ότι πρόκειται μόνο για μία απλή και τυπική υπογραφή στο κείμενο
της δανειακής σύμβασης, που θα διευκόλυνε την έγκριση του δανείου από το
αρμόδιο τμήμα χορήγησης αυτού, χωρίς επ' ουδενί να αντιλαμβάνεται τη
σημασία και το μέγεθος της ευθύνης που συνεπάγεται η πράξη της.
Το βέβαιον δε είναι ότι το συγκεκριμένο ποσό αποταμιεύτηκε
και έκανε χρήση του αποκλειστικά ο τότε σύντροφός της και δανειολήπτης, … και
ουδεμία ωφέλεια είχε εξ αυτού η ίδια η εγγυήτρια, η οποία - σημειωτέον - λίγους
μήνες μετά την υπογραφή της δανειακής σύμβασης διέκοψε τη σχέση της με τον
δανειολήπτη και έκτοτε δεν είχε καμία επικοινωνία μαζί του. Εξάλλου, δεν
προέκυψε ότι η ενάγουσα διαθέτει ιδιαίτερη μόρφωση, εκπαιδευτική, επαγγελματική
ή κοινωνική, για να αντιληφθεί τη σημασία της εκ μέρους της σύναψης σύμβασης
εγγύησης με την τράπεζα, προκειμένου να εξυπηρετήσει και εξασφαλίσει το δάνειο
που έλαβε ο τότε σύντροφος της, …, αφού, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, επρόκειτο για
μια νεαρή κοπέλα 23 ετών, απόφοιτη λυκείου, που δεν διέθετε καμία εμπειρία στις
τραπεζικές συναλλαγές, αφού δεν είχε ποτέ δανειοδοτηθεί από κάποιο πιστωτικό
ίδρυμα ούτε είχε και κάποια οφειλή προς οιονδήποτε πιστωτικό ή μη φορέα.
Πέραν δε τούτων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία δεν έλεγξε
προσηκόντως την οικονομική δυνατότητα της ενάγουσας για την παροχή της εγγύησης
και την εκ μέρους της ανάληψη τέτοιας υποχρέωσης, αφού επρόκειτο για μια απλή
μισθωτή υπάλληλο που δεν διέθετε άλλους οικονομικούς πόρους για τη διαβίωση της
πέραν του μισθού της, αλλά ούτε και προέβη - ως όφειλε - στην ορθή αξιολόγηση
των οικονομικών της στοιχείων, τα οποία, απεναντίας συμπλήρωσε ανακριβώς,
προκειμένου να επιτύχει υψηλότερη βαθμολογία στη συστημική αξιολόγηση του
δανείου από το αρμόδιο τμήμα, όπως εκτενώς ανωτέρω εκτέθηκε.
Ειδικότερα, η εναγόμενη τράπεζα υποχρεούταν σε παροχή
ενημέρωσης, πληροφοριών και εξηγήσεων σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης
και μάλιστα τέτοιων, που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση της
εγγυήτριας, και μάλιστα φέρει την ευθύνη να απαντά αληθώς στις ερωτήσεις του
εγγυητή, να τον διαφωτίζει αυτεπάγγελτα όταν είναι σαφές από την εμπειρία της
ότι ο τελευταίος δεν έχει αντιληφθεί το αντικείμενο της κύριας συναλλαγής
(πίστωσης), για τον κίνδυνο που προκαλείται από την αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη και
τη μη εξυπηρέτηση του δανείου εκ μέρους του και να μην υποβαθμίζει εν γνώσει
της τον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο εγγυητής παρουσιάζοντας πλασματικά την
ανάληψη της εγγύησης εκ μέρους του ως «απλώς τυπικό στοιχείο» (βλ. Γεωργιάδη, Η
εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, σελ.42), όπως συνέβη εν προκειμένω. Περαιτέρω,
αποδείχθηκε ότι οι οικονομικές δυνάμεις της ενάγουσας, η οποία ήταν και
παραμένει μια απλή μισθωτή υπάλληλος με χαμηλό μηνιαίο εισόδημα από την εργασία
της, δεν δικαιολογούσαν την ανάληψη τέτοιας υποχρέωσης με ελεύθερη βούληση και
συνείδηση των πράξεών της.
Κατά συνέπεια, η εναγόμενη δια της προστηθείσας υπαλλήλου
της εκμεταλλεύτηκε την κουφότητα και την απειρία της στις τραπεζικές συναλλαγές
για να την επηρεάσει και να της επιβάλει - έστω και με έμμεσο τρόπο - την
υπογραφή της σύμβασης εγγύησης και δεν την ενημέρωσε - ως όφειλε σαν υπεύθυνος
πιστωτικός φορέας - για το μέγεθος και τη σοβαρότητα της ευθύνης, το ύψος της
οφειλής που αναλάμβανε, στο ίδιο ύψος με την κύρια οφειλή του πρωτοφειλέτη και
τον κίνδυνο να βρεθεί εκτεθειμένη στην αποπληρωμή της κύριας οφειλής, σε
περίπτωση μη ανταπόκρισης του πρωτοφειλέτη στις δανειακές του
υποχρεώσεις ακόμα και με την προσωπική της περιουσία, όπερ και συνέβη, αφού ο
δανειολήπτης - πρωτοφειλέτης (…) σχεδόν αμέσως μετά την κατάρτιση της
επίμαχης δανειακής σύμβασης και την εκταμίευση του ποσού του δανείσματος σταμάτησε
να αποπληρώνει τις οφειλόμενες δόσεις αυτού, όπως προκύπτει από την αναλυτική
κίνηση του λογαριασμού της δανειακής του σύμβασης, στην οποία εμφαίνεται ότι η
τελευταία καταβολή που πραγματοποίησε έλαβε χώρα την 05-12-2008 και έκτοτε δεν
προέβη σε καμία άλλη καταβολή οιουδήποτε ύψους έναντι της οφειλής του προς την
εναγόμενη τραπεζική εταιρεία και για το λόγο αυτό η τελευταία μετέφερε στις
05-10-2009 το δάνειο σε οριστική καθυστέρηση με οφειλόμενο την ως άνω
ημερομηνία ποσό ύψους 14.151,58 ευρώ (βλ. την αναλυτική κίνηση του λογαριασμού
της επίμαχης δανειακής σύμβασης σε συνδυασμό με το από 02-10-2017 έγγραφο της
εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, στην οποία εμφαίνεται ότι το ύψος της οφειλής
έχει ανέλθει την 27-09-2017 στο ποσό των 34.853,72 ευρώ, ληφθέντος υπόψη ότι η
εναγόμενη ουδέποτε προέβη σε καταγγελία της δανειακής συμβάσεως).
Βάσει δε τούτων, κρίνεται ότι η συμβατική συμπεριφορά της
τράπεζας ήταν αθέμιτη και καταπλεονεκτική σε βάρος της ενάγουσας και
δεν μπορούν οι όροι της να συγχωρεθούν και δικαιολογηθούν αποκλειστικά και μόνο
προς όφελος του πιστούχου και της τράπεζας, διότι διαταράσσουν υπέρμετρα την
ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την έννομη σχέση του δανείου
σε σχέση με τις τρεις εμπλεκόμενες πλευρές, προδήλως δε καταχρηστικά,
δυσανάλογα και αντίθετα στα χρηστά ήθη, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά
ήθη, καταπλεονεκτικά και άδικα σε βάρος της εγγυήτριας, η οποία, σε
κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αφεθεί ανυπεράσπιστη ως το πλέον αδύναμο μέρος
της σύμβασης πίστωσης, στο έλεος των συμφερόντων και των αποφάσεων των άλλων
συμβαλλομένων.
Η εξέλιξη αυτή είναι αφόρητα επαχθής για την εγγυήτρια, η
οποία δεσμεύθηκε υπέρμετρα πέρα από κάθε έννοια συμβατικής ελευθερίας και
λογικής, χωρίς να έχει ως αντιστάθμισμα οποιοδήποτε συμφέρον ή ενδιαφέρον από
τη σύμβαση πίστωσης υπέρ του πρωτοφειλέτη, από την οποία οφέλη είχαν μόνο
η τράπεζα, η οποία εξασφάλισε την απαίτηση της με την προσωπική περιουσία της
εγγυήτριας και ο πιστούχος, ο οποίος καρπώθηκε το προϊόν του δανείσματος,
είναι δε προφανής η δυσαναλογία παροχής -αντιπαροχής μεταξύ των συμβαλλομένων
στη σύμβαση πίστωσης — εγγύησης.
Ως εκ τούτου, βάσει των ανωτέρω, προκύπτει ότι η
συγκεκριμένη δικαιοπραξία ήταν αισχροκερδής, καταπλεονεκτική και
αντικείμενη στα χρηστά ήθη σε βάρος της εγγυήτριας, διότι εξωθήθηκε στην
υπογραφή της χωρίς αντίστοιχη παροχή - ωφέλεια για την ίδια, με εκμετάλλευση
της κουφότητας και της απειρίας της από την τράπεζα, αλλά και τον πρωτοφειλέτη,
οι οποίοι πέτυχαν τη λήψη ωφελημάτων για λογαριασμό τους και μόνον από την
εκταμίευση και χρήση του εν λόγω δανείου. Τούτο υπερβαίνει το μέτρο που είναι
φυσικό και επιτρεπτό κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, καθώς η συμβατική
ελευθερία της εγγυήτριας δεσμεύτηκε υπέρμετρα (ΕφΑΘ 1275/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.1061).
Συνακόλουθα, κρίνεται ότι συντρέχουν όλοι οι όροι των άρθρων
178 και 179 ΑΚ και πρέπει να θεωρηθεί άκυρη η σύμβαση εγγύησης, ως αισχροκερδής
και καταπλεονεκτική σε βάρος της ενάγουσας, η οποία δεν πρέπει να
επωμιστεί αποκλειστικά την ευθύνη από την ανώμαλη εξέλιξη της επίδικης σύμβασης
τραπεζικού δανείου (ΑΠ 1349/2009, ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 1527/2008, ΑΠ 868/2008, ΑΠ
1019/2007, ΑΠ 936/2007, ΑΠ 1244/2005 Νόμος, ΑΠ 1272/2004 ΕλλΔνη 48.793,
ΑΠ 492/2004 Νόμος, ΕφΑΘ 1275/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.1061, ΕφΘεσ 1027/2010 Αρμ 2012.577),
απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγόμενης τραπεζικής
εταιρείας περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης περί
αναγνώρισης της ακυρότητας της σύμβασης εγγυήσεως οκτώ (8) έτη μετά τη σύναψη
της, αφού η ενάγουσα δεν είχε ενημερωθεί πρωθύστερα για τη μη εξυπηρέτηση του
δανείου από τον πρωτοφειλέτη από την εναγόμενη, η οποία, όλως
κακόπιστα, την ενημέρωσε το πρώτον για την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης το
Μάρτιο του έτους 2016, όταν η οφειλή του δανειολήπτη - πρωτοφειλέτη είχε
εκτιναχθεί στο ύψος των 31.000 ευρώ.
Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η
αγωγή κατά την κύρια βάση της ως βάσιμη κατ' ουσίαν, διότι συντρέχουν οι
προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 178-179 ΑΚ για την κήρυξη ως άκυρης της
μεταξύ της τράπεζας και της ενάγουσας σύμβασης εγγύησης, που υπεγράφη κατά την
κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πίστωσης μεταξύ της τράπεζας και του πρωτοφειλέτη,
…, προκειμένου να απαλλαγεί η εγγυήτρια από τη σχετική ευθύνη της έναντι της
εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, παρελκόμενης κατά τα λοιπά της εξέτασης της
επικουρικής αγωγικής βάσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας,
με βάση και το σχετικό αίτημα της, πρέπει να βαρύνουν την εναγόμενη τραπεζική
εταιρεία, λόγω της καθολικής ήττας της τελευταίας (άρθρα 176, 191 §2 του ΚΠολΔικ)».
Δείτε το πλήρες κείμενο της απόφασης στο dsanet.gr
Διαβάστε ακόμα: Ως δικαστικά τεκμήρια λαμβάνονται υπόψη και ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί , ακόμη και χωρίς κλήτευση, στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των ιδίων ή άλλων διαδίκων (ΑΠ)
Δείτε το πλήρες κείμενο της απόφασης στο dsanet.gr
Διαβάστε ακόμα: Ως δικαστικά τεκμήρια λαμβάνονται υπόψη και ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί , ακόμη και χωρίς κλήτευση, στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των ιδίων ή άλλων διαδίκων (ΑΠ)
Σχόλια