Όταν τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν το άλλο μισό της ύπαρξής τους- Ο ρόλος των Κέντρων Επικοινωνίας Παιδιού και Γονέα


Tης Δήμητρας Μουσιώλη, Δικηγόρου, Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας
Είναι Σάββατο, δέκα το πρωί και οι πόρτες του Κέντρου Επικοινωνίας Παιδιού και Γονέα ανοίγουν. Οι άνθρωποι που μέχρι εκείνη την ώρα περίμεναν από έξω μπαίνουν στην μεγάλη αίθουσα και ο καθένας κάθεται σε κάποιο τραπέζι από τα πολλά που υπάρχουν στην αίθουσα.
Πρόκειται για μπαμπάδες ή μαμάδες που λόγω διαζυγίου ή (αν δεν υπήρξε κάποιος γάμος) λόγω διακοπής της σχέσης τους με τον/την πρώην σύντροφό τους περιμένουν να δουν τα παιδιά τους με τα οποία πια δεν μένουν στο ίδιο σπίτι. Πολλοί από αυτούς θα χρειαστεί να κάνουν ένα πολύωρο ταξίδι για να φτάσουν στην πόλη όπου βρίσκεται το κέντρο ερχόμενοι ίσως και κατευθείαν από τη δουλειά τους προκειμένου να είναι στην ώρα τους για το καθορισμένο ραντεβού.
Οι υπεύθυνοι του κέντρου πηγαίνουν στον ειδικό χώρο που προορίζεται για τους γονείς που έχουν την επιμέλεια (οι οποίοι έχουν φέρει τα παιδιά στο κέντρο μπαίνοντας από διαφορετική είσοδο για να μην έρθουν σε επαφή με την άλλη πλευρά) για να τα συνοδεύσουν στην αίθουσα που βρίσκεται ο άλλος γονιός.
Τα βλέμματα καρφώνονται στην πόρτα, χαμόγελα φωτίζουν τα πρόσωπα και αγκαλιές ανοίγονται διάπλατα. Για δύο ώρες τα παιδιά αυτά θα παίξουν, θα μιλήσουν και θα γελάσουν με το γονιό που βλέπουν μία ή δύο φορές το μήνα και που δεν μοιράζονται μαζί του καμία στιγμή της καθημερινότητάς τους.
Αυτό λοιπόν είναι το έργο και ο σκοπός των κέντρων αυτών που ονομάζονται «Child Contact Centres (CCC)» και είναι διάσπαρτα στην Αγγλία, την Ουαλία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Η δημιουργία ενός ασφαλούς, ευχάριστου και φιλόξενου χώρου όπου ο γονιός και το παιδί θα έχουν τη δυνατότητα και την ευκαιρία να κρατάνε δυνατό και ζωντανό το δεσμό αίματος που τους ενώνει.
Η ιδέα ξεκίνησε από μια γυναίκα ειρηνοδίκη, την Mary Lower. Δικάζοντας υποθέσεις διαζυγίου αφουγκράστηκε την ανάγκη του γονέα που λόγω των νέων συνθηκών δεν έμενε πια στην πατρική κατοικία (και που οι σχέσεις του με τη μητέρα των παιδιών του ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικές) να έχει έναν χώρο που δε θα είναι τα Mc Donalds (όπως συνήθιζε να λέει χαρακτηριστικά) και που θα περνά ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά του.
Δειλά-δειλά λοιπόν και με πενιχρά οικονομικά μέσα η γυναίκα αυτή κατάφερε το 1985 να ανοίξει στο Νόττινχαμ το πρώτο CCC χωρίς να έχει την παραμικρή υποψία για το τι θα επακολουθούσε καθώς η φήμη για την αποτελεσματικότητα του εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα που αναρίθμητες επιστολές από όλη τη χώρα άρχισαν να καταφτάνουν καθημερινά στο γραμματοκιβώτιό της παρακινώντας την να δημιουργήσει ένα δίκτυο ιδρύοντας ανάλογα κέντρα και σε άλλες πόλεις.
Με μότο τη φράση: «Τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν και τα δυο μισά της ύπαρξής τους», η Mary ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα αυτό και σε έξι μόλις χρόνια κατάφερε να ανοίξει 26 τέτοια κέντρα στελεχώνοντας τα με εκπαιδευμένο προσωπικό και αφοσιωμένους εθελοντές. Σήμερα, μετά από πολύ δουλειά και αξιοθαύμαστη επιμονή μπορούμε πλέον να μιλάμε για έναν εύρωστο φιλανθρωπικό οργανισμό που αριθμεί περι τα 400 Child Contact Centres και τους 4000 εθελοντές σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η παραπομπή στα κέντρα αυτά γίνεται είτε από το οικογενειακό δικαστήριο, είτε από τους δικηγόρους ή τους διαμεσολαβητές είτε από τις κοινωνικές υπηρεσίες ή τον CAFCASS είτε φυσικά και μετά από αίτηση των ίδιων των ενδιαφερομένων.
Οι υπηρεσίες του οργανισμού παρέχονται είτε δωρεάν είτε με την καταβολή ενός μικρού χρηματικού ποσού ενώ υπάρχει αυστηρός έλεγχος για τυχόν ιστορικά κακοποίησης ή επιθετικής συμπεριφοράς από πλευράς του γονέα που ζητά την επικοινωνία με το παιδί του μέσω του κέντρου αυτού.
Παρόντες στην αίθουσα τις δύο αυτές ώρες που διαρκεί η συνάντηση υπάρχουν εκτός από τους γονείς και τα παιδιά και οι υπεύθυνοι του προγράμματος οι οποίοι χωρίς να είναι παρεμβατικοί ή να παίζουν το ρόλο του χωροφύλακα εξασφαλίζουν ότι τηρούνται οι κανόνες, ότι τα παιδιά είναι ασφαλή και ότι όλα διεξάγονται ομαλά κατά την επικοινωνία μεταξύ τους.
Σε μια κοινωνία όπως αυτή της Αγγλίας όπου οι στατιστικές (σε ότι αφορά στο ζήτημα των διαζυγίων ή του χωρισμού γονέων) είναι αποθαρρυντικές με νούμερα που την τοποθετούν στην κορυφή της λίστας των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά διαλυμένων οικογενειών και με περισσότερα από ένα εκατομμύριο παιδιά να μην έχουν καμία απολύτως επαφή με τον γονιό που έχει φύγει από το σπίτι, τα κέντρα αυτά αποτελούν μια μικρή τρύπα φωτός στη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Και αν και δεν συγκαταλέγονται στις υπηρεσίες που στοχεύουν στην πρόληψη χτυπώντας έτσι το πρόβλημα στη βάση του καταφέρνουν παρόλαυτα κάτι πολύ σημαντικό για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών : να κρατήσουν ζωντανή την επαφή με τον άλλο γονιό, να υπενθυμίζουν και να επιτρέπουν την ύπαρξη του στις ζωές τους  ώστε και τα παιδιά με τη σειρά τους να μπορούν να προσδιορίζονται ως προσωπικότητες χωρίς να νιώθουν ότι τους λείπει η άλλη τους μισή πλευρά ή χωρίς να νιώθουν ενοχές ή αισθήματα θυμού ή εγκατάλειψης που θα τα κουβαλούν μέσα τους και στην ενήλικη ζωή τους.
Έχοντας η ίδια προσωπική εμπειρία από ένα τέτοιο κέντρο επικοινωνίας στην πόλη όπου ζω στα νότια της Αγγλίας δε μπορούσα παρά να σκεφτώ πόσο χρήσιμη θα μπορούσε ίσως να είναι και στην Ελλάδα η δημιουργία του. Γιατί παρά το γεγονός οτι οι δομές της ελληνικής οικογένειας είναι πιο ισχυρές από εκείνες της αγγλικής με την παρουσία συγγενών που βοηθούν συνήθως τον γονιό παρέχοντας του ένα χώρο για να βλέπει τα παιδιά του, θεωρώ ότι και στη δική μας κοινωνία υπάρχει μια τέτοια ανάγκη. Το μόνο και δυστυχώς αξεπέραστο όπως φαίνεται πρόβλημα είναι η σύνδεση ενός τέτοιος κέντρου με τις εκάστοτε τοπικές κοινωνικές υπηρεσίες ή με ένα οικογενειακό δικαστήριο που για λόγους που ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω δε δημιουργείται ακόμα στο ελληνικό δικαστικό σύστημα.
Διαβάστε και άλλα άρθρα της Δήμητρας Μουσιώλη εδώ

Σχόλια