Η συμβολή του διεθνούς εθιμικού δικαίου στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων


Της Γεωργίας Τσάκνη, Δρ. Νομικής Σχολής ΔΠΘ
1. Εθιμικό δίκαιο
Μια άγραφη πηγή δικαίου, η οποία έχει γίνει αντικείμενο ευρείας συζήτησης και προβληματισμού, αναφορικά με το πεδίο λειτουργίας και εφαρμογής της, αποτελεί το εθιμικό δίκαιο.
Δεν είναι λίγες οι φορές που η έννοια του εθίμου έχει υποβαθμιστεί και παρερμηνευτεί στην ελληνική έννομη τάξη. Στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο το έθιμο εξακολουθεί να έχει βαρύνοντα ρόλο, καθώς σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 2 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος, οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου.
Το έθιμο παράγεται από μια σταθερά επαναλαμβανόμενη πρακτική με συνείδηση δικαίου (opinio juris) σε θέματα που αφορούν τομείς που εμπίπτουν στο αντικείμενο του ουσιαστικού Συντάγματος[1].
Όπως είναι ευρέως διαδεδομένο, το έθιμο αποτελεί άγραφη πηγή του δικαίου. Παρόλα αυτά, η σημασία του είναι ολοένα και μικρότερη, καθώς το γραπτό δίκαιο καλύπτει πλέον κάθε λεπτομέρεια που χρήζει ρύθμισης. Σε κάθε περίπτωση, το έθιμο δεν μπορεί να είναι καταργητικό, παρά μόνο συμπληρωματικό[2].
Για τους ανωτέρω λόγους, το έθιμο δεν αποτελεί πηγή δικαίου, καθώς δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η διάταξη του άρθρου 1 του Αστικού Κώδικα πρέπει να θεωρηθεί αντισυνταγματική[3]. Επίσης, αξίζει να επισημανθεί πως το έθιμο θεωρείται ότι ισχύει για όλα τα κράτη και αποτελεί όργανο διαμόρφωσης του διεθνούς δικαίου, ενώ υπάρχει και το εσωτερικό εθιμικό δίκαιο των διεθνών οργανισμών.
2. Διεθνές εθιμικό δίκαιο
Διεθνές έθιμο είναι η γενική, σταθερή και ομοιόμορφη πρακτική, που γίνεται δεκτή ως κανόνας δικαίου. Η συμβολή του εθίμου στο διεθνές δίκαιο είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς διαμόρφωσε το πρώτο θεσμικό πλαίσιο συμπεριφοράς μεταξύ των κρατών, ενώ το γενικό διεθνές δίκαιο (έθιμο) συνυπάρχει με τις συνθήκες και θεωρείται υποχρεωτικό, καθώς αποτελεί έκφραση μιας αναγκαιότητας[4]. Για τη διαπίστωση και απόδειξη του διεθνούς εθίμου χρησιμοποιούνται αποφάσεις τόσο διεθνών, όσο και εσωτερικών δικαστηρίων, διπλωματική αλληλογραφία, πρακτικά συνεδριάσεων, γνωμοδοτήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών των κρατών, διεθνείς συνθήκες, εσωτερική νομοθεσία και πρακτική διεθνών οργανισμών[5].
Αναφορικά με το διεθνές εθιμικό δίκαιο, αυτό εστιάζει σε δύο στοιχεία: τη συνεπή και διεθνή πρακτική των κρατών και την υποκειμενική αποδοχή της πρακτικής ως νόμου από τη διεθνή κοινότητα (opinio juris). Υπάρχουν αρκετές πηγές που μπορεί κανείς να θεωρήσει ως αποδεικτικά στοιχεία της opinio juris. Αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη διπλωματική αλληλογραφία, γνώμες των γραφείων μετανάστευσης, νόμους μετανάστευσης και διεθνείς πολιτικές, συμβουλευτικές γνώμες από τα γραφεία του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσεις δικαστηρίων μετανάστευσης, αρχές κοινωνικής πρόνοιας σχετικά με την υποστήριξη των παιδιών και των επακόλουθων συζύγων, απόψεις του Υπουργείου Εξωτερικών και δικαστικές αποφάσεις[6].
3. Διεθνές εθιμικό δίκαιο και ανθρώπινα δικαιώματα
Στη μετέπειτα ανάλυση, θα εστιάσουμε στη συμβολή του διεθνούς εθιμικού δικαίου στα ανθρώπινα δικαιώματα. Πολλοί ακαδημαϊκοί αναφέρουν ότι οι γενικές αρχές της ισότητας και της μη διάκρισης αποτελούν μέρος του εθιμικού δικαίου[7]. Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζεται από την κρατική πρακτική και την opinio juris, από τα οποία υπάρχουν αρκετά στοιχεία από τα προηγούμενα είκοσι πέντε χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών δηλώσεων της διεθνούς κοινότητας στις διασκέψεις των Ηνωμένων Εθνών, όπου τα κράτη μέλη σέβονται τη δέσμευσή τους για την ισότητα των γυναικών σε διάφορες συνθήκες ανθρωπίνων δικαιωμάτων[8], καθώς και την εθνική νομολογία και τη νομοθεσία που επιβάλλει την ισότητα των φύλων[9]. Το γεγονός ότι μερικά κράτη συνεχίζουν να κάνουν διακρίσεις βάσει του φύλου θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μη συμμόρφωση με τον διεθνή κανόνα παρά με την απόδειξη ενός νέου κανόνα[10].
Η ισότητα όλων των ατόμων, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας ή εθνοτικής καταγωγής, έχει καταστεί «γενική αρχή του δικαίου» και συγκεκριμένα η ισότητα στην οικογένεια αποτελεί μια «γενική αρχή του δικαίου». Επιπρόσθετα, το διεθνές δίκαιο περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κανόνων δικαίου, όπως το δημόσιο, το συνταγματικό, το διοικητικό, το ιδιωτικό, το εμπορικό δίκαιο κλπ[11].
Η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα στα εβδομήντα ένα χρόνια μετά την υιοθέτηση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τη Γενική Συνέλευση του Ηνωμένου Βασιλείου τον Δεκέμβριο του 1948, αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα αξιόλογο επίτευγμα. Μία συνάθροιση συνθηκών και πρόσθετων δηλώσεων, στηριζόμενων στις βάσεις των αρχών που κατοχυρώνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη, αποτελεί μια πραγματική διεθνή τάξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία έχει μετατρέψει το παγκόσμιο νομικό τοπίο και έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνητικοί ηγέτες αντιμετωπίζουν τα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η άνοδος του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα συνοδεύεται από αντίστοιχη ενίσχυση και επέκταση του διεθνούς ποινικού δικαίου, ένα σώμα νόμων που επιδιώκει να κρατήσει τα άτομα υπεύθυνα για σοβαρά διεθνή εγκλήματα που παραβιάζουν τα  εδραιωμένα πρότυπα του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα[12].
Στην περίπτωση των κανόνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η πραγματική «πρακτική» των κρατών που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ταυτίζεται με την ανάμειξη και τη συμμετοχή των κρατών σε έκδηλες προσβολές στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα[13].
4.  Συμπέρασμα
Αναντίρρητα, ο ρόλος του διεθνούς εθιμικού δικαίου είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς  ρυθμίζει με σαφή και εύρυθμο τρόπο τις σχέσεις μεταξύ των κρατών.
Από τα προαναφερθέντα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συμβολή του διεθνούς εθιμικού δικαίου είναι καταλυτική στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς μάχεται ενάντια στην καταπάτηση και παραβίασή τους και αντιμετωπίζει φαινόμενα κοινωνικών προκαταλήψεων και εν γένει ανισοτήτων. Οι συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης προστατεύονται και λειτουργούν ως «ομπρέλα» για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


[1] https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/4284/1/04_chapter_03.pdf
[2] Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τομ. Α, 261-266
[3] Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 315
[4] http://www.nomothesia.net
[5] http://www.nomothesia.net
[6] https://www.justice.gc.ca/eng/rp-pr/other-autre/poly/chap5.html
[7] βλ. Abdulaziz, Cabales and Balkandal v. the United Kingdom, 15/1983/71/107-109 (ECHR)
[8] The Women's Convention, The Political Covenant, The Economic Covenant, Declaration on the Elimination of Discrimination against Women (1967), Declaration on the Elimination of Violence against Women (1993)
[9] The Women's Convention, The Political Covenant, The Economic Covenant, Declaration on the Elimination of Discrimination against Women (1967), Declaration on the Elimination of Violence against Women (1993)
[10] The Women's Convention, The Political Covenant, The Economic Covenant, Declaration on the Elimination of Discrimination against Women (1967), Declaration on the Elimination of Violence against Women (1993)
[11] Opinion of Tanaka J., South-West Africa Cases (Second Phase), Judgment of 18 July 1966, [1966] I.C.J. Rep. 284 as cited in Ian Brownlie, ed., Basic Documents on Human Rights, 2nd ed. (Oxford: Clarendon Press, 1981) at 451
[12] Brian D. Lepard, “Why Customary International Law Matters in Protecting Human Rights”, Völkerrechtsblog, 25 February 2019, doi: 10.17176/20190225-133150-0
[13] Brian D. Lepard, “Why Customary International Law Matters in Protecting Human Rights”, Völkerrechtsblog, 25 February 2019, doi: 10.17176/20190225-133150-0

Σχόλια