Η ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου σε ποινές φυλάκισης και οι ελαφρυντικές περιστάσεις υπό το πρίσμα του νέου Ποινικού Κώδικα
Του Χρήστου Στόικου, ασκ. Δικηγόρου*
Ι. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΕ ΠΟΙΝΕΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ
ΓΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΤΕΛΕΣΘΟΥΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΣΕ ΙΣΧΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ
ΚΩΔΙΚΑ (1/7/2019)
Α. Ποινές φυλάκισης που δεν υπερβαίνουν τα τρία έτη
Σύμφωνα με την
παράγραφο 1 του άρθρου 99 του νέου Ποινικού Κώδικα «Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το
δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από ένα έως
τρία έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία
στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει
τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος αναστολής
δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής και αρχίζει από τη
δημοσίευση της απόφασης που χορηγεί την αναστολή».
Παρατηρούμε ότι
με τον νέο Ποινικό Κώδικα αναμορφώθηκε ο θεσμός της αναστολής εκτελέσεως της
ποινής. Ειδικότερα, έπαψε πλέον να αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση
της αναστολής ο χαρακτηρισμός του δράστη ως πρωτόπειρου. Πιο συγκεκριμένα,
σύμφωνα με τον προϊσχύοντα Ποινικό Κώδικα το δικαστήριο χορηγούσε το ευεργέτημα
της αναστολής εκτελέσεως της ποινής εφόσον ο δράστης ήταν πρωτόπειρος, ήτοι
εφόσον δεν είχε καταδικαστεί αμετάκλητα στο παρελθόν με μία μόνη ή με
περισσότερες αποφάσεις σε ποινή στερητική της ελευθερίας υπερβαίνουσα
(συνολικά) το ένα έτος.
Υπό το σημερινό
καθεστώς του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο χορηγεί υποχρεωτικά στον κατηγορούμενο-καταδικασθέντα
το ευεργέτημα της αναστολής εκτελέσεως της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, εφόσον
η τελευταία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη
προηγούμενων καταδικών, καθώς και του συνολικού ύψους των ποινών που έχουν
επιβληθεί. Με άλλα λόγια, η αναστολή εκτελέσεως της ποινής χορηγείται πλέον ανεξαιρέτως
τόσο σε πρωτόπειρους, όσο και σε μη πρωτόπειρους δράστες. Παράλληλα, στην ίδια απόφαση που χορηγεί την
αναστολή το δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει τους όρους υπό τους οποίους
παρέχεται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, όπως ενδεικτικά αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 99 ΠΚ.
Κατ’ εξαίρεση το
δικαστήριο δύναται να μη διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας
ποινής φυλάκισης, η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, μόνο εφόσον κρίνει ότι η
εκτέλεση της είναι απολύτως αναγκαία για
να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Στην
περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα οφείλει να λαμβάνει υπόψη το «ποινικό παρελθόν» του κατηγορουμένου, ήτοι
την ύπαρξη ή μη προηγούμενων καταδικαστικών αποφάσεων, το είδος και τη βαρύτητα
των αξιόποινων πράξεων, τη ροπή του δράστη στην προσβολή (με βλάβη ή
διακινδύνευση) ξένων έννομων αγαθών, στοιχεία που προδήλως φανερώνουν την
επικινδυνότητα του συγκεκριμένου καταδικασθέντος και την ανάγκη εκτελέσεως της
ποινής που του επιβλήθηκε. Όπως μάλιστα αναφέρει και η Αιτιολογική Έκθεση του
νέου Ποινικού Κώδικα «η ύπαρξη πολλών
μικρών καταδικών για το ίδιο ή για παρόμοια αδικήματα μπορεί να υποδηλώνει
αυξημένη παραβατικότητα ή επικινδυνότητα του καταδικασθέντος, η οποία να
καθιστά απολύτως αναγκαία την εκτέλεση της ποινής. Από την άλλη πλευρά, ακόμα
και μια βαριά σχετικά καταδίκη είναι πιθανό να μην είναι ενδεικτική αυξημένης
παραβατικότητας ή επικινδυνότητας του καταδικασθέντος, αν λ.χ πρόκειται για ένα
βαρύ εξ αμελείας πλημμέλημα». Είναι ένα σημείο το οποίο χρίζει ιδιαίτερης
προσοχής, καθότι αναβαθμίζεται σημαντικά τόσο η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου,
το οποίο κάθε φορά θα καλείται να κρίνει εάν ο μη πρωτόπειρος καταδικασθείς
είναι επικίνδυνος για τα έννομα αγαθά της εννόμου τάξεως και συνεπώς απαραίτητη
η εκτέλεση της ποινής, όσο και ο ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης, ο οποίος κάθε
φορά θα καλείται να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος-εντολέας του παρά την ύπαρξη
προηγούμενων καταδικών δε κρίνεται επικίνδυνος για τα έννομα αγαθά του
κοινωνικού συνόλου.
Συνεπώς, δεν
αποτελεί πλέον προϋπόθεση για τη χορήγηση του ευεργετήματος της αναστολής η
ύπαρξη πρωτόπειρου δράστη (η αναστολή χορηγείται και σε μη πρωτόπειρους
δράστες), πλην όμως εάν ο κατηγορούμενος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα στο
παρελθόν και για άλλες αξιόποινες πράξεις, ήτοι δεν είναι πρωτόπειρος, το δικαστήριο
θα μπορεί να κρίνει ότι ο συγκεκριμένος καταδικασθείς είναι επικίνδυνος για τα
έννομα αγαθά της έννομης τάξης με απόρροια τη μη χορήγηση της αναστολής
εκτελέσεως της επιβληθείσας ποινής.
Συμπερασματικά,
δύο είναι οι προϋποθέσεις για την χορήγηση του ευεργετήματος της αναστολής
εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής, μία θετική και μία αρνητική. Πιο
συγκεκριμένα, η θετική προϋπόθεση είναι η επιβολή περιοριστικής της ελευθερίας
ποινής για πλημμέλημα ή κακούργημα μη υπερβαίνουσας τα τρία έτη και η αρνητική προϋπόθεση
είναι να μην κρίνει το δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία[1]
ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για την αποτροπή του
καταδικασθέντος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Έτσι λόγου χάρη αν
καταδικασθεί κάποιος για κλοπή (α. 372 ΠΚ) σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, το δικαστήριο
θα διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής ακόμα και αν στο
παρελθόν (προ τεσσάρων ετών) είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών για
υπεξαίρεση (α. 375 ΠΚ), δυνατότητα που σύμφωνα με τον προϊσχύοντα Ποινικό
Κώδικα δε θα ήτο εφικτή ένεκα προηγούμενης καταδίκης σε ποινή στερητική της
ελευθερίας υπερβαίνουσας το ένα έτος. Βέβαια το δικαστήριο δύναται να κρίνει,
ένεκα του βεβαρημένου ποινικού παρελθόντος του καταδικασθέντος, ότι είναι
απαραίτητη η εκτέλεση της ποινής προκειμένου να αποτραπεί από τη τέλεση νέων
αξιόποινων πράξεων.
Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να γίνουν κάποιες
επιπρόσθετες παρατηρήσεις꞉
α. Όπως και στον προϊσχύοντα Ποινικό Κώδικα, έτσι και στον
ισχύοντα, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή
των προϋποθέσεων χορήγησης της αναστολής και εφόσον κρίνει ότι αυτές συντρέχουν
(ήτοι επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη
και μη κρίση του δικαστηρίου ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απαραίτητη για την
αποτροπή του καταδικασθέντος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων) οφείλει να
την χορηγήσει, αλλιώς η απόφαση του θα είναι αναιρετέα ένεκα αρνητικής υπέρβασης
εξουσίας (α. 510 παρ. 1 στ. Θ΄ ΚΠΔ)[2].
β. Σε περίπτωση αληθινής συρροής εγκλημάτων (άρθρο 94 ΠΚ),
όταν έχει καθορισθεί μία συνολική ποινή περιοριστική της ελευθερίας, το όριο
των τριών ετών για τη χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής κρίνεται με
βάση τη συνολική ποινή και όχι με βάση το άθροισμα των επιμέρους ποινών που
επιβλήθηκαν για κάθε επιμέρους αξιόποινη πράξη[3].
γ. Η αναστολή εκτέλεσης ανακαλείται και συνεπώς θεωρείται
ότι δε χορηγήθηκε ποτέ, αν κατά τη διάρκεια της (κατά τη διάρκεια του χρόνου
δοκιμασίας) καταστεί αμετάκλητη καταδίκη για πράξη που τελέστηκε πριν από τη
δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή και η συνολική ποινή που επιβάλλεται
σύμφωνα με το άρθρο 97 ΠΚ (καθορισμός συνολικής ποινής σε περίπτωση επιγενόμενης
πραγματικής αληθινής συρροής εγκλημάτων[4])
υπερβαίνει τα τρία έτη, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη,
διατάξει ρητά με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφράς
φύσεως του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη (άρθρο 101 ΠΚ).
Επιπροσθέτως, είναι δυνατή, όπως και στον προϊσχύοντα Ποινικό Κώδικα, η άρση
της αναστολής υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 102 ΠΚ.
δ. Δεν αναστέλλεται η εκτέλεση των ποινών σε χρήμα ή σε
παροχή κοινωφελούς εργασίας (ως κύριων ποινών), διότι ο σκοπός της αναστολής
είναι η αποφυγή του εγκλεισμού του δράστη στη φυλακή και των αρνητικών του
επιπτώσεων. Συνεπώς, εάν επιβληθεί χρηματική ποινή μαζί με ποινή στερητική της
ελευθερίας αναστέλλεται η εκτέλεση μόνο της τελευταίας[5].
ε. Έχει απασχολήσει εντόνως την ποινική θεωρία και τη
νομολογία το ζήτημα της έναρξης του χρόνου δοκιμασίας, ήτοι το σημείο εκείνο
από το αρχίζει ο χρόνος της (συνήθως τριετούς) αναστολής εκτέλεσης της ποινής.
Σχετικά με το ζήτημα αυτό έχουν διατυπωθεί τέσσερις βασικές απόψεις. Πιο
συγκεκριμένα, η έναρξη του χρόνου δοκιμασίας εντοπίζεται꞉ α) όταν
καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που διατάσσει τη χορήγηση της αναστολής, β) όταν
εκδοθεί η πρωτόδικη απόφαση, εκτός εάν αυτή εξαφανισθεί μετά την άσκηση εφέσεως
και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο χωρίς να καταστήσει χειρότερη τη θέση του
καταδικασθέντος (470 ΚΠΔ) επιβάλλει νέα ποινή η εκτέλεση της οποίας
αναστέλλεται, οπότε αφετηρία είναι η έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου, γ) όταν εκδοθεί η πρωτόδικη απόφαση με την οποία χορηγείται η
αναστολή και δ) η επομένη της ημέρας που η απόφαση περί αναστολής γίνεται
εκτελεστή, οπότε ενεργοποιείται η σχετική διάταξη[6].
Ο νέος Ποινικός
Κώδικας φαίνεται να επιλύει αυτό το κρίσιμο και πολύ σημαντικό πρακτικά ζήτημα
καθώς στο άρθρο 99 παρ. 1 εδ. β΄ ορίζεται πλέον ρητά ότι ο χρόνος αναστολής
αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που χορηγεί την αναστολή. Τούτο σημαίνει (με την επιφύλαξη αντίθετης
μέλλουσας νομολογίας[7])
ότι ο χρόνος δοκιμασίας αρχίζει από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης που
χορηγεί την αναστολή. Μια λύση ορθή, και κατά την άποψη του γράφοντος[8],
διότι ο σκοπός χορήγησης της αναστολής είναι αφενός να αποτρέψει τις δυσμενείς
για την προσωπικότητα του καταδικασθέντος συνέπειες του εγκλεισμού του σε σωφρονιστικό
κατάστημα με κρατούμενους που έχουν ροπή στην βαριά εγκληματικότητα και
αφετέρου να δοκιμασθεί σε ένα καθεστώς ελεύθερης, αλλά ελεγχόμενης, διαβίωσης η
ικανότητα του να απόσχει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και να
σεβαστεί τα έννομα αγαθά των άλλων ανθρώπων και του κοινωνικού συνόλου εν γένει
ή αν κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο οπότε η εκτέλεση της ποινής κρίνεται αναγκαία.
Τούτο δέον όπως ελεγχθεί από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης οπότε και
αφήνεται για πρώτη φορά ελεύθερος ο καταδικασθείς[9].
Η λύση που φαίνεται να υιοθετεί ο νέος Ποινικός Κώδικας κρίνεται ορθή και για
τον επιπρόσθετο λόγο, ότι παρέχει στον καταδικασθέντα ευνοϊκότερη ποινική
μεταχείριση. Άλλωστε, όλες οι διατάξεις τόσο του ουσιαστικού, όσο και του
δικονομικού ποινικού δικαίου θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται υπό
το πρίσμα της υπέρτερης ποινικής προστασίας και της ευνοϊκότερης ποινικής
μεταχείρισης του κατηγορούμενου-καταδικασθέντος, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων.
Το ζήτημα της έναρξης του χρόνου
δοκιμασίας παρουσιάζει μεγάλη πρακτική σημασία, ιδίως ενόψει των προβλέψεων των
παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 102 ΠΚ, καθώς και του άρθρου 573 παρ. 1 περ. γ΄
ΚΠΔ [Το δελτίο ποινικού μητρώου παύει να ισχύει και αποκλείεται η χρησιμοποίησή
του για οποιονδήποτε σκοπό, αν με την καταδικαστική απόφαση για την οποία έχει
συνταχθεί δελτίο ποινικού μητρώου χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης της ποινής,
σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ, μετά την πάροδο πέντε ετών από τη λήξη του χρονικού
διαστήματος της αναστολής (ήτοι από την λήξη του χρόνου δοκιμασίας, Γνωμ
ΕισΠλ Πατρ 3/1989 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), εφ’ όσον η αναστολή δεν έχει αρθεί ή ανακληθεί].
Στην περίπτωση
που το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να χορηγήσει την αναστολή γιατί η
εκτέλεση της ποινής είναι απαραίτητη για την αποτροπή του καταδικασθέντος από
την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων τίθεται το ερώτημα με ποιόν τρόπο ο
τελευταίος θα εκτίσει την ποινή του. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί
να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής και παράλληλα την εκτέλεση
μέρους αυτής, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα
ημερών ούτε ανώτερη των τριών μηνών (άρθρο 100 ΠΚ). Περαιτέρω, αν το δικαστήριο
κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 99 και 100 ΠΚ,
δύναται να διατάξει την μετατροπή της ποινής φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα
τρία έτη σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτός αν και στην περίπτωση αυτή
κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον
δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων (άρθρο 104Α ΠΚ). Σχηματικά η ποινική
μεταχείριση του καταδικασθέντος꞉ άρθρο 99 ΠΚ→ 100 ΠΚ→ 104Α ΠΚ.
Σύμφωνα όμως με
άλλη άποψη που λαμβάνει υπόψη την Αιτιολογική Έκθεση του Ποινικού Κώδικα,
εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να αναστείλει την εκτέλεση της
ποινής, θα πρέπει στη συνέχεια να μετατρέψει την ποινή φυλάκισης σε παροχή
κοινωφελούς εργασίας δυνάμει του άρθρου 104Α ΠΚ. Περαιτέρω, αν κρίνει ότι ούτε
η κοινωφελής εργασία είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση
νέων αξιόποινων πράξεων, δύναται να διατάξει τη μερική έκτιση της στερητικής
της ελευθερίας ποινής δυνάμει του άρθρου 100 ΠΚ. Η επιλογή αυτή κρίνεται
ορθότερη διότι σκοπός του νομοθέτη για τις ποινές φυλάκισης που δεν υπερβαίνουν
τα τρία έτη δεν είναι ο εγκλεισμός του δράστη στη φυλακή (έστω και για μικρό
χρονικό διάστημα), αλλά η συνέχιση της ελεύθερης διαβίωσης του είτε σε καθεστώς
αναστολής εκτέλεσης της ποινής είτε σε καθεστώς παροχής κοινωφελούς εργασίας.
Σχηματικά η ορθότερη ποινική μεταχείριση του καταδικασθέντος꞉ 99
ΠΚ → 104Α ΠΚ → 100 ΠΚ.
Σημαντικό ζήτημα,
όμως, ανέκυψε με την αναστολή («πάγωμα») του θεσμού της παροχής κοινωφελούς
εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 98
του ν. 4623/2019 αναστέλλεται (προσωρινά), η παροχή κοινωφελούς εργασίας είτε
ως κύρια ποινή, είτε ως δυνατότητα μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας
ποινής.
Ειδικότερα, το
άρθρο 98 διαλαμβάνει τα εξής꞉
«1.
Αναστέλλεται η ισχύς των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με
τον ν. 4619/11.6.2019 (Α΄ 95), κατά το μέρος που προβλέπουν την παροχή
κοινωφελούς εργασίας είτε ως κύρια ποινή είτε ως μετατροπή στερητικής της
ελευθερίας ποινής ή χρηματικής ποινής.
2. Πλημμελήματα, που προβλέπονται σε διατάξεις
του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 4619/11.6.2019 (Α΄ 95),
και απειλούνται με μοναδική ποινή την παροχή κοινωφελούς εργασίας, τιμωρούνται
με χρηματική ποινή.»
Πλέον δεν είναι
δυνατή (προσωρινά) η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής που δεν
υπερβαίνει τα τρία έτη σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Συνεπώς, στην περίπτωση
που το δικαστήριο κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απαραίτητη, θα τύχει
εφαρμογής το άρθρο 100 ΠΚ και ο καταδικασθείς θα εκτίσει πραγματικά ένα, έστω
και μικρό, τμήμα της στερητικής της ελευθερίας ποινής (δέκα ημέρες έως τρείς
μήνες). Βέβαια, ασφαλιστική δικλείδα για την αποτροπή του εγκλεισμού του
καταδικασθέντος στη φυλακή, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στον δεύτερο βαθμό,
αποτελεί το ένδικο μέσο της εφέσεως, το οποίο έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό
αποτέλεσμα δυνάμει του άρθρου 497 παρ. 2 ΚΠΔ.
Β. Ποινές φυλάκισης που υπερβαίνουν τα τρία αλλά όχι τα
πέντε έτη
Αν ο
κατηγορούμενος καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει συνολικά τα
πέντε έτη (3-5 έτη) θα εκτίσει πραγματικά ένα μέρος της ποινής. Ειδικότερα,
σύμφωνα με το άρθρο 105Α ΠΚ ο καταδικαζόμενος σε ποινή φυλάκισης που δεν
υπερβαίνει συνολικά τα πέντε έτη, μπορεί να δηλώσει προς το δικαστήριο ότι
επιθυμεί να μετατραπεί το υπόλοιπο της ποινής του έως τον χρόνο της υπό όρο
απόλυσης (προκειμένου για φυλάκιση έως ότου εκτίσει με ευεργετικό υπολογισμό τα
δύο πέμπτα αυτής, άρθρο 105Β ΠΚ) σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, αφού θα έχει
εκτίσει πραγματικά το ένα δέκατο αυτής, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι
απολύτως αναγκαία η έκτιση ολόκληρης της ποινής για να τον αποτρέψει από την
τέλεση άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων.
Με το
άρθρο 98 του ν. 4623/2019 αναστέλλεται (προσωρινά), η παροχή κοινωφελούς
εργασίας είτε ως κύρια ποινή, είτε ως δυνατότητα μετατροπής της στερητικής της
ελευθερίας ποινής. Συνεπώς, στην περίπτωση των βαρέων πλημμελημάτων που
τιμωρούνται με ποινές φυλάκισης από 3-5 έτη, δεν θα υπάρχει η δυνατότητα
μετατροπής μέρους της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (για το χρονικό
διάστημα που θα διαρκέσει η αναστολή της κοινωφελούς εργασίας) και ως εκ τούτου
θα πρέπει ο καταδικασθείς να εκτίσει πραγματικά[10]
το σύνολο της ποινής, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται αναστολή εκτέλεσης της
ποινής. Μοναδική ασφαλιστική δικλείδα για την αποτροπή του εγκλεισμού του
καταδικασθέντος στη φυλακή, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στον δεύτερο βαθμό
(με την ελπίδα ότι μέχρι τότε θα έχει αρθεί η αναστολή του θεσμού της παροχής
κοινωφελούς εργασίας), είναι η χορήγηση ανασταλτικής δύναμης στο ένδικο μέσο
της έφεσης (άρθρο 497 παρ. 3 ΚΠΔ).
ΙΙ. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΕ ΠΟΙΝΕΣ
ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΓΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΤΕΛΕΣΘΗΚΑΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΣΕ ΙΣΧΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ (1/7/2019) ΚΑΙ ΘΑ ΕΚΔΙΚΑΣΘΟΥΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΙΣΧY.
Α. Ποινές φυλάκισης που δεν υπερβαίνουν τα τρία έτη
Μεγάλο πρακτικό
ζήτημα αναμένεται να ανακύψει για τις αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν μέχρι
τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα και θα εκδικαστούν μετά την 1η
Ιουλίου του 2019. Ποιάς ποινικής μεταχειρίσεως θα τύχει ο καταδικασθείς
αναφορικά με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, τη μετατροπή της στερητικής της
ελευθερίας ποινής σε χρηματική και την παροχή κοινωφελούς εργασίας; Ποιά λόγου
χάρη θα είναι η ποινική μεταχείριση του Α, ο οποίος δικάζεται σήμερα στο κατά
τόπο αρμόδιο Μονομελές Πλημμελειοδικείο για μία κλοπή που φέρεται να τέλεσε
πριν από την 1/7/2019 και το δικαστήριο του επιβάλλει ποινή φυλάκισης 18 μηνών,
ενώ παράλληλα έχει καταδικαστεί στο παρελθόν αμετάκλητα για άλλες δύο κλοπές
και η συνολική επιβληθείσα ποινή φυλάκισης υπερβαίνει το ένα έτος;
Σύμφωνα με τον προϊσχύοντα
Ποινικό Κώδικα, κατ’ αρχήν το δικαστήριο δε θα μπορούσε να αναστείλει την
εκτέλεση της ποινής, καθότι ο δράστης δεν είναι πρωτόπειρος (έχει καταδικαστεί
αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας υπερβαίνουσα το ένα έτος). Απέμενε
λοιπόν στο δικαστήριο να μετατρέψει την ποινή φυλάκισης σε χρηματική με
περαιτέρω δυνατότητα μετατροπής της σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, σύμφωνα με
τους όρους του άρθρου 82 του προϊσχύοντος ΠΚ.
Σύμφωνα με το
άρθρο 465 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα (μεταβατικές διατάξεις) «οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού
Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης
της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν
μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος».
Επί του θέματος
τούτου θα μπορούσαν να διατυπωθούν δύο διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με μία
άποψη θα εφαρμοστεί αυτούσια η διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ και συνεπώς θα
εφαρμοστούν αυτούσιες και οι διατάξεις του προϊσχύοντος Ποινικού Κώδικα περί
αναστολής και μετατροπής της ποινής σε χρηματική. Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, η
οποία, κρίνεται ορθότερη, το άρθρο 465 ΠΚ θα πρέπει να εφαρμοστεί σε συνδυασμό
με το άρθρο 2 ΠΚ (το οποίο πλέον ορίζει ότι εφαρμόζεται η διάταξη που οδηγεί
στην ευμενέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου και όχι ο νόμος ως
ενιαίο σύνολο, όπως προέβλεπε ο προϊσχύον Ποινικός Κώδικας. Συνεπώς, η νέα
διάταξη του άρθρου 2 ΠΚ δίδει τη δυνατότητα να επιλέξουμε τις ευνοϊκότερες
διατάξεις από ένα σύνολο νόμων δημιουργώντας ουσιαστικά ένα «κολάζ» διατάξεων).
Από τον συνδυασμό
των διατάξεων των άρθρων 2 και 465 του νέου Ποινικού Κώδικα προκύπτει, ότι εάν
ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης μέχρι τρία έτη και είναι
πρωτόπειρος τότε θα τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 99 του προϊσχύοντος
Ποινικού Κώδικα. Στην περίπτωση όμως που ο κατηγορούμενος καταδικαστεί σε ποινή
φυλάκισης μέχρι τρία έτη, αλλά δεν είναι πρωτόπειρος, ένεκα του ότι έχει
καταδικαστεί αμετάκλητα με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε ποινή στερητική της
ελευθερίας που υπερβαίνει το ένα έτος (όπως ακριβώς στο παράδειγμα που τέθηκε
ανωτέρω), θα εφαρμοσθεί το άρθρο 99 του νέου Ποινικού Κώδικα, καθότι είναι ευνοϊκότερο
(δε θέτει ως προϋπόθεση ο δράστης να είναι πρωτόπειρος).
Περαιτέρω, αν το
δικαστήριο κρίνει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ότι η εκτέλεση της
ποινής (και ως εκ τούτου η μη χορήγηση του ευεργετήματος της αναστολής
εκτέλεσης της ποινής) είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί ο καταδικασθείς
από τη τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, τότε τίθεται το ερώτημα αν θα μετατρέψει
την ποινή φυλάκισης σε χρηματική ποινή ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Σύμφωνα με το
άρθρο 465 ΠΚ, το οποίο μας παραπέμπει στο άρθρο 82 του προϊσχύοντος Ποινικού
Κώδικα, θα εφαρμοστούν οι διατάξεις για τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε
χρηματική, οι οποίες είναι ευνοϊκότερες από τις διατάξεις του ισχύοντος
Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κατήργησε τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας
ποινής σε χρήμα. Δε θα πρέπει όμως να παραβλέψουμε το άρθρο 2 ΠΚ, το οποίο
κάνει λόγο για εφαρμογή της ευνοϊκότερης διάταξης και συνεπώς o κατηγορούμενος
θα δύναται να ζητήσει τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης απευθείας σε παροχή
κοινωφελούς εργασίας δυνάμει του άρθρου 104Α του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, η
οποία είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο διάταξη από τη εκείνη του άρθρου
82 του προϊσχύοντος ΠΚ περί μετατροπής σε χρηματική ποινή. Και τέλος μόνο σε
περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι δε θα πρέπει να
μετατρέψει την ποινή φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία δυνάμει του άρθρου 104Α ΠΚ,
θα οφείλει να την μετατρέψει περαιτέρω σε χρηματική δυνάμει του άρθρου 82 του
προϊσχύοντος ΠΚ. Σχηματικά η ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου πρέπει να
είναι η εξής꞉ άρθρο 99 ΠΚ (του παλαιού ή του νέου ΠΚ, ανάλογα αν ο δράστης
είναι ή όχι πρωτόπειρος) → άρθρο 104Α νέου ΠΚ → άρθρο 82 παλαιού ΠΚ.
[Αποκλείεται βέβαια η μετατροπή της φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς
εργασίας, οπότε θα μετατραπεί σε χρηματική βάσει των προβλέψεων του προϊσχύοντος
ΠΚ, αν ο κατηγορούμενος δεν είναι παρών, είτε ο ίδιος αυτοπροσώπως είτε δια του συνηγόρου του κατ’ άρθρο 340
παρ. 3 ΚΠΔ, ή δε συναινέσει στην μετατροπή σε κοινωφελή εργασία (άρθρο 104Α
παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ). Αν ο καταδικασθείς δεν ήταν παρών, μπορεί να ζητήσει τη
μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του
(άρθρο 104Α παρ. 2 εδ β΄)].
Όπως αναφέρθηκε
ανωτέρω, ζήτημα δημιουργείται με την προσωρινή αναστολή του θεσμού της
κοινωφελούς εργασίας είτε ως κύρια ποινή, είτε ως δυνατότητα μετατροπής της
στερητικής της ελευθερίας ποινής ή της χρηματικής ποινής (άρθρο 98 του ν.
4623/2019). Ένεκα αυτής της (αρνητικής) εξέλιξης για το ποινικό μας σύστημα, δε
μένει, όσο διαρκέσει η αναστολή της
κοινωφελούς εργασίας, παρά να εφαρμοσθούν αυτούσιες οι διατάξεις του προϊσχύοντος
ΠΚ για την μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρηματική (στις οποίες παραπέμπει
η μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 νέου ΠΚ), ως ευνοϊκότερες αφ’ ης στιγμής δε
μπορεί η ποινή να μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς εργασίας σύμφωνα με το άρθρο
104 Α του νέου ΠΚ. Μάλιστα δε θα είναι δυνατή η περαιτέρω μετατροπή της
χρηματικής ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις
των διατάξεων του άρθρου 82 (παράγραφοι 5 και 8) του παλαιού ΠΚ.
Β. Ποινές φυλάκισης που
υπερβαίνουν τα τρία αλλά όχι τα πέντε έτη
Εφόσον ο
καταδικασθείς είναι πρωτόπειρος, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν ανωτέρω, το δικαστήριο
θα αναστείλει την εκτέλεση της ποινής υπό επιτήρηση δυνάμει του άρθρου 100 του προϊσχύοντος
ΠΚ, διότι η διάταξη αυτή είναι ευνοϊκότερη από τις προβλέψεις του νέου ΠΚ. Αν
όμως το δικαστήριο κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της
απόφασης στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να
αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, θα μετατρέψει
την ποινή φυλάκισης σε χρηματική με περαιτέρω δυνατότητα μετατροπής της σε
παροχή κοινωφελούς εργασίας (όταν αρθεί η
αναστολή του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας) δυνάμει του άρθρου 82 του προϊσχύοντος
ΠΚ, που περιέχει ευνοϊκότερες διατάξεις για τις ποινές φυλάκισης 3 έως 5 ετών.
Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η νομολογία θα διαμορφώσει το
ερμηνευτικό πλαίσιο των ανωτέρω διατάξεων όπως και όλων των διατάξεων του νέου Ποινικού Κώδικα.
ΙII. ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ
Ο νέος Ποινικός Κώδικας επέφερε ουσιώδεις
αλλαγές και στις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ. Οι ελαφρυντικές
περιστάσεις αποτελούν για τον κατηγορούμενο και συναφώς για τον συνήγορο
υπεράσπισης ένα πολύ σημαντικό «όπλο» μείωσης της ποινής. Επομένως, μια πρώτη
προσέγγιση των αλλαγών που έχουν επέλθει κρίνεται απαραίτητη.
i. Η ελαφρυντική
περίσταση του πρότερου σύννομου βίου꞉ Σύμφωνα
με το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α΄ του νέου ΠΚ, ελαφρυντική περίσταση θεωρείται το
ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα σύννομα, περίσταση που
δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη για ελαφρό πλημμέλημα.
Ο «πρότερος σύννομος βίος» αντικαθιστά τον
«πρότερο έντιμο βίο» που προέβλεπε ο προϊσχύον ΠΚ (ο οποίος απαιτούσε ο
υπαίτιος να είχε ζήσει έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά
κοινωνική ζωή). Η Αιτιολογική Έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα αναφέρει σχετικά꞉ «Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι
ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή
απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει
καταδικαστεί για ελαφρό πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το
Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄) «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και
οικογενειακή του ζωή.»
Σύμφωνα με τον προϊσχύοντα
Ποινικό Κώδικα για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου
έντιμου βίου δεν αρκούσε απλά και μόνο το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά απαιτείτο
η επίκληση και η απόδειξη εκ μέρους του κατηγορουμένου (δια του συνηγόρου
υπεράσπισης) συγκεκριμένων (θετικών) πραγματικών περιστατικών που μπορούσαν να
θεμελιώσουν την έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει
κοινωνική του ζωή και την επωφελή για το κοινωνικό σύνολο δράση
του (ΑΠ 271/2009 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 249/2009 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 627/2004 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
Αντίθετα, ούτε η ύπαρξη προηγούμενων ποινικών καταδικών απέκλειε άνευ ετέρου τη
δυνατότητα αναγνώρισης της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης στο πρόσωπο
του κατηγορουμένου, ιδίως προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις
ήσσονος βαρύτητας και σημασίας (λ.χ καταδικαστικές αποφάσεις για παραβίαση
κειμένων διατάξεων από αμέλεια ή διατάξεων νόμου, που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά
των ατόμων σε επουσιώδη θέματα, όπως είναι κατά κανόνα ο Κώδικας Οδικής
Κυκλοφορίας, ΑΠ 1358/2008 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Ο νέος Ποινικός Κώδικας στην περ. α΄ της
παρ. 2 του άρθρου 84 το προβλέπει πλέον ρητά. Ειδικότερα, αναφέρει ότι η
ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου δεν αποκλείεται από μόνη την
προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου για ελαφρύ πλημμέλημα. Προβλέπεται
δηλαδή ρητά, ότι η μη ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου ένεκα καταδίκης για ένα
μικρής βαρύτητας πλημμέλημα (π.χ μια σωματική βλάβη από αμέλεια ως απόρροια
ενός στιγμιαίου λάθους ή μιας απότομης κίνησης του χεριού του δράστη), το οποίο
ως πράξη δεν ενέχει έντονη αντικοινωνική συμπεριφορά και δεν υποδηλώνει
περιφρόνηση και έλλειψη σεβασμού του κατηγορουμένου για τα έννομα αγαθά του
κοινωνικού συνόλου, αλλά πρόκειται για ένα ήσσονος σημασίας αδίκημα, δεν αρκεί για
να αποκλείσει την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης.
Όπως ειπώθηκε, ο
νέος Ποινικός Κώδικας αξιώνει πλέον από τον κατηγορούμενο να έζησε σύννομο και
όχι έντιμο πρότερο βίο. Τούτο σημαίνει ότι δεν απαιτείται πλέον ο
κατηγορούμενος να αποδεικνύει κάθε φορά με την επίκληση συγκεκριμένων
πραγματικών περιστατικών ότι έζησε μια έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική
και κοινωνική εν γένει ζωή. Συνεπώς, δεν απαιτείται ο κατηγορούμενος να
προσκομίζει λ.χ βεβαιώσεις ότι είναι αιμοδότης, ότι αναπτύσσει φιλανθρωπικό
έργο, να επικαλείται με μάρτυρες ότι παρέχει τη βοήθειά του σε οιονδήποτε
συνάνθρωπο την έχει ανάγκη, ότι είναι ένας άριστος οικογενειάρχης που προσπαθεί
με όλες του τις δυνάμεις, σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς, να μη λείψει κάποιο
απαραίτητο αγαθό από την οικογένειά του κλπ. Από την άλλη, αναφορές στην ύπαρξη
εξωσυζυγικών σχέσεων του κατηγορουμένου, ως απόδειξη της μη έντιμης
οικογενειακής του ζωής (ΑΠ 245/2005 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), δε θα δύνανται πλέον να
αποκλείσουν την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης.
Τούτο φυσικά δε
σημαίνει, κατά την άποψη του γράφοντος, ότι αρκεί μόνο η ύπαρξη ενός λευκού
ποινικού μητρώου για την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως.
Δηλαδή το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δεν αποτελεί από μόνο του
ένδειξη ενός «σύννομου» βίου. Αν ήθελε κάτι τέτοιο ο νομοθέτης θα το δήλωνε
ρητά. Αν, λοιπόν, αποδειχθεί με βεβαιότητα κατά την ακροαματική διαδικασία ότι
ο κατηγορούμενος τέλεσε στο παρελθόν κάποιες αξιόποινες πράξεις (λ.χ τέλεση
αξιόποινων πράξεων, οι οποίες όμως ουδέποτε καταγγέλθηκαν από τους παθόντες),
ακόμα και αν γι’ αυτές δεν έχει ασκηθεί ακόμα ποινική δίωξη ή δεν έχουν
καταστεί αμετάκλητες, δε θα δύναται να του αναγνωριστεί η εν λόγω ελαφρυντική
περίσταση. Επιπλέον, το σύννομο του βίου σχετίζεται με τον σεβασμό του
κατηγορουμένου στα έννομα αγαθά του κοινωνικού συνόλου εν γένει και ως εκ
τούτου για να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση θα πρέπει να
αποδεικνύεται κάθε φορά ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δεν παραβίασε
απαγορευτικούς ή επιτακτικούς κανόνες οποιουδήποτε κλάδου δικαίου και όχι μόνο
του Ποινικού Δικαίου. Εν άλλοις λόγοις, «μη σύννομη» χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε
συμπεριφορά αντιφάσκει προς τις επιταγές της έννομης τάξης, χωρίς να απαιτείται
απαραίτητα να είναι και αξιόποινη. Επομένως, αν κάποιος λ.χ οδηγώντας εντός
κατοικημένης περιοχής αμελώς και με ταχύτητα άνω των 50 χλμ/ώρα (50 χλμ/ώρα
είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας εντός των κατοικημένων περιοχών
σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 ΚΟΚ) προσέκρουσε σε άλλα αυτοκίνητα καταστρέφοντας
τα, θα δύναται να μην του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου
βίου, παρόλο που η φθορά ξένης ιδιοκτησίας εξ αμελείας δε τιμωρείται ως ποινικό
αδίκημα.
Τέλος, δέον όπως
σημειωθεί, ότι η αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου
βίου, όπως και οιασδήποτε άλλης, δεν αποκλείεται από μόνο το γεγονός της ιδιάζουσας
βαρύτητας του εγκλήματος. Ο Ποινικός Κώδικας δεν εξαιρεί την αναγνώριση
ελαφρυντικών περιστάσεων από κανένα έγκλημα, όσο σοβαρό και ειδεχθές και αν
είναι. Και τούτο διότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις δεν συνδέονται με την
αξιόποινη πράξη, αλλά με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου[11].
ii. Η
ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου για σχετικά
μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του꞉
Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε΄ ΠΚ ελαφρυντική
περίσταση θεωρείται το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο
διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.
Έντονη συζήτηση είχε ανακύψει σχετικά με τη
δυνατότητα αναγνώρισης της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης στις περιπτώσεις που
ο κατηγορούμενος κρατείται σε σωφρονιστικό κατάστημα (σε περίπτωση προσωρινής
κράτησης ή σε περιπτώσεις που το ένδικο μέσο της έφεση δεν έχει ανασταλτικό
αποτέλεσμα). Παγίως η νομολογίας μας δέχεται, ότι τυχόν καλή διαγωγή του κατηγορούμενου
κατά το χρονικό διάστημα της παραμονής του στη φυλακή δε συνιστά ελαφρυντική
περίσταση, με την αιτιολογία ότι η αναγνώριση της καλής συμπεριφοράς προϋποθέτει
ένα καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας και περιβάλλον ελεύθερης
βουλήσεως και εκφράσεως και όχι ένα καθεστώς εξαναγκασμένης συμμόρφωσης του
κατηγορουμένου προς τους κανόνες συμπεριφοράς των φυλακών (ΑΠ 369/2010
ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1897/2008 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 301/2005 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Κατά της απόψεως αυτής
έχουν διατυπωθεί σοβαρές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις από την ποινική θεωρία.
Ο νέος Ποινικός
Κώδικας, προβαίνοντας σε μία σημαντική τομή, αναγνωρίζει και προβλέπει πλέον
ρητά αυτό που τόσα χρόνια η ποινική επιστήμη με σθένος υποστηρίζει, ήτοι τη
δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς για
σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη, ακόμα και κατά την κράτηση.
Άλλωστε, ήταν άδικη, μέχρι τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, η μη
αναγνώριση σε κάποιον καταδικασθέντα της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, όταν
εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, όπου ανθεί η εγκληματικότητα, όχι μόνο
δεν επεδείκνυε παραβατική συμπεριφορά, αλλά αντιθέτως εργαζόταν, συμμετείχε σε
διάφορα προγράμματα (π.χ πρόγραμμα απεξάρτησης), στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας
κλπ.
iii.
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 84 ΠΚ ορίζεται ότι ως ελαφρυντική περίσταση
λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται
σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
iii.
Επίσης, είναι σημαντικό να επισημανθεί, ότι σύμφωνα με την παράγραφο 1 του
άρθρο 85 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, σε περίπτωση που συντρέχουν
περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις ή περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής, (λ.χ
μειωμένη ποινή ένεκα απόπειρας εγκλήματος κατ’ άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ και μειωμένη
ποινή ένεκα απλής συνέργειας σε αυτό κατ’ άρθρο 47 εδ. α΄ ΠΚ) ή λόγοι μείωσης
της ποινής μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις το δικαστήριο υποχρεωτικά ελαττώνει
περαιτέρω το κατώτατο όριο της ήδη μειωμένης κατά το άρθρο 83 ΠΚ ποινής, ενώ
παραμένει αμετάβλητο το ανώτατο όριο της. Αναμφίβολα, τούτο συνιστά μια πολύ θετική
εξέλιξη σε σύγκριση με το άρθρο 85 του προϊσχύοντος ΠΚ. Περαιτέρω, η παράγραφος
2 του ίδιου άρθρου προβλέπει ως λόγο περαιτέρω μείωσης της ποινής την ομολογία
ενοχής του κατηγορουμένου κατά την προδικασία, ένεκα του ότι συμβάλλει
τοιουτοτρόπως στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.
* ο Χρήστος Στόικος είναι ασκ.δικηγόρος του Δ.Σ.Εδεσσας
[1] Το δικαστήριο οφείλει να
εξειδικεύει κάθε φορά την αρνητική του κρίση με αναφορά σε συγκεκριμένα
στοιχεία, διαφορετικά η απόφασή του είναι αναιρετέα ένεκα ελλείψεως ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ΄ (ΑΠ 412/2005, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
[2] Χ. Σατλάνης, Εισαγωγή στο Γενικό Ποινικό Δίκαιο,
2013, σελ. 371.
Χ.
Σατλάνης, Εισαγωγή στο Γενικό Ποινικό
Δίκαιο, 2013, σελ. 371.
[4] Σχηματισμός συνολικής ποινής,
όταν σε βάρος του ίδιου προσώπου εκκρεμούν προς έκτιση ποινές που έχουν
επιβληθεί με περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικές αξιόποινες
πράξεις, ανεξαρτήτως του χρόνου τέλεσης αυτών και προτού εκτιθούν ολοκληρωτικά,
παραγραφούν ή χαριστούν οι ποινές αυτές (Π. Παπανδρέου σε Αρ. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο,
τόμος πρώτος, 2014, σελ. 770).
[5] Ν. Κουλούρης σε Αρ. Χαραλαμπάκη,
Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος
πρώτος, 2014, σελ. 797.
[6] Ν. Κουλούρης σε Αρ. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος
πρώτος, 2014, σελ. 798, με περαιτέρω παραπομπές στη νομική θεωρία.
[7] Η νομολογία φαίνεται να δέχεται
ως αφετηρία του χρόνου αναστολής τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στην περίπτωση που ασκηθεί έφεση και το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτοβάθμια απόφαση. (ενδεικτ. ΑΠ 1577/2003 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
[8] Την άποψη αυτή έχουν υποστηρίξει
ήδη σπουδαίοι θεωρητικοί του ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, όπως, μεταξύ άλλων,
ο Σπυράκος (Συστηματική Ερμηνεία Ποινικού
Κώδικα, 2005, σελ 1225), η Συμεωνίδου-Καστανίδου (Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ 447-448), ο Χαραλαμπάκης (Σύνοψη Ποινικού Δικαίου II,
2012, σελ 362-363).
[9]
Ν. Κουλούρης σε Αρ.
Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία
κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2014, σελ. 798, με περαιτέρω παραπομπή στην Ε.
Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των
ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ. 447-448.
[10] Τα 2/5 της ποινής με ευεργετικό
υπολογισμό σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 105Β ΠΚ.
[11] Κ. Κοσμάτος σε Αρ. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος
πρώτος, 2014, σελ. 704-705.
Σχόλια