Τα νομικά εργαλεία προστασίας του περιβάλλοντος


Της Γεωργίας Τσάκνη, Δρ. Νομικής Σχολής ΔΠΘ

1.Η έννοια του περιβάλλοντος από πλευράς ιδιωτικού δικαίου
Στην ελληνική έννομη τάξη δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός του περιβάλλοντος. Το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.1650/1986 ορίζει το περιβάλλον ως «το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες».
Το Ελληνικό ιδιωτικό δίκαιο δεν έχει αναγάγει το περιβάλλον σε έννομο αγαθό. Το περιβάλλον δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των ρητώς αναγνωριζομένων και προστατευομένων από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα εννόμων αγαθών, όπως είναι η υγεία, η σωματική ακεραιότητα και η  ιδιοκτησία.
Η αίτηση για παροχή έννομης προστασίας σε περίπτωση προσβολής του περιβάλλοντος χώρου θα πρέπει να έχει ως νομικό έρεισμα την προσβολή ιδιωτικού έννομου αγαθού. Είναι, επομένως, αναμφισβήτητο ότι το δικαίωμα του ανθρώπου να διαβιώνει σε ένα υγιές και οικολογικά ισορροπημένο περιβάλλον αποτελεί έκφανση της προσωπικότητας του. Το δικαίωμα της προσωπικότητας αποτελεί ελαστικό δικαίωμα που κατοχυρώνει όλα τα αγαθά που συναποτελούν την ουσία και την αξία του ανθρώπου. Είναι προφανές ότι ένα από τα αγαθά που συγκαθορίζουν την προσωπικότητα και αποτελούν προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξή της είναι και ο αποτελούμενος από φυσικά και τεχνητά αγαθά χώρος, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος ζει και αναπτύσσει τις κάθε είδους δραστηριότητες του, ο ζωτικός του χώρος.
Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ιδιωτικό δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα πάνω στο περιβάλλον, φυσικό και τεχνητό, μόνο που τα αγαθά επί των οποίων ασκείται το δικαίωμα δεν ονομάζονται, τουλάχιστον στο παραδοσιακό αστικό δίκαιο, περιβαλλοντικά ή οικολογικά. Ο ατμοσφαιρικός αέρας, η θάλασσα και τα γλυκά νερά καθώς και πολλά από τα αγαθά του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής, τα κοινά σε όλους και τα κοινόχρηστα πράγματα, επάνω στα οποία αναγνωρίζεται και προστατεύεται από την αστική νομοθεσία η κοινή χρήση. Το δικαίωμα χρήσης των κοινών σε όλους και των κοινοχρήστων πραγμάτων αποτελεί αυτοτελή εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας. Προσωπικότητα και περιβάλλον συνδέονται αναπόσπαστα, αφού κάθε προσβολή στο περιβάλλον συνεπάγεται και προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του[1].
Μέσω της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία αποτελεί βασική αρχή του δικαίου περιβάλλοντος, αναγνωρίζεται η ύπαρξη τριών πυλώνων - του οικονομικού, του κοινωνικού και του περιβαλλοντικού-, δηλαδή του συγκερασμού της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της περιβαλλοντικής προστασίας[2].
2.Τα νομικά εργαλεία προστασίας του περιβάλλοντος
Αναφορικά με τα νομικά εργαλεία προστασίας του περιβάλλοντος, αυτά διακρίνονται στις ακόλουθες δύο κατηγορίες: α) εργαλεία άμεσης παρέμβασης και β) εργαλεία έμμεσης παρέμβασης.
Α) ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΑΜΕΣΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
Με τον όρο «εργαλεία άμεσης παρέμβασης» εννοούμε τα εργαλεία που βασίζονται σε ένα μοντέλο διαταγής και ελέγχου όπου το Κράτος, επειδή θεωρεί ότι ορισμένες δραστηριότητες θα επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις  στο περιβάλλον, θέτει  τη λειτουργία και την ανάπτυξή τους υπό ορισμένες προϋποθέσεις (άμεση παρέμβαση).
Χαρακτηριστικό εργαλείο άμεσης παρέμβασης αποτελεί το εργαλείο της άδειας λειτουργίας και ίδρυσης βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Επειδή το Κράτος γνωρίζει ότι οι συνέπειες θα είναι σοβαρές για το περιβάλλον υπάγει την άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τους στην έκδοση μιας διοικητικής άδειας. Παρεμβαίνει δηλαδή άμεσα και αντικατοπτρίζει το περιεχόμενο της «αρχής της πρόληψης» του Δικαίου Περιβάλλοντος. Το εν λόγω εργαλείο έχει ως βασικό τμήμα την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων : «διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης» (πριν χορηγηθεί η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας βιομηχανικών εγκαταστάσεων, θα πρέπει να έχει ληφθεί η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ώστε να διασφαλίζεται η συμβατότητα της δραστηριότητας μου με το περιβάλλον).
Όσον αφορά το σύστημα εμπορίας ρύπων, αυτό σχετίζεται με τα αέρια θερμοκηπίου που επιτρέπεται να εκπέμπονται. Η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας βιομηχανικών εγκαταστάσεων είναι μια διοικητική πράξη, αλλά επειδή ενσωματώνει την άδεια έγκρισης περιβαλλοντικών όρων είναι μια διοικητική πράξη με πρόσθετους όρους.
Εκτός από τα προαναφερθέντα, αξίζει να επισημανθεί πως τα κάτωθι αποτελούν επίσης εργαλεία άμεσης παρέμβασης:
Επιβολή επιπρόσθετων όρων (αν μια επιχείρηση παρά το ότι τηρεί τους όρους, μολύνει το περιβάλλον σημαντικά, αυτό συνεπάγεται την επιβολή αυστηρότερων μέτρων).
Ανάκληση της άδειας λειτουργίας (εάν έχουμε κάποιες εκθέσεις στις οποίες διαπιστώνεται συνεχής  παραβίαση και προειδοποιήσεις , η ανάκληση είναι το έσχατο μέσο μη συμμόρφωσης με τους όρους της άδειας , είτε αυτή είναι οριστική είτε προσωρινή).
Επομένως, τα εργαλεία αυτά είναι εργαλεία όπου το Κράτος παρεμβαίνει σε θέματα που αφορούν δραστηριότητες επιχειρήσεων, οι οποίες μολύνουν το περιβάλλον, ώστε να μην έρχονται σε αντίθεση με την «αρχή της αναλογικότητας».
Β) ΕΜΜΕΣΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ – ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΕΜΜΕΣΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
Μελετώντας την περίπτωση των έμμεσων εργαλείων, το Κράτος δεν παρεμβαίνει άμεσα στις παραγωγικές δραστηριότητες κάποιων φορέων, αλλά προσπαθεί με έμμεσο τρόπο (οικολογικά σήματα) να κατευθύνει τους φορείς των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε ορθή παραγωγική συμπεριφορά. Όσον αφορά τα οικονομικά εργαλεία για την προστασία του περιβάλλοντος, βασική αρχή που διέπει την κατηγορία αυτή είναι ότι μέσω της παροχής κινήτρων, τα οποία έχουν μια οικονομική αποτίμηση, προσπαθούν να κατευθύνουν τον φορέα μιας παραγωγικής δραστηριότητας σε μια φιλοπεριβαλλοντική συμπεριφορά. Ένας άλλος βασικός στόχος των οικονομικών εργαλείων είναι να ενσωματωθούν μέσα στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών οι εξωτερικότητες, δηλαδή οι δευτερογενείς συνέπειες που προκύπτουν για το περιβάλλον από την παραγωγή ενός αγαθού, την κατανάλωση ενός προϊόντος, είτε από την χρήση ενός φυσικού πόρου. Κεντρικό ζητούμενο  της ενσωμάτωσης των εξωτερικοτήτων στις τελικές τιμές που αφορούν είτε την κατανάλωση ενός φυσικού πόρου (νερό), είτε επιβλαβούς προϊόντος είναι να αντικατοπτρίζεται η ζημιά που προκύπτει, δηλαδή η οικολογική αλήθεια να ενσωματώνεται στο περιβαλλοντικό κόστος το οποίο σχετίζεται με την κατανάλωση αυτού του φυσικού αγαθού, είτε μιας ρυπογόνας  δραστηριότητας, είτε με την παραγωγή επιβλαβούς αγαθού (πχ στη χρήση του νερού στην περίπτωση των οικιακών τιμολογίων, η τιμή θα πρέπει να περιλαμβάνει και το περιβαλλοντικό κόστος που προκύπτει από την κατανάλωση του πολύτιμου αυτού φυσικού πόρου).[3] Τέλος, αξίζει να επισημανθεί πως τα έμμεσα εργαλεία προστασίας του περιβάλλοντος είναι περισσότερο φιλικά προς την αγορά, επειδή ενσωματώνουν θεσμούς της αγοράς στον τρόπο που λειτουργούν[4] και επίσης αποτελούν έναν τρόπο «εξαναγκασμού» των παραγωγών, ώστε να χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν φιλοπεριβαλλοντικές μεθόδους και τεχνολογίες[5].
3.Κατηγορίες οικονομικών εργαλείων
Τα οικονομικά εργαλεία διακρίνονται υπό στενή και υπό ευρεία έννοια. Όσον αφορά τα οικονομικά εργαλεία υπό στενή έννοια, αυτά συμβαδίζουν με τους μηχανισμούς της αγοράς και διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: 1) Περιβαλλοντικοί φόροι και περιβαλλοντικά τέλη, 2) Σύστημα εμπορεύσιμων δικαιωμάτων εκπομπών (Εμπορία ρύπων).
Ένα μεγάλο μειονέκτημα αναφορικά με την εμπορία ρύπων αφορά την στενότητα μιας αγοράς αδειών ρύπανσης, επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί αγοραστές και πωλητές, εξαιτίας της δυσκολίας στους οικονομικούς παράγοντες να κάνουν μακροπρόθεσμους οικονομικοτεχνικούς σχεδιασμούς, αφού η τιμή των εμπορεύσιμων αδειών ενδέχεται να μεταβάλλεται ανάλογα με την διαθεσιμότητά τους στην αγορά σε μία συγκεκριμένη στιγμή[6].
Όσον αφορά τα εργαλεία υπό ευρεία έννοια, σε αυτά περιλαμβάνονται εργαλεία, όπως οι επιδοτήσεις και δεν είναι απολύτως συμβατά με τους μηχανισμούς οικονομίας της αγοράς. Επίσης, τα συγκεκριμένα εργαλεία αποσκοπούν στην οικονομική ενίσχυση μιας φιλοπεριβαλλοντικής συμπεριφοράς. (πχ επιδοτήσεις της τιμής του ρεύματος που περνάει από ΑΠΕ – Ν.3851/2010). Στις περιπτώσεις αυτές ο κοινός νομοθέτης δέχεται ότι δεν υπάρχει συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο.
Βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τα εργαλεία υπό στενή και ευρεία έννοια είναι η «αρχή του καθορισμού της τιμής». Αυτό σημαίνει ότι σε ένα περιβαλλοντικά επιβλαβές προϊόν (πχ λίπασμα) ή στη χρήση ενός σπάνιου περιβαλλοντικού αγαθού προστίθεται ένας φόρος στη τιμή του και αντικατοπτρίζεται στην τιμή αυτή η περιβαλλοντική ασυμβατότητα (πχ τέλος κυκλοφορίας). Τα περιβαλλοντικά τέλη συνίστανται στο γεγονός πως μια ρυπογόνα δραστηριότητα (πχ ρήψη λημμάτων σε ποταμό) συνεπάγεται την καταβολή μιας ειδικής αντιπαραβολής τέλους. Επομένως, γίνεται σαφές ότι  με το τέλος πληρώνουμε το περιβαλλοντικό κόστος της ρυπογόνας αυτής δραστηριότητας. Επίσης, ένα περιβαλλοντικό τέλος μπορεί να αφορά και την χρήση ενός περιβαλλοντικού αγαθού. Ειδικότερα, το αρ. 9 της Οδηγίας- Πλαίσιο για τα ύδατα 2000/60/ΕΚ αφορά την «αρχή ενσωμάτωσης του περιβαλλοντικού κόστους» στα σχετικά τιμολόγια ύδατος . Επίσης, περιβαλλοντικό τέλος- φόρος μπορεί να μπει και σε ένα περιβαλλοντικά επιβλαβές προϊόν (πχ ορισμένες κατηγορίες λιπασμάτων). Προκειμένου ένα περιβαλλοντικό τέλος να λειτουργήσει αποτελεσματικά, έχει σημασία ο τρόπος που υπολογίζουμε το ύψος του. Δεν μπορεί αυτό το ύψος να είναι ούτε πάρα πολύ χαμηλό, ώστε να συμφέρει έτσι τις επιχειρήσεις να μην οδηγούνται σε μια φιλοπεριβαλλοντική συμπεριφορά, ούτε όμως πολύ υψηλό σε βάρος κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και να προκαλεί δυσκολίες στο να σταθούν οι τελευταίες στην αγορά.[7]
Συμπέρασμα
Δεν τίθεται αμφιβολία πως το περιβάλλον αποτελεί πολυδιάστατη έννοια, η οποία χρήζει ιδιαίτερης σημασίας. Στο παρόν άρθρο γίνεται αναφορά τόσο στα νομικά εργαλεία προστασίας του περιβάλλοντος, όσο και στα οικονομικά εργαλεία. Σκοπός των εν λόγω εργαλείων είναι η προστασία του περιβάλλοντος υπό το πρίσμα προστασίας των βασικών αρχών του διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος, όπως είναι η αρχή της αειφορίας, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, η αρχή της πρόληψης, η αρχή της προφύλαξης, η αρχή της επανόρθωσης των προσβολών του περιβάλλοντος κατά προτεραιότητα στην πηγή τους (άρθρο 174 παρ 2.), η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Στόχος της επιβολής των νομικών εργαλείων προστασίας του περιβάλλοντος αποτελεί η επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, στηριζόμενα στην αρχή της βιωσιμότητας και στην αρχή της αειφορίας, η οποία κατοχυρώθηκε ρητά και στην ελληνική έννομη τάξη
με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και την τροποποίηση του άρθρου 24[8].


[1] Δακορώνια,  Ε., Καράκωστας. Ι. (2005), «Εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», Αθήνα 26-27 /5/2005
[2] Α. Παπανδρέου – Β. Καραγεώργου, Οικονομικά εργαλεία για την αειφόρο ανάπτυξη, Νόμος + Φύση – Βιβλιοθήκη Περιβαλλοντικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σελ. 51-53
[3] Καραγεώργου, Β. (2007), «Το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ως εργαλείο κλιματικής πολιτικής και η εφαρμογή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση (οδηγία 2003/87/ΕΚ), στο Δίκαιο και Ενέργεια», τεύχος 8, Β/2007
[4] Γ. Χ. Σμπώκος, Εφαρμογές μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας - κρατική ρύθμιση και αυτορρύθμιση , Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ.67
[5] Ε. Κουτούπα –Ρεγκάκου , Δίκαιο του Περιβάλλοντος, Β’ έκδοση επαυξημένη, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2007, σελ.119
[6] Α. Γκιζάρη – Ξανθοπούλου, Οι νέοι μηχανισμοί περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2003, σελ.180
[7] Καραγεώργου, Β. (2009), «Eνέργεια και Κλιματικές Αλλαγές- Η συμβολή των Οικονομικών Εργαλείων (Πράσινοι Φόροι, Εμπορία Ρύπων) στην προώθηση ενός βιώσιμου ενεργειακού μέλλοντος», στο Γρ. Τσάλτας (Επιμ.), Κλιματική Αλλαγή-Το περιβάλλον μετά τη Διεθνή Διάσκεψη των Η.Ε στο Μπαλί, Εκδόσεις Ι. Σιδέρη, Αθήνα
[8] Δελλής, Γ.(1998) , Κοινοτικό Δίκαιο Περιβάλλοντος: Οι διαστάσεις της περιβαλλοντικής προστασίας στην κοινοτική έννομη τάξη, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή

Σχόλια