Απόφαση του ΔΕΕ κατά των τραπεζών για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Οι δανειολήπτες μπορούν να ζητήσουν τη μετατροπή του δανείου σε εθνικό νόμισμα
Απόφαση-σταθμό κατά των τραπεζών για τα στεγαστικά δάνεια
που συνήφθησαν σε ξένο νόμισμα και εν προκειμένω ελβετικό φράγκο, εξέδωσε το
Δικαστήριο της ΕΕ στις 3 Οκτωβρίου 2019 στην υπόθεση C‑260/18 (Kamil Dziubak,Justyna
Dziubak κατά Raiffeisen Bank International AG).
Η υπόθεση αφορούσε σε δικαστική διαφορά μεταξύ δανειοληπτών
και πολωνικής τράπεζας σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών που αφορούν
στον μηχανισμό μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα ο οποίος
χρησιμοποιήθηκε σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με ρήτρα υπολογισμού σε αξία
ξένου νομίσματος.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε ρητά τη δυνατότητα των
δικαστηρίων στην Πολωνία να μετατρέπουν το νόμισμα στα στεγαστικά δάνεια που
περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες σχετιζόμενες με το ξένο νόμισμα από το τελευταίο
στο εθνικό νόμισμα.
Εν προκειμένω το Δικαστήριο αποφάσισε τα εξής:
1) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ
του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των
συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε
εθνικό δικαστήριο, αφού διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών
συμβάσεως δανείου συνδεδεμένου με ξένο νόμισμα και με επιτόκιο το οποίο
συνδέεται άμεσα με το διατραπεζικό επιτόκιο του οικείου ξένου νομίσματος, να
κρίνει, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να
εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις ρήτρες αυτές για τον λόγο ότι η απάλειψη
τους θα είχε ως συνέπεια τη μεταβολή της φύσεως του κυρίου αντικειμένου της εν
λόγω συμβάσεως.
2) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13
έχει την έννοια ότι, αφενός, οι συνέπειες επί της καταστάσεως του καταναλωτή
που προκαλούνται από την ακύρωση συμβάσεως στο σύνολό της, όπως αυτές εξετάσθηκαν
στην απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13,
EU:C:2014:282), πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα τις υφιστάμενες ή δυνάμενες να
προβλεφθούν κατά τον χρόνο της διαφοράς περιστάσεις και ότι, αφετέρου, στο
πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, η βούληση που εξέφρασε συναφώς ο καταναλωτής έχει
καθοριστική σημασία.
3) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13
έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη συμπλήρωση των κενών συμβάσεως, τα οποία
προκαλούνται λόγω της απαλείψεως των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε
αυτή, αποκλειστικώς και μόνον βάσει εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα που
προβλέπουν ότι οι έννομες συνέπειες δικαιοπραξίας συμπληρώνονται, ιδίως, από
τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την αρχή της επιείκειας ή από τα συναλλακτικά
ήθη και οι οποίες δεν αποτελούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου ούτε διατάξεις που
εφαρμόζονται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων.
4) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13
έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη διατήρηση σε ισχύ καταχρηστικών ρητρών οι
οποίες περιέχονται σε σύμβαση, σε περίπτωση κατά την οποία η απάλειψή τους θα
οδηγούσε στην ακύρωση της συμβάσεως αυτής, το δε δικαστήριο κρίνει ότι η
ακύρωση αυτή θα είχε δυσμενείς συνέπειες για τον καταναλωτή, εφόσον ο
καταναλωτής δεν έχει συναινέσει στη διατήρησή τους.
Η απόφαση αποτελεί νίκη των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο
και πολύ πιθανό να αποτελέσει οδηγό και για επόμενες αποφάσεις και σε άλλες
ευρωπαϊκές χώρες όπου οι τράπεζες χρησιμοποίησαν το δανεισμό σε ξένο νόμισμα
αποκομίζοντας υπερκέρδη εις βάρος των δανειοληπτών. (legalnews24.gr)
Σχόλια