Πολύ σημαντική απόφαση εξέδωσε στις 12.11.2019 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπόθεση αρ. 37735/09, Α κατά Ρωσίας). Το δικαστήριο
έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση απάνθρωπης και
εξευτελιστικής μεταχείρισης) δεχόμενο ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα 9χρονου
παιδιού που ήταν παρόν στη σύλληψη του πατέρα της από την αστυνομία.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Ειδικότερα, το Μάιο του 2008, ο πατέρας του κοριτσιού, που ήταν
αστυνομικός τότε, συνελήθφη σε κρυφή επιχείρηση από το τμήμα δίωξης ναρκωτικών
της ρωσικής αστυνομίας (FSKN) η οποία έλαβε χώρα έξω από το σχολείο του
παιδιού του, το οποίο είχε συνόδευε ο πατέρας του. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς
της προσφεύγουσας Α. οι αστυνομικοί έριξαν στο έδαφος τον πατέρα της και τον χτυπούσαν
επανειλημμένα. Η 9χρονη τότε κόρη του έτρεξε μακριά και βρέθηκε αργότερα σε μια
γωνιά του δρόμου έχοντας υποστεί σοκ. Διαγνώστηκε εν συνεχεία με νευρολογικές
διαταραχές, ενούρηση και μετατραυματική διαταραχή άγχους, κατάσταση η οποία,
όπως ισχυρίστηκε, βελτιώθηκε μετά από χρόνια.
Τον Ιούλιο του 2008 η μητέρα του παιδιού κατήγγειλε στο γραφείο του
Εισαγγελέα ότι η υγεία της κόρης της που ήταν παρούσα στο βίαιο περιστατικό με
τον πατέρα της, είχε τραυματισθεί και για το λόγο αυτό διεξήχθη σχετική έρευνα.
Ωστόσο οι Αρχές αρνήθηκαν την διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας, θεωρώντας
ότι δεν ασκήθηκε φυσική βία εναντίον του πατέρα και επομένως δεν είχε
διαπραχθεί κάποιο ποινικό αδίκημα. Το πόρισμά τους είχε βασιστεί σε μαρτυρίες
παρόντων κατά το περιστατικό της σύλληψης, κυρίως στους αστυνομικούς που
συμμετείχαν σε αυτή, σε αυτόπτες μάρτυρες και υλικό από την κράτηση του πατέρα
μετά τη σύλληψη του, όπου δεν έχει αναφερθεί οποιοσδήποτε τραυματισμός.
Κατόπιν αυτού η μητέρα του παιδιού άσκησε έφεση στα τοπικά δικαστήρια,
ωστόσο τον Οκτώβριο του 2008 εκδόθηκε απόφαση που επικύρωσε την μη έναρξη
ποινικής έρευνας. Παράλληλα η ποινική διαδικασία κατά του πατέρα για την
κατηγορία της εμπορίας κάνναβης απορρίφθηκε οριστικά το Δεκέμβριο του 2009
καθώς τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του είχαν ληφθεί με παράνομο τρόπο και
για το λόγο αυτό δεν λήφθηκαν υπόψη.
Οι Ισχυρισμοί ενώπιον του ΕΔΔΑ
Η προσφεύγουσα Α. , βασιζόμενη στα άρθρα 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή
εξευτελιστικής μεταχείρισης), 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) και 8
(δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ,
ισχυρίστηκε ότι βλέποντας τον πατέρα της να δέχεται βίαιη επίθεση από τους
αστυνομικούς, αυτό είχε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία της. Ειδικότερα
ισχυρίστηκε ότι η σύλληψη έγινε κοντά στο σχολείο της και για το λόγο αυτό οι
Αρχές θα μπορούσαν να προβλέψουν ως πιθανό ότι εκείνη θα ήταν παρούσα.
Υποστήριξε ακόμα ότι η προκαταρκτική έρευνα για το περιστατικό ήταν ανεπαρκής
και επιφανειακή.
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστο τον ισχυρισμό της κόρης (προσφεύγουσας)
ότι ήταν παρούσα κατά τη βίαιη σύλληψη του πατέρα της από τους
αστυνομικούς. Το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αποκλείσει ότι η βία που
χρησιμοποιήθηκε εναντίον του πατέρα - ειδικά ότι έπεσε στο έδαφος και τον
κλώτσησαν αρκετές φορές - δεν είχε αφήσει ορατά ίχνη στο σώμα του, όπως δήλωσε
ο ίδιος. Μάλιστα αυτός και ένας μάρτυρας είπαν ότι οι συγκεκριμένοι αστυνομικοί
φορούσαν αθλητικά παπούτσια και όχι υπηρεσιακές μπότες, τα οποία δεν θα
μπορούσαν να έχουν προκαλέσει μώλωπες και εκδορές.
Επιπλέον οι καταθέσεις των αστυνομικών επί των οποίων στηρίχθηκαν οι
εισαγγελικές αρχές για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν ασκήθηκε βία στον
πατέρα, έρχονταν σε αντίφαση με καταθέσεις άλλων μαρτύρων, ειδικότερα ενός
αστυνομικού της υπηρεσίας ασφάλειας που ήταν παρών στη σύλληψη, ο οποίος
επιβεβαίωσε ότι οι αστυνομικοί είχαν κάνει χρήση βίας εναντίον του πατέρα.
Η βίαια σύλληψη είχε επίσης επιβεβαιωθεί από έναν ηλεκτρολόγο που είχε
κάνει εργασίες συντήρησης των φαναριών κοντά στο σχολείο της προσφεύγουσας. Το
Δικαστήριο δεν πείστηκε από το λόγο που προέβαλαν οι εθνικές δικαστικές αρχές
για την απόρριψη της κατάθεσης του ηλεκτρολόγου ως αναξιόπιστης, ότι δηλαδή
αυτός υποτίθεται ότι ήταν χρήστης ναρκωτικών. Δεν δόθηκαν λεπτομέρειες σχετικά
με διαδικασία εναντίον του για χρήση ναρκωτικών. Ούτε, παρά τη σημασία της
μαρτυρίας του για τα πραγματικά περιστατικά, αυτός είχε πράγματι υποβληθεί σε
ανάκριση από τις αρχές που διεξήγαγαν την προκαταρκτική έρευνα. Στην
πραγματικότητα, το άτομο που διεξήγαγε την εσωτερική έρευνα ήταν ο ίδιος
αξιωματικός του FSKN, έτσι ώστε να προκύπτουν ζητήματα ως προς την ανεξαρτησία
του.
Το Δικαστήριο επίσης έκρινε ως αναξιόπιστες τις καταθέσεις δύο μαρτύρων
που ήταν παρόντες στην επιχείρηση σύμφωνα με τις οποίες δεν ασκήθηκε φυσική βία
στον συλληφθέντα πατέρα της προσφεύγουσας. Ο ένας από αυτούς αργότερα
παραδέχθηκε ότι έδωσε ψευδή μαρτυρία μετά από αίτημα των αστυνομικών του FSKN.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές παρότι είχαν να εξετάσουν
βάσιμες αιτιάσεις για το περιστατικό αστυνομικής βίας, αρνήθηκαν την έναρξη
ποινικής διαδικασίας καθώς και ότι η προκαταρκτική έρευνα δεν παρείχε
αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αμφισβητήσουν τους βάσιμους ισχυρισμούς της
προσφεύγουσας σχετικά με την έκθεσή της στην βίαια σύλληψη του πατέρα της, την
οποία ωστόσο το ΕΔΔΑ έκρινε ως βάσιμη.
Περαιτέρω, οι εθνικές Αρχές δεν έλαβαν υπόψη τους το συμφέρον της προσφεύγουσας, που ήταν μόλις 9 ετών κατά το χρόνο του συμβάντος, κατά το σχεδιασμό και εκτέλεση της επιχείρησης σύλληψης του πατέρα της. Δεν κατέβαλαν οι αστυνομικοί καμία προσοχή και επιμέλεια κατά τη σύλληψη του πατέρα, ο οποίος σημειωτέον δεν προέβαλε καμία αντίσταση και εξέθεσαν την ανήλικη κόρη του σε μια σκηνή βίας κατά του πατέρα της. Aυτή η εικόνα είχε σημαντική επίδραση πάνω της και σύμφωνα με το δικαστήριο είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία των αρχών να εμποδίσουν την κακή μεταχείρισή της κατά παράβαση της θετικής υποχρέωσης του κράτους σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, οι εθνικές Αρχές δεν έλαβαν υπόψη τους το συμφέρον της προσφεύγουσας, που ήταν μόλις 9 ετών κατά το χρόνο του συμβάντος, κατά το σχεδιασμό και εκτέλεση της επιχείρησης σύλληψης του πατέρα της. Δεν κατέβαλαν οι αστυνομικοί καμία προσοχή και επιμέλεια κατά τη σύλληψη του πατέρα, ο οποίος σημειωτέον δεν προέβαλε καμία αντίσταση και εξέθεσαν την ανήλικη κόρη του σε μια σκηνή βίας κατά του πατέρα της. Aυτή η εικόνα είχε σημαντική επίδραση πάνω της και σύμφωνα με το δικαστήριο είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία των αρχών να εμποδίσουν την κακή μεταχείρισή της κατά παράβαση της θετικής υποχρέωσης του κράτους σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3
αναφορικά με την απουσία αποτελεσματικής έρευνας του επίδικου περιστατικού. Η
προκαταρκτική έρευνα , η οποία δεν ακολουθήθηκε από ποινική διερεύνηση κρίθηκε
αναποτελεσματική ως προς την συμμόρφωση των αρχών με τις απαιτήσεις για
αποτελεσματική έρευνα επί βάσιμων καταγγελιών για χρήση αστυνομικής βίας
σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο αφού θεώρησε μη σκόπιμο να εξετάσει
χωριστά τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 13 ή το άρθρο 8 της
ΕΣΔΑ, που βασίζονταν στα ίδια γεγονότα, καταδίκασε τη Ρωσία να πληρώσει 25.000
ευρώ στην προσφεύγουσα για μη υλική βλάβη και 3500 ευρώ για δικαστικά
έξοδα. (ECHR/legalnews24.gr)
Σχόλια