Της Γεωργίας Τσάκνη, Δρος Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Ένα Σύστημα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης
(ΣΠΔ) ορίζεται, ως το τμήμα του συνολικού συστήματος διαχείρισης ενός
οργανισμού που περιλαμβάνει την αναγκαία οργανωτική δομή, δραστηριότητες,
διαδικασίες, ρόλους και υπευθυνότητες, κατάλληλες πρακτικές, διεργασίες και
πόρους με στόχο την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των προϊόντων,
υπηρεσιών ή λειτουργιών του. Το ΣΠΔ αποτελεί λοιπόν μια προσέγγιση, ένα εργαλείο,
ένα σύνολο διαδικασιών και έναν προσχεδιασμένο και οργανωμένο τρόπος να
διαχειρίζεται ένας οργανισμός τις αλληλεπιδράσεις του με το φυσικό του
περιβάλλον.
Σύμφωνα με έναν άλλο ορισμό, τα
Συστήματα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης καθορίζουν ένα πλαίσιο που επιτρέπει
στους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις να αξιολογούν και να αναφέρουν τον
περιβαλλοντικό τους αντίκτυπο, σχεδιάζοντας δράσεις για αντίστοιχες βελτιώσεις[1].
Πρόκειται λοιπόν για ένα δομημένο
σύστημα συνεχούς περιβαλλοντικής βελτίωσης, αλλά και βελτίωσης της γενικότερης
λειτουργίας της επιχείρησης και της βιωσιμότητάς της, το οποίο πραγματοποιείται
με διάφορα βήματα. Βοηθά τον οργανισμό να αναγνωρίσει και να βελτιώσει την
περιβαλλοντική του επίδοση, βάσει του τρόπου λειτουργίας του, έτσι ώστε να έχει
οικονομικά και άλλα οφέλη και όχι απλώς να είναι σύμφωνος με την κείμενη
νομοθεσία και τις λοιπές ρυθμιστικές διατάξεις και να αντιδρά όταν
παρουσιάζεται απόκλιση από το στόχο.
Επιπρόσθετα, αξίζει να επισημανθεί πως
οι επιχειρήσεις ενσωματώνουν περιβαλλοντικές στρατηγικές στις εταιρικές
στρατηγικές τους, υιοθετούν την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και εφαρμόζουν
διάφορα εργαλεία για να πετύχουν καλύτερη περιβαλλοντική διαχείριση, όπως τα
Συστήματα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης[2].
Τα οφέλη που προκύπτουν για την
επιχείρηση/οργανισμό από την εφαρμογή ενός Συστήματος Περιβαλλοντικής
Διαχείρισης και Ελέγχου είναι μεταξύ άλλων τα εξής[3]:
-Μείωση κόστους περιβαλλοντικής
διαχείρισης.
-Ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού.
-Σωστές επιχειρησιακές πρακτικές.
-Επίτευξη μεγαλύτερου βαθμού συμμόρφωσης
με τη ισχύουσα νομοθεσία και αποφυγή προστίμων.
-Βελτίωση της περιβαλλοντικής επίδοσης –
ελαχιστοποίηση αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
-Πρόληψη της ρύπανσης.
-Μείωση του λειτουργικού κόστους της
επιχείρησης που προκύπτει από την εξοικονόμηση φυσικών πόρων, ενέργειας και
αποτελεσματική διαχείριση των απορριμμάτων της.
-Δημιουργία ανταγωνιστικού
πλεονεκτήματος, προσέλκυση νέων πελατών και είσοδος σε νέες αγορές με πελάτες
που απαιτούν συνεργάτες πιστοποιημένους σύμφωνα με τα διεθνή περιβαλλοντικά
πρότυπα διαχείρισης.
-Ενίσχυση του κύκλου εργασιών και αύξηση
πωλήσεων, λόγω βελτίωσης της επωνυμίας της επιχείρησης και της εικόνας της ως
συνεργάτη που συμβαδίζει με την έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης
(Corporate Social Responsibility).
-Εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές
προδιαγραφές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις για δραστηριοποίηση στο εξωτερικό.
-Βελτίωση οργάνωσης και λειτουργίας της
επιχείρησης.
-Βελτίωση της εικόνας της επιχείρησης
προς το ευρύ κοινό, αρμόδιες αρχές, δανειστές, επενδυτές.
-Βελτίωση της επικοινωνίας με
εξωτερικούς ενδιαφερόμενους φορείς.
-Ευαισθητοποίηση του προσωπικού σε
περιβαλλοντικά θέματα και αυξημένη προθυμία για ανάληψη ευθυνών.
-Θέσπιση περιβαλλοντικών δεικτών για
μέγιστο έλεγχο και συνεχή βελτίωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της
επιχείρησης.
Τα δύο παγκοσμίως κυρίαρχα Συστήματα
Περιβαλλοντικής Διαχείρισης είναι το πρότυπο ISO 14001 (International Organization for Standardization) και ο κανονισμός
EMAS
(Eco-Management and Audit Scheme). Το ISO αποτελεί ένα διεθνές πρότυπο
µε παγκόσμια αναγνώριση, ενώ εφαρμόζεται σε όλους τους οργανισμούς και στην
παροχή υπηρεσιών. Αντίθετα, το EMAS αναγνωρίζεται µόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η
υιοθέτηση και των δύο συστημάτων είναι εθελοντική.
Μερικά από τα προβλήματα που εμποδίζουν
την εφαρμογή ενός συστήματος περιβαλλοντικής διαχείρισης συνιστούν τα κάτωθι: η
πολυπλοκότητα των διαφόρων προτύπων ΣΠ∆ (ISO 14001, EMAS), η έλλειψη κρατικής
υποστήριξης, η γραφειοκρατία, η χρονοβόρα εφαρμογή, το αρχικό κόστος, η
αβεβαιότητα για τα οφέλη, η ασυμφωνία με το θεσμικό πλαίσιο, το κόστος
συντήρησης και βελτίωσης, η έλλειψη κινήτρων, η µη κατάλληλη προσέγγιση για την
εφαρμογή τους, η έλλειψη δέσμευσης από τη διοίκηση, η έλλειψη συμμετοχής των
εργαζομένων και οι ασαφείς ευθύνες του προσωπικού (Quazi 1999, Alberti 2000)[4].
2. Το Κοινοτικό Σύστημα Περιβαλλοντικής
Διαχείρισης και Οικολογικού Ελέγχου (EMAS)
Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός Nο
1836/93 για τη θέσπιση του Κοινοτικού Συστήματος Περιβαλλοντικής Διαχείρισης
και Οικολογικού Ελέγχου (EMAS), υιοθετήθηκε το 1993, ως ένα νέο βήμα προς την
ικανοποίηση των Κοινοτικών στόχων που σχετίζονταν με τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τον Wenk[5],
o κανονισμός αυτός στόχευε στην επίτευξη τριών συγκεκριμένων αρχών και στόχων:
• Στην
πρόληψη, μείωση και κατά το δυνατόν εξάλειψη της ρύπανσης.
• Στη
διασφάλιση της καλής διαχείρισης των πόρων.
• Στη
χρήση «καθαρών» ή «καθαρότερων» τεχνολογιών.
Το πρόγραμμα τέθηκε για πρώτη φορά σε
ισχύ τον Απρίλιο του 1995, ενθαρρύνοντας την εθελοντική συμμετοχή των
επιχειρήσεων σε αυτό. Αρχικά, επιτρεπόταν η εφαρμογή του μόνο από επιχειρήσεις
που ασχολούνταν με βιομηχανικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις
που μπορούσαν να λάβουν την πιστοποίηση του EMAS έπρεπε να ανήκουν σε έναν από
τους παρακάτω τομείς της αγοράς: (1) εξόρυξη και λατόμηση ενεργειακών υλικών,
(2) παρασκευή προϊόντων διατροφής, ποτών και ειδών καπνού, (3) παραγωγή ειδών
κλωστοϋφαντουργίας, δέρματος, ξύλου και χαρτιού, (4) παραγωγή οπτάνθρακα,
προϊόντων διύλισης πετρελαίου και πυρηνικών καυσίμων, (5) παραγωγή χημικών
ουσιών και προϊόντων, (6) παραγωγή ιατρικών και οπτικών οργάνων και (7)
παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αερίου και ατμού[6].
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού 1836/93, το πρόγραμμα δεν θα έπρεπε να
επανεξεταστεί πριν το πέρας πέντε (5) ετών από την έναρξη της εφαρμογής του.
Το 2001, η νομοθεσία αναθεωρήθηκε,
γεγονός που οδήγησε στην υιοθέτηση του Κανονισμού 761/2001, δηλαδή του EMAS II.
Οι βασικές αναθεωρήσεις, σχετίζονταν με την επέκταση εφαρμογής του EMAS σε
όλους τους τομείς της οικονομίας. Επιπλέον, ξεκίνησε η χρήση του λογότυπου του
EMAS, μέσω του οποίου επιτρεπόταν σε όλους τους εγγεγραμμένους οργανισμούς η
δημοσίευση της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα.
Η τελευταία αναθεώρηση του EMAS τέθηκε
σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2010. Σύμφωνα με τον Κανονισμό No
1221/2009[7]
(EMAS III), στόχος είναι η βελτίωση της εφαρμογής του προγράμματος και η αύξηση
της προβολής του. Επιπλέον, μέσω του EMAS III δίνεται η δυνατότητα σε
επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης να
εγγραφούν στο πρόγραμμα[8].
Το EMAS (European Eco-Management and Audit Scheme), αποτελεί ένα εθελοντικό
σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης με το οποίο οι οργανισμοί μπορούν να
αξιολογούν, να διαχειρίζονται και να επιδιώκουν συνεχή βελτίωση της
περιβαλλοντικής τους επίδοσης. Οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν υποχρεούνται να
αναπτύσσουν και να εφαρμόζουν ένα ΣΠΔ το οποίο σύμφωνα με το EMAS II ορίζεται ως «το τμήμα του γενικότερου συστήματος
διαχείρισης που περιλαμβάνει την οργανωτική δομή, τις δραστηριότητες
προγραμματισμού, τις ευθύνες, τις πρακτικές, τις διεργασίες, τις διαδικασίες
και τους πόρους για την ανάπτυξη, την εφαρμογή, την επίτευξη, τον έλεγχο και τη
διατήρηση της περιβαλλοντικής πολιτικής».
Σήμερα, το EMAS απευθύνεται σε όλους τους οργανισμούς με
περιβαλλοντικές επιπτώσεις (π.χ. βιομηχανία, τουρισμό, δημόσια διοίκηση,
εκπαίδευση, καταστήματα). Η συμμετοχή στο EMAS είναι εθελοντική και
επιβεβαιώνεται με τη χρήση του λογότυπου του EMAS.
Ο κανονισμός του προγράμματος εφαρμόζεται και στα 28 κράτη-μέλη
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα τρία κράτη-μέλη της Οικονομικής Ευρωπαϊκής ζώνης
(Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν) καθώς και στις υποψήφιες υπό ένταξη χώρες.
Επιπλέον, σύμφωνα με το νέο EMAS
III, μπορούν να λάβουν την πιστοποίηση και οργανισμοί που ανήκουν σε χώρες
εκτός των προαναφερόμενων, εφόσον απευθύνουν το αίτημά τους στο αρμόδιο όργανο
ενός από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπρόσθετα, η συμμετοχή στο EMAS
επιβεβαιώνεται με τη χρήση του λογότυπου του EMAS. Διευκρινίζεται ότι η
επαλήθευση κατά EMAS δεν αφορά τις ιδιότητες κάποιου συγκεκριμένου προϊόντος ή
μιας υπηρεσίας αλλά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ένας οργανισμός (ή ένας
συγκεκριμένος χώρος δραστηριοτήτων ενός οργανισμού) κατά τη διαδικασία
παραγωγής των προϊόντων ή της παροχής των υπηρεσιών. Αυτός είναι και ο λόγος
που το λογότυπο του EMAS δε χρησιμοποιείται πάνω σε προϊόντα, παρά μόνο σε
έγγραφα, επιστολόχαρτα, εκδόσεις, διαφημίσεις ή επιγραφές ενός καταχωρημένου οργανισμού.
Η περιβαλλοντική δήλωση ενός
καταχωρημένου στο EMAS οργανισμού είναι διαθέσιμη στο κοινό και σε κάθε
ενδιαφερόμενο, έχει επικυρωθεί από ανεξάρτητο διαπιστευμένο φορέα επαλήθευσης
του EMAS και παρέχει ολοκληρωμένη πληροφόρηση σχετικά με την περιβαλλοντική
πολιτική του οργανισμού, το περιβαλλοντικό του πρόγραμμα και το σύστημα
περιβαλλοντικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών πτυχών και
επιπτώσεων του οργανισμού, των περιβαλλοντικών του επιδόσεων και της
συμμόρφωσής του με τις εφαρμοστέες νομικές υποχρεώσεις όσον αφορά το
περιβάλλον.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί πως κάθε
οργανισμός που συμμετέχει στο EMAS οφείλει να εξετάσει ισότιμα τις άμεσες και
έμμεσες περιβαλλοντικές πτυχές των δραστηριοτήτων, προϊόντων και υπηρεσιών του.
Στην περίπτωση που κάποια περιβαλλοντική πτυχή έχει σημαντική περιβαλλοντική
επίπτωση, τότε η εν λόγω πτυχή πρέπει να θεωρείται σημαντική και να
συμπεριλαμβάνεται στο ΣΠΔ[9].
3.Τροποποιήσεις του νέου Κανονισμού EMAS III και μεταβατικές
διατάξεις
Στις 11 Ιανουαρίου 2010 τέθηκε σε ισχύ
ο νέος Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την εκούσια συμμετοχή οργανισμών σε
κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS III), ο
οποίος καταργεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 761/2001, καθώς επίσης τις Αποφάσεις
τις Επιτροπής 2001/681/ΕΚ και 2006/193/ΕΚ, οι οποίες πλέον περιλαμβάνονται στο
νέο Κανονισμό.
Οι βασικές τροποποιήσεις του νέου
Κανονισμού αφορούν, μεταξύ άλλων, στη δυνατότητα εφαρμογής του EMAS από χώρες
εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (διεθνή πρόσβαση του EMAS), στις διαδικασίες
καταχώρισης ή ανανέωσης της καταχώρισης ενός οργανισμού (άρθρα 4, 5 και 6 και
Παράρτημα VI με τις ελάχιστες πληροφορίες για την καταχώριση), στις
παρεκκλίσεις που επιτρέπονται για τους μικρούς οργανισμούς (άρθρο 7) και στη
χρήση του λογοτύπου του EMAS.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου
Κανονισμού EMAS III, η ανανέωση της καταχώρισης ενός οργανισμού στο EMAS
πραγματοποιείται κάθε τρία χρόνια υπό κανονικές συνθήκες και κάθε τέσσερα
χρόνια σε εξαιρετικές περιπτώσεις (για τους μικρούς οργανισμούς, βάσει του
άρθρου 7 του Κανονισμού). Το πρόγραμμα επαλήθευσης του οργανισμού καθορίζεται
σε συμφωνία με τον επαληθευτή περιβάλλοντος και ολοκληρώνεται σε χρονικό
διάστημα τριών ετών (ή τεσσάρων ετών, αντίστοιχα για έναν μικρό οργανισμό).
Επίσης, στο νέο Κανονισμό EMAS III, η
χρήση του λογοτύπου απλουστεύεται με την καθιέρωση ενιαίου λογοτύπου και οι
περιορισμοί που ίσχυαν με τον παλαιό Κανονισμό καταργούνται, εκτός εκείνων που
σχετίζονται με τη χρήση του λογοτύπου σε προϊόντα και συσκευασίες, ώστε να μην
προκαλείται σύγχυση με άλλες οικολογικές σημάνσεις προϊόντων.
Η διαφάνεια, η προσβασιμότητα και η
περιοδική παροχή περιβαλλοντικών πληροφοριών είναι καθοριστικοί παράγοντες που
διαφοροποιούν το EMAS από άλλα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης. Επομένως,
η περιβαλλοντική δήλωση κάθε οργανισμού πρέπει να βρίσκεται στη διάθεση του
κοινού και σε κάθε ενδιαφερόμενο, μετά από αίτημα, ή με τη δημιουργία συνδέσεων
με δικτυακούς τόπους, οι οποίοι παρέχουν πρόσβαση στην περιβαλλοντική δήλωση.
Σύμφωνα με τον νέο Κανονισμό EMAS III,
κάθε οργανισμός οφείλει να δημοσιοποιεί την περιβαλλοντική του δήλωση και τις
επικαιροποιήσεις της εντός ενός μήνα από την καταχώρισή του και ένα μήνα μετά
την ολοκλήρωση της ανανέωσης της καταχώρισης. Ο τρόπος με τον οποίο παρέχεται η
δημόσια πρόσβαση καθορίζεται από τον καταχωρημένο οργανισμό σε ειδικό έντυπο
που προβλέπεται στο αντίστοιχο παράρτημα VI (πίνακας με τις ελάχιστες
απαιτούμενες πληροφορίες για την καταχώριση).
Όσον αφορά στις μεταβατικές διατάξεις
του νέου Κανονισμού EMAS III, επισημαίνεται ότι η συμμόρφωση κάθε οργανισμού με
τις νέες απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1221/2009 ελέγχεται από τον επαληθευτή
περιβάλλοντος κατά την επόμενη επαλήθευσή του.
Ανακεφαλαιώνοντας, αναλυτικές οδηγίες
και κατευθύνσεις για τη μετάβαση στο νέο Κανονισμό EMAS III παρέχονται στην
ιστοσελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής[10].
4.Συμπέρασμα
Προς επίρρωση των παραπάνω, γίνεται
κατανοητό πως το Σύστημα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης και Οικολογικού Ελέγχου (EMAS) αποτελεί μεν ένα εθελοντικό σύστημα
εφαρμογής, όμως δεν παύει να υπόκειται σε αυστηρές Κοινοτικές Οδηγίες και
διατάξεις, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, με σκοπό την
καλύτερη περιβαλλοντική διαχείριση των επιχειρήσεων και την εν γένει
περιβαλλοντική βελτίωση των επιδόσεών τους με οικονομικό τρόπο. Δεν τίθεται
αμφιβολία πως η Ευρωπαϊκή Ένωση με την εφαρμογή του Κανονισμού EMAS, προσπαθεί να εναρμονίσει τη λειτουργία
των επιχειρήσεών της με τις συνιστώσες της περιβαλλοντικής πολιτικής,
εισάγοντας τις κατάλληλες νομοθετικές απαιτήσεις, οι οποίες σχετίζονται με τις
περιβαλλοντικές πλευρές των εν λόγω επιχειρήσεων.
Τέλος, οφείλουμε να θυμόμαστε πάντα πως
η περιβαλλοντική πολιτική αποτελεί την κινητήριο δύναμη για την εφαρμογή και τη
βελτίωση του συστήματος περιβαλλοντικής διαχείρισης του οργανισμού/επιχείρησης,
έτσι ώστε οι τελευταίοι να μπορούν να διατηρούν και να βελτιώνουν την
περιβαλλοντική τους επίδοση[11].
[1] http://ucm.org.cy/wp
content/uploads/28092009seminario_gia_to_programma_ypovoithisis_perivallontikis_symmorfosis_ecap.pdf
[2] Μανδαράκα,
Μ., Γεωργακόπουλος, Κ. “Συστήματα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης σε Ελληνικές
Επιχειρήσεις: Ωθούσες Δυνάμεις και Σημαντικότερα Οφέλη”, παρουσίαση στο
Ελληνική Βιομηχανία: προς την οικονομία της γνώσης, ΤΕΕ, Αθήνα, 3-5 Ιουλίου
2006, Αθήνα
[3] Μανδαράκα, Μ., Γεωργακόπουλος, Κ.
“Συστήματα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης σε Ελληνικές Επιχειρήσεις: Ωθούσες
Δυνάμεις και Σημαντικότερα Οφέλη”, παρουσίαση στο Ελληνική Βιομηχανία: προς την
οικονομία της γνώσης, ΤΕΕ, Αθήνα, 3-5 Ιουλίου 2006, Αθήνα
[4] Alberti M, Caini L.,. Calabrese A,
Rossi D., Evaluation of the costs and benefits of an environmental management
system. International Journal of Production Research, Vol.38, 2000, Quazi H.A.,
Implementation of an environmental management system: the experience of
companies operating in Singapore. Industrial
Management & Data Systems, Vol.99, No 7, 1999
[5] Wenk, M.
(2005). The European Union’s Eco – Management and Audit Scheme (EMAS), The
Netherlands: Springer
[6] Wenk, M. (2005). The
European Union’s Eco – Management and Audit Scheme (EMAS), The Netherlands:
Springer
[7] Κανονισμός 1221/2001/ΕΚ της 25ης
Νοεμβρίου 2009 «Για την εκούσια συμμετοχή των οργανισμών σε Κοινοτικό Σύστημα
Οικολογικής Διαχείρισης και Οικολογικού Ελέγχου (ΕMAS III), Επίσημη Εφημερίδα των
Ευρωπαικών Κοινοτήτων, L
342 της 22/12/2009.
[9] Μπεσέρης
Γ. (2008). Συστήματα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης, Ειδικά θέματα για την
Ποιότητα, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Τόμος Α.
Σχόλια