Αντισυνταγματική η εξαγορά δημοσίων κτημάτων από αυθαιρέτως κατέχοντες κατά το άρθρο 23 του Ν 4061/2012 (ΣτΕ)

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε, με την ΣτΕ 709/2020, ότι οι ρυθμίσεις του ά. 23 του ν. 4061/2012 «Διαχείριση και προστασία ακινήτων Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων – Ρύθμιση Εμπραγμάτων δικαιωμάτων και λοιπές διατάξεις» (Α’ 66) είναι αντισυνταγματικές. Η επίμαχη ρύθμιση έδινε το δικαίωμα στους αυθαιρέτως κατέχοντες δημόσια κτήματα, τουλάχιστον από την 5.6.1993, να τα εξαγοράσουν, αντί τιμήματος ίσου προς την αντικειμενική ή την αγοραία αξία τους. 
Η κριθείσα ως αντισυνταγματική ρύθμιση του ά. 23  ν. 4061/2012 είναι η τελευταία σε μακρά σειρά διατάξεων, η πρώτη από τις οποίες εντοπίζεται στο ά. 12 του α.ν. 1832/1951. Το ά. 12 του ν. 1832/1951, όπως και η μεταγενέστερη διάταξη του ά. 3 ν. 666/1977, που αντικατέστησε το ά. 12 και το κατήργησε, είχαν ως σκοπό την αποκατάσταση των ακτημόνων, και ως εκ τούτου δεν γεννούσαν ζητήματα συνταγματικότητας. Τόσο το ά. 12 του α.ν. 1832/1951 όσο και το ά. 3 του ν. 666/1977 έθεταν προϋποθέσεις ως προς το είδος της κατοχής του ακινήτου του δημοσίου (εάν επρόκειτο για γεωργική έκταση απαιτείτο συστηματική καλλιέργεια αυτής), όσο και ως προς το πρόσωπο του δικαιούμενου αποκατάστασης (το ά. 3 παρείχε το δικαίωμα εξαγοράς σε κατά κύριο επάγγελμα γεωργούς ή προς αυτοστέγαση εντός ρυμοτομικού σχεδίου). Τόσο το ά. 12 του α.ν. 1832/1951 όσο και το ά. 3 του ν. 666/1977 έτασσαν ανατρεπτική προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων εξαγοράς. Με νεότερες διατάξεις ο νομοθέτης αφενός έδωσε παράταση στην προθεσμία υποβολής αιτήσεων εξαγοράς, αφετέρου μετέθεσε τον απαιτούμενο χρόνο κατοχής, δημιουργώντας, με τον τρόπο αυτόν νέες κατηγορίες δικαιούχων. Ο χρόνος κατοχής ορίσθηκε αρχικά στο 1947 ή 1950 (με τον α.ν. 1832/1951), για να μετατεθεί στο 1964 ή 1968 (με τον α.ν. 431/1968), αργότερα στο έτος 1967 ή 1969 και 1972 (σύμφωνα με τις διακρίσεις του ά. 3 του ν. 666/1977) και τέλος στην 5.6.1993 (με τους ν. 3147/2003 και 4061/2012).
Τα δύο τελευταία νομοθετήματα, δηλαδή η κριθείσα με την απόφαση 709/2020 ως αντισυνταγματική ρύθμιση του ά. 23 ν. 4061/2012 και η ρύθμιση του ά. 5 ν. 3147/2003, που είχε κριθεί ως αντισυνταγματική με την απόφαση ΣτΕ Ολ 521/2014, αποσυνδέουν  το δικαίωμα εξαγοράς από αποκαταστατικούς σκοπούς και, με αυτόν τον τρόπο, γεννούν θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας των πολιτών και της αρχής του κράτους δικαίου, διότι επιβραβεύουν τους καταπατητές της δημόσιας περιουσίας παρέχοντάς τους το δικαίωμα να αποκτήσουν νόμιμο τίτλο κυριότητας.
Ειδικότερα, όπως κρίθηκε με την απόφαση 709/2020, η επίμαχη ρύθμιση του ά. 23 ν. 4061/2012 αποσυνδέει το δικαίωμα εξαγοράς του δημοσίου κτήματος από κάθε προϋπόθεση άλλη πέραν της κατοχής του τουλάχιστον από την 5.6.1993, και της καταβολής του τιμήματος. Το εν λόγω άρθρο δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ αστικών και αγροτικών ακινήτων, δεν διακρίνει μεταξύ των δικαιούμενων εξαγοράς που τυχόν κατέλαβαν τα κτήματα υπό το κράτος ισχύος παλαιότερων νομοθετημάτων (του ά. 12 α.ν. 1832/1951 και του ν. 666/1977) που είχαν γνήσιο αποκαταστατικό σκοπό και αυτών που τα κατέλαβαν σε συνθήκες που δεν είναι ανεκτές υπό το Σύνταγμα, εξομοιώνοντας κατά τον τρόπο αυτόν ανόμοιες μεταξύ τους καταστάσεις, που δικαιούνται διαφορετικής μεταχείρισης από το νομοθέτη. (πηγή:adjustice.gr)

Σχόλια