Επαναλειτουργία της Δικαιοσύνης και θέματα προφορικότητας ειδικών διαδικασιών. Μια κριτική πρόταση προς αντιμετώπιση των υφιστάμενων προβληματισμών
Tου Ανδρέα Α.Παπαστάθη, Δικηγόρου
Το ζήτημα της
πλήρους επαναλειτουργίας των δικαστηρίων (όπως τουλάχιστον τα ξέραμε μέχρι
τώρα!) με το άμεσα συνεχόμενο κεφάλαιο της επέκτασης και προώθησης της έγγραφης
διαδικασίας και της «απομακρυσμένης», διά δηλώσεως, δίκης τίθεται, θεωρώ, επι
τη βάση σταθμίσεων και έχει να αντιμετωπίσει ένα δίπολο, όπως θα διαφανεί και
ακολούθως, που, εκ προοιμίου, έχει ήδη προκαλέσει πληθώρα αντιδράσεων στους
δικηγορικούς και νομικούς κόλπους της χώρας.
Όπως ορθώς ήδη
έχει διευκρινισθεί από ορισμένους, με τους οποίους συντάσσομαι και αποτελούμε
τη μειοψηφία εξ όσων καταλαβαίνω, η αρχή της προφορικότητας στην πολιτική δίκη
δεν θεμελιώνεται σε αυξημένης τυπικής ισχύος (υπερνομοθετική) διάταξη. Ήδη, δε,
στην τακτική διαδικασία κατά κανόνα δεν ισχύει η προφορικότητα της διαδικασίας
(καταργήθηκε με ν.4335/2015, βλ. αρθ. 237 ΚΠολΔ). Επομένως, με ακραιφνή νομικά
τουλάχιστον κριτήρια, η χρονικά περιορισμένη και μόνο με τη συναίνεση
των διαδίκων παράσταση με δήλωση και η υποχώρηση της προφορικότητας των Ειδικών
Διαδικασιών (λχ. αυτοκίνητα, εργατικά, οικογενειακές και μισθωτικές διαφορές), για
επιτακτικούς μάλιστα λόγους συνιστάμενους στην υπεράσπιση του υπέρτερου
συμφέροντος της δημόσιας υγείας και ζωής των πολιτών και τηρουμένης της
υπερνομοθετικής αρχής της αναλογικότητας, δεν προσκρούει στον πυρήνα του
δικαιώματος σε δίκαιη και αποτελεσματική δίκη και του δικαιώματος εν γένει
δικαστικής προστασίας και ακρόασης, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Σ. και την
ΕΣΔΑ.
Άκρως σημαντικό
δε είναι το νόημα της προϋποθέσεως της προηγούμενης συμφωνίας όλων των
διαδίκων («μόνο με τη συναίνεση των διαδίκων») που είναι
ικανή να οδηγήσει σε παράσταση με δήλωση και υποχώρηση της προφορικότητας των
Ειδικών Διαδικασιών και επουδενί πρέπει να παραγνωρίζεται και να οδηγεί σε
λανθασμένα συμπεράσματα περί απόλυτης δήθεν κατάργησης της προφορικής
διαδικασίας! Δηλαδή, η προφορικότητα καταπίπτει μόνο αν συναινούν όλοι οι
διάδικοι, διαφορετικά γίνεται κανονικά η δίκη όπως ξέρουμε! Επιπλέον, δεν
υπάρχει μέχρι στιγμής πρόβλεψη περί ματαίωσης της δίκης (ούτε θα πρέπει
κατ’εμέ, ώστε να αποφευχθούν πιθανές καταχρηστικές συμπεριφορές «φυγόδικων»
αντιδίκων) αν κάποιος δεν συναινεί, όπως λ.χ ξεκάθαρα προβλέπεται για τα
διοικητικά δικαστήρια, που αν δεν υποβληθεί η δήλωση η υπόθεση ματαιώνεται.
Επομένως, αν
κάποιος διάδικος επιθυμεί να εξετάσει μάρτυρα μπορεί να το κάνει και να
γίνει κανονικά η διαδικασία προφορικά, αφού αυτονοήτως δεν θα υποβάλει δήλωση
και δεν θα έχουμε την προϋπόθεση της "συναίνεσης των διαδίκων"! Άρα,
ουσιαστικά η κατάργηση της προφορικής διαδικασίας, εν προκειμένω για
περιορισμένο χρονικό διαστημα λόγω κορωνοϊού, τίθεται απλά ως μια επιλογή
αποκλειστικά μαλιστα των ίδιων των διαδίκων που έχουν και την εξουσία (κατά
κόρον) διαθέσεως των δικαιωμάτων τους και όχι ως προτετελεσμένο, αφού αν
οποιοσδήποτε διάδικος δεν συμφωνει, τότε μπορεί να επανέλθει η διαδικασία με
την προφορικότητά της!
Στην περίπτωση,
τώρα, που υπάρχει η προϋπόθεση της συμφωνίας των διαδίκων και κατατεθεί δήλωση
από όλα τα διάδικα μέρη, τα οποία θα επιλέξουν αυτή τη δυνατότητα που θα
δίδεται, τότε και πάλι θα μπορούσε λόγω έκτακτων συνθηκών να προωθηθεί έτι
περαιτέρω η δυνατότητα της τεχνολογίας με ηλεκτρονική (ακόμα και με μέιλ!)
αποστολή προτάσεων, ισχυρισμών, εγγράφων εν γένει και να μην απαιτείται ούτε η
φυσική παρουσία των Δικηγόρων στις γραμματείες. Ακόμη δε η αναστολή και
παράταση όλων των προθεσμιών στην πολιτική δίκη, προτάσεις άλλωστε που έχει
προεξαγγείλει και η ΕΔΕ και η ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων, είναι βήματα
προς μια συνολικά θετική κατεύθυνση με μέτρα που θα οδηγήσουν σε αποφυγή
συνωστισμού και ταυτόχρονης συμφόρησης.
Αντιθέτως δε, αναφορικά
με τις δίκες, όπου δεν θα κατατίθεται δήλωση από κάποιο διάδικο μέρος και θα
διεξάγονται κανονικά προφορικά (επ’ ακροατηρίω συζήτηση, καθότι δεν θα
πληρούται σε αυτήν την περίπτωση η αυστηρά προϋπόθεση της "συναίνεσης των
διαδίκων"), προκύπτει η ανάγκη διαχωρισμού και χρονικής απόκλισης των
πινακίων, όπως ορθά σημειώνει και στην επίσημη πρότασή της η ΕΔΕ, αλλά και
η επιτροπή επαναλειτουργίας των δικαστηρίων, εξ όσων γνωρίζω, στην οποία
μάλιστα συμμετέχουν και έγκριτοι Δικονομολόγοι.
Ακολούθως, το
επιχείρημα περί «αποδείξεως» (σχετιζόμενο με την εξέταση μαρτυρων επ’
ακροατηρίω) μπορεί να ικανοποιηθεί προσωρινά και αντιστοίχως με ένορκες
βεβαιώσεις και κατ’ αναλογία εφαρμοζομένης, για το περιορισμένο αυτό
διάστημα, της διατάξης του αρθ.237 παρ. 6 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι κατ’
εξαίρεση στην τακτική διαδικασία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει μάρτυρες στο
ακροατήριο, αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως
αναγκαίο. Άλλωστε, όλοι μας γνωρίζουμε ότι η αμεσότητα της μαρτυρικής κατάθεσης
επ’ ακροατηρίω δεν οδηγεί λυσιτελώς, αναγκαίως και πλήρως στην ουσιαστική
αλήθεια (παρότι την βοηθάει), καθότι ο μάρτυρας πρίν την κατάθεσή του στο
Δικαστήριο έχει πάρει κατευθυντήριες γραμμές και έχει «συνεννοηθεί» (ως
είθισται) με τον παραστάντα δικηγόρο.
Τέλος, αναφορικά
με το ενδεχόμενο οι μάρτυρες, αντί να «συνωστίζονται» στο ακροατήριο, να
«στοιβάζονται» στις μικρές αίθουσες των Ειρηνοδικείων για την λήψη ενόρκων
βεβαιώσεων (όπως χαρακτηριστικά έχει αναφερθεί από ανακοινώσεις), υπάρχει η
εναλλακτική λύση της λήψης ένορκης βεβαίωσης αυστηρά και μόνο κατόπιν
ραντεβού με χρονική απόκλιση ικανή του ενός ραντεβού από το επόμενο, ώστε
να αποφευχθεί ο συνωστισμός και μόνον σε δικαστικές αίθουσες μεγάλες,
τηρουμένων αυτονοήτως όλων των άλλων εξαγγελλόμενων μέτρων προστασίας (λχ χρήση
μάσκας/ γαντιών μιας χρήσης, τήρηση απόστασης, διαθέσιμο αντισηπτικο σε
κοινόχρηστους χώρους, θερμομέτρηση εισερχομένων και ύπαρξη προστατευτικών -
πλέξιγκλας). Επιπροσθέτως, είτε θα μπορούσε
να αξιοποιηθεί η ήδη θεσμοθετημένη δυνατότητα λήψης ένορκης βεβαίωσης ενώπιον
συμβολαιογράφου, είτε η θεσμοθέτηση ειδικής υπεύθυνης δήλωσης για δικαστική
χρήση εν είδει ένορκης βεβαίωσης που θα μπορεί να γίνεται ηλεκτρονικά και
να βεβαιώνεται μέσω ΚΕΠ (όπως πλέον γίνεται και με τις εξουσιοδοτήσεις μέσω της
ιστοσελίδας www.gov.gr
και με τις συνακόλουθες έννομες συνέπειες που έχει οποιαδήποτε ψευδής βεβαίωση
και επί κοινών υπευθύνων δηλώσεων), είτε ακόμα για αυτό και μόνο το διάστημα θα
μπορούσε και να θεσμοθετηθεί η καινοτόμος δυνατότητα ηλεκτρονικής
αποστολής στο αρμόδιο τμήμα-γραμματεία του Ειρηνοδικείου της συνταχθείσας
ένορκης βεβαίωσης, συνοδευομένης 1.) από δήλωση του βεβαιούντος ότι
συμφωνεί και βεβαιώνει τα αναγραφόμενα, με επικύρωση του γνησίου της υπογραφής
του από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο και 2.) συνημμένου αντιγράφου της αστυνομικής
ταυτότητας του ενόρκως βεβαιούντος. Η τελευταία δε αυτή υπαλλακτικώς
αναφερόμενη λύση και ειδικά η δυνατότητα ηλεκτρονικής αποστολής στο
Ειρηνοδικείο της συνταχθείσας ένορκης βεβαίωσης με τα ως άνω συνημμένα έγγραφα
είναι και αυτή που προσωπικά θα προέκρινα εξ απόψεως ορθότητος, ευκολίας και
διαδικασίας.
Επιλογικά, ρητώς
καθιστώ σαφές ότι εκφράζω την προσωπική και επιστημονική μου άποψη, θεωρώντας
δε ότι αποτελεί προϊόν των ανωτέρω σταθμίσεων και σέβομαι οποιαδήποτε αντίθετη άποψη,
αλλά θεωρώ την παρούσα ως προσφορότερη αυτή τη στιγμή ώστε να
«διάγουμε» την επανέναρξη της
δικαιοσύνης με τη συνακόλουθη και ταυτόχρονη προάσπιση της υγείας όλων μας.
Καθώς, λοιπόν,
για όλους μας οι καταστάσεις είναι πρωτόγνωρες, κάθε λύση που θα προκριθεί
συνεπάγεται και κάποιες λειτουργικές δυσκολίες, αυτό όμως δεν σημαίνει κιόλας ότι
πρέπει να «φοβηθούμε» να προχωρήσουμε σε λύσεις έστω και εάν χρειαστεί να τις
βελτιώνουμε. Η αρχή, και μάλιστα με απόλυτα θετικές εντυπώσεις και επιπτώσεις
θα έλεγα, ήδη έγινε με την επωφελή χρήση της τεχνολογίας στις κρατικές δομές και
την προώθηση των εφαρμογών ψηφιακής δικαιοσύνης που είναι η ώρα σε ένα κράτος
που εκσυγχρονίζεται και σε μία εποχή που η τεχνολογία και οι εφαρμογές της
συνεχώς εξελίσσονται να εδραιωθεί έτι περισσότερο και στον χώρο της δικαιοσύνης,
ειδικά αυτήν την κρίσιμη περίοδο.
* o Ανδρέας Α. Παπαστάθης είναι Δικηγόρος LL.M, Υπ.ΔΝ, Συνεργάτης σε "Ροκας Δικηγορική Εταιρεία".
Σχόλια