Έλλειψη αμεροληψίας δικαστηρίου: Ο γιος του δικαστή εργαζόταν στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τον αντίδικο - Δικαίωση του προσφεύγοντος από το ΕΔΔΑ
Το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε με απόφασή του στις 26.5.2020 (αρ.
48781/12) την Κύπρο για παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ (δίκαιη δίκη).
Την προσφυγή κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει ασκήσει ο βουλευτής Ζαχαρίας Κουλίας
υποστηρίζοντας ότι σε κατ' έφεση δίκη εναντίον του σε υπόθεση δυσφήμισης στο Ανώτατο
Δικαστήριο της Κύπρου, ο ένας από τους δικαστές δεν ήταν αμερόληπτος και ειδικότερα ότι ο
γιος του προεδρεύοντος δικαστή, δικηγόρος, εργαζόταν στο δικηγορικό γραφείο που
εκπροσωπούσε τον αντίδικό του.
Τα περιστατικά
της υπόθεσης
Το Μάιο του 2006, ο
προσφεύγων, βουλευτής, συμμετείχε σε ραδιοφωνικό πρόγραμμα όπου έκανε διάφορα
σχόλια για έναν άλλο πολιτικό, πρώην υπουργό και υψηλόβαθμο στέλεχος
πολιτικού κόμματος.
Ο τελευταίος του έκανε
αγωγή δυσφήμισης εστιάζοντας σε δύο κυρίως σημεία από τα σχόλια του
προσφεύγοντος: Ότι είχε δεχθεί χρήματα από τουρκική εταιρεία και ότι είχε πει
στην τηλεόραση ότι δεν υπάρχει ψευδοκράτος στην βόρεια Κύπρο. Το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο είχε απορρίψει την αγωγή αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο το 2012
δικάζοντας με τριμελή σύνθεση κατ’ έφεση θεώρησε τις δηλώσεις δυσφημιστικές.
Ο προσφεύγων εν
συνεχεία έμαθε ότι ο γιος του ενός από τους δικαστές (του προεδρεύοντος)
εργαζόταν στην ίδια δικηγορική εταιρεία στην οποία ο δικηγόρος που είχε
αναλάβει την εκπροσώπηση του πολιτικού στο Ανώτατο Δικαστήριο ήταν
ιδρυτής-εταίρος.
Στις 10 Φεβρουαρίου
2012 μία εφημερίδα δημοσίευσε άρθρο για την υπόθεση, στο οποίο ο δικηγόρος του
προσφεύγοντος βουλευτή δήλωσε ότι είτε ο συγκεκριμένος δικαστής είτε ο
δικηγόρος που χειρίστηκε την υπόθεση θα έπρεπε να είχαν αποκαλύψει τη σχέση
μεταξύ τους, καθώς υπήρχε ζήτημα εξαίρεσης του δικαστή.
Στις 14 Φεβρουαρίου
2012 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε δήλωση που ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η
συμμετοχή του εν λόγω δικαστή ήταν «απόλυτα σύμφωνη με τη σχετική δικαστική
πρακτική που ισχύει εδώ και χρόνια ».
Ο προσφεύγων κ.Κουλίας
με βάση το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Σύμβασης επικαλέστηκε
έλλειψη αμεροληψίας εκ μέρους του προεδρεύοντος δικαστή του Ανώτατου
Δικαστηρίου στην συγκεκριμένη υπόθεση λόγω της σχέσης του με το δικηγόρο του
εκκαλούντος πολιτικού, είτε το ζήτημα εξετασθεί στο πλαίσιο του
αντικειμενικού είτε του υποκειμενικού ελέγχου που εφαρμόζει το Δικαστήριο του
Στρασβούργου στις περιπτώσεις αυτές.
Ο προσφεύγων επίσης
επικαλέστηκε παραβίαση των δικαιωμάτων του που προστατεύονται από το άρθρο 10
της ΕΣΔΑ (ελευθερία της έκφρασης).
Το σκεπτικό της
απόφασης του ΕΔΔΑ
Aναφορικά με το άρθρο
6 παρ.1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), το Δικαστήριο σημειώνει αρχικά ότι
σύμφωνα με τις γενικές αρχές της νομολογίας του, η προσωπική αμεροληψία ενός
δικαστή πρέπει να τεκμαίρεται μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Εν προκειμένω δεν υπήρχε
όντως προκατάληψη εκ μέρους του συγκεκριμένου δικαστή προς τον προσφεύγοντα.
Επομένως, το Δικαστήριο εξέτασε την καταγγελία βάσει του αντικειμενικού ελέγχου
αμεροληψίας, έχοντας να αποφασίσει αν οι αμφιβολίες του ήταν αντικειμενικά
δικαιολογημένες.
Το Δικαστήριο
αναφέρθηκε στις αρχές που έχουν εκτεθεί σε μια άλλη απόφαση κατά της Κύπρου
(Nicholas κατά Κύπρου) σχετικά με υπόθεση στην οποία ένας δικαστής είχε δεσμό
αίματος με υπάλληλο δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπούσε το ένα διάδικο μέρος
σε δικαστική διαδικασία. Μια τέτοια σχέση δεν αποκλείει καθεαυτή έναν δικαστή,
αλλά είναι μια κατάσταση ή σύνδεση που θα μπορούσε να προκαλέσει αμφιβολίες ως
προς την αμεροληψία του δικαστή.
Το αν οι αμφιβολίες
δικαιολογούνταν αντικειμενικά εξαρτάται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης
υπόθεσης. Οι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη έχουν να κάνουν με το εάν
είχε εμπλακεί ο συγγενής του δικαστή στην εν λόγω υπόθεση, με τη θέση του
συγγενή στο δικηγορικό γραφείο, με το μέγεθος της εταιρείας, την εσωτερική
οργανωτική δομή της, την οικονομική σημασία της υπόθεσης για το δικηγορικό
γραφείο, και το οποιοδήποτε πιθανό οικονομικό συμφέρον ή πιθανό όφελος εκ
μέρους του συγγενή.
Το Δικαστήριο σημείωσε
ακόμα ότι η Κύπρος, ως μικρή χώρα, έχει λιγότερες (δικηγορικές) εταιρείες και
μικρότερο αριθμό δικαστών σε σχέση με άλλες μεγαλύτερες έννομες τάξεις, έτσι
μια τέτοια κατάσταση θα ήταν πιθανό να προκύψει συχνότερα. Σημείωσε επίσης ότι
οι καταγγελίες για δικαστική μεροληψία δεν πρέπει να μπορούν να παραλύσουν το
νομικό σύστημα του κράτους και ότι σε μικρές δικαιοδοσίες θα μπορούσαν
υπερβολικά αυστηρά πρότυπα σχετικά με τέτοιες αιτιάσεις να παρεμποδίζουν την
απονομή της δικαιοσύνης.
Ωστόσο, κάθε κατάσταση
που θα μπορούσε να προκαλέσει υποψία ή ένδειξη προκατάληψης έπρεπε να αποκαλυφθεί
κατά την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας και έπρεπε να γίνει αξιολόγηση της
για να καθοριστεί εάν είναι απαραίτητη η εξαίρεση του δικαστή. Αυτή θα ήταν μία
σημαντική διαδικαστική διασφάλιση για την παροχή επαρκών εγγυήσεων για
αντικειμενική και υποκειμενική αμεροληψία.
Καμία τέτοια αποκάλυψη
ωστόσο δεν έγινε στην περίπτωση του προσφεύγοντος και αυτός ανακάλυψε την
επίμαχη εργασιακή σχέση μετά την απόφαση της έφεσης. Επομένως, είχε να
αντιμετωπίσει μια κατάσταση στην οποία ο γιος του δικαστή εργάστηκε στο
δικηγορικό γραφείο που είχε αναλάβει την εκπροσώπηση του αντιδίκου του πριν την
ακρόαση της έφεσης και του οποίου ο ιδρυτής / διευθύνων εταίρος, δηλαδή ο
εργοδότης του γιου του δικαστή, είχε εμφανισθεί στην επ 'ακροατηρίου
συζήτηση.(όπως είχε συμβεί και στην Nicholas κατά Κύπρου).
Ο προσφεύγων δεν ήξερε
αν ο γιος είχε πράγματι εμπλακεί στην εν λόγω υπόθεση και αν είχε οικονομικό
συμφέρον συνδεδεμένο με το αποτέλεσμα της δίκης. Ωστόσο η ένδειξη μεροληψίας
είχε δημιουργηθεί. Επομένως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αμφιβολίες του
προσφεύγοντος σχετικά με την αμεροληψία του συγκεκριμένου δικαστή
δικαιολογούνταν αντικειμενικά και ότι η εγχώρια νομοθεσία και πρακτική δεν
παρείχαν επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις.
Το Δικαστήριο σημείωσε
ακόμα ότι ο κώδικας δικαστικής πρακτικής τροποποιήθηκε στη συνέχεια και ότι
πλέον αντίστοιχη σχέση εργασίας αποτελεί λόγο για την εξαίρεση δικαστή σε
υποθέσεις όπως η συγκεκριμένη που δεν δικάζονται από την ολομέλεια.
Ενόψει αυτών, το ΕΔΔΑ
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Αναφορικά με το άρθρο
10 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας έφεσης για
τη δυσφήμηση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος
συμφώνησε να περιορίσει το αντικείμενο της υπόθεσης στο αν οι δηλώσεις του
εντολέα του ήταν δυσφημιστικές, αποσύροντας την υπεράσπιση περί δίκαιου
σχολίου.
Με την απόφαση αυτή, ο
προσφεύγων είχε περιορίσει σαφώς την εξέταση του Ανώτατου Δικαστηρίου καθώς δεν
υπέβαλε στο εγχώριο Δικαστήριο όλα τα επιχειρήματα του Άρθρου 10 που υπέβαλε
στο ΕΔΔΑ.
Επιπλέον, δεδομένου
ότι είχε υποβάλλει επιτυχώς και την υπεράσπιση του δικαιολογημένου σχολίου σε
πρώτο βαθμό, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η διαδικασία ενώπιον του Ανώτατου
Δικαστηρίου δεν του είχε προσφέρει προοπτικές επιτυχίας.
Το
Δικαστήριο εν προκειμένω κατέληξε στο συμπέρασμα , συμφωνώντας με τη
σχετική ένσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας ,ότι ο προσφεύγων δεν είχε κάνει
χρήση των σχετικών «αποτελεσματικών» εγχώριων ένδικων μέσων .Κατά συνέπεια,
απέρριψε την καταγγελία βάσει του άρθρου 10 για μη εξάντληση των εγχώριων
ένδικων θεραπειών.
Εν κατακλείδι, το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η Κύπρος οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα
το ποσό των 9.600 ευρώ για μη χρηματική ζημία και 19,20 ευρώ για έξοδα.
(πηγή: Cyprus Legal News )
Σχόλια