Μία σύντομη κριτική ματιά στο ελληνικό σύστημα καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου
της Μπίας Τσολάκη, Δικηγόρου*
Το ελληνικό σύστημα καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου θεμελιώθηκε κατά τη δεύτερη φάση της διακυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου την περίοδο 1917-1920[1] με το Ν. 2112/1920. Ο παραπάνω νόμος προέβλεψε την καθιέρωση της υποχρέωσης τήρησης ορισμένων προθεσμιών προειδοποίησης και καταβολής αποζημίωσης για την απόλυση των εργαζομένων.
Παρά το γεγονός ότι τα προαπαιτούμενα αυτά είχαν καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πειστικά ότι σηματοδότησαν για την εποχή που καθιερώθηκαν μία πραγματική νομική επανάσταση, εάν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι τότε το ιδιωτικό δίκαιο ήταν απογυμνωμένο από κάθε ηθική ευαισθησία με αποτέλεσμα να είναι παντελώς άγνωστη κάθε έννοια κοινωνικής προστασίας των μισθωτών, οι οποίοι απολύονταν, όπως χαρακτηριστικά έχει επισημανθεί κυριολεκτικά με ένα νεύμα.
Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο Ν. 2112/1920 αποτέλεσε το νομικό λίκνο για την ανάπτυξη του ελληνικού δικαίου της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία συντελέστηκε με την αποφασιστική συμβολή της ελληνικής νομολογίας.
Για την ακρίβεια, ο ιστορικός νομοθέτης «επαναπαύτηκε» στο Ν. 2112/1920 και αμέλησε να παρακολουθήσει την εμβάθυνση της προστασίας των εργαζομένων που επιτασσόταν από την προοδευτική αναβάθμιση της έννομης θέσης τους σε συνταγματικό επίπεδο με τη ρητή αναγνώριση της ελευθερίας της εργασίας (άρθρ.5 § 1 Σ.) και του κοινωνικού δικαιώματος στην εργασία (22 § 1 Σ.), παραλείποντας να θέσει ρητά ουσιαστικούς φραγμούς στην καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστης διάρκειας.
Για το λόγο αυτό, η νομολογία επιχείρησε να αναπληρώσει αυτό το ουσιαστικό κενό προστασίας, αξιοποιώντας τη γενική ρήτρα της (αντικειμενικής) καλής πίστης, η προφανής υπέρβαση των επιταγών της οποίας στοιχειοθετεί την έννοια της κατάχρησης δικαιώματος του άρθρου 281 Α.Κ., το οποίο με τον τρόπο αυτό αναδείχθηκε στη βασική γραμμή ουσιαστικής άμυνας του εργαζόμενου απέναντι σε αδικαιολόγητες απολύσεις.
Με άλλα λόγια, ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας του εργοδότη αναγορεύτηκε από τα ελληνικά δικαστήρια σε αρνητική ουσιαστική προϋπόθεση του κύρους της[2] [3]. Στο πλαίσιο αυτό, χαράχτηκαν δύο βασικές νομολογιακές κατευθύνσεις[4] .
Η πρώτη συνάρτησε την έννοια της καταχρηστικής καταγγελίας με τη λεγόμενη «κακόβουλη» καταγγελία, εκείνη δηλαδή η οποία λαμβάνει χώρα εξ αιτίας μίας καθ’ όλα νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη καταγγελίας, η οποία υπαγορευόμενη από «ταπεινά ελατήρια» θεωρείται ότι αντίκειται στις επιταγές του άρθρου 281 Α.Κ.
Η δεύτερη προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα και συνέδεσε την καταχρηστική καταγγελία με την έννοια της «αντικειμενικά αδικαιολόγητης» καταγγελίας, εκείνης δηλαδή η οποία «χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη χρωματισμένη από επιλήψιμα κίνητρα του εργοδότη, δεν στοχεύει στην προστασία δικαιολογημένων συμφερόντων του τελευταίου»[5] , τα οποία για παράδειγμα θεωρείται ότι εξυπηρετούνται στην περίπτωση της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων εκ μέρους του εργαζομένου ή της οικονομοτεχνικής αναδιοργάνωσης της επιχείρησης.
Πρόκειται για μία προωθημένη θέση της νομολογίας, η οποία ερείδεται στη βάσιμη και συνταγματικά υπαγορευόμενη διαπίστωση ότι το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από την πλευρά του εργοδότη, το οποίο αποτελεί έκφραση της επιχειρηματικής του ελευθερίας (άρθρο 5 § 1 Σ.), επιβάλλεται να οριοθετείται αμοιβαία από ή άλλως να «εναρμονίζεται» με το εύλογο συμφέρον που συνδέει ο κάθε εργαζόμενος με τη διατήρηση της θέσης απασχόλησής του, το οποίο προστατεύεται εξ ίσου συνταγματικά από το συνδυασμό των άρθρων 5 § 1 και 22 § 1 Σ.
Αυτή η «πρακτική εναρμόνιση» σημαίνει ότι η καταγγελία χωρίς να συντρέχει μία αντικειμενική αιτία που να τη δικαιολογεί, όπως η αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζόμενου ή η οικονομοτεχνική κατάσταση της επιχείρησης, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από τη συνταγματική έννομη τάξη, της οποίας η υπέρβαση των επιταγών στοιχειοθετεί την έννοια της πρόδηλης παράβασης των προταγμάτων της καλής πίστης και ως εκ τούτου την καταχρηστικότητα της σχετικής καταγγελίας.
Η τελευταία προσέγγιση στην ουσία της εκφράζει μία σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του δικαίου της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία πάντως πλέον ολοένα και υποχωρεί στη δικαστηριακή πρακτική υπό το βάρος της δεινής οικονομικής κρίσης που διήλθε η χώρα μας. Ειδικότερα, με εξαίρεση τις απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους, όπου γίνεται πάγια δεκτό ότι θα πρέπει να αποτελούν τη λεγόμενη «ultima ratio»[6] , κερδίζει πια όλο και περισσότερο έδαφος στη νομολογία η άποψη ότι ο Ν. 2112/1920 καθιερώνει ένα σύστημα καθαρά «αναιτιώδους» καταγγελίας, το οποίο επιτρέπει την απόλυση χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης ενός λόγου εκ μέρους του εργοδότη.
Κατά συνέπεια, αυτό, υπό το φως των παραπάνω συνταγματικών αξιολογήσεων που συναρτούν το επιτρεπτό της καταγγελίας από την επίκληση και απόδειξη ενός αντικειμενικού λόγου, μετασχηματίζεται ανεπίτρεπτα σε ένα καθεστώς «αιτιώδους» καταγγελίας, κατά τρόπο που εκφυλίζει την αρχική βούληση του ιστορικού νομοθέτη. Εντούτοις, πέρα από το γεγονός ότι η ερμηνεία αυτή προσκολλάται μονολιθικά στην ξεπερασμένη από την εποχή ιστορική ερμηνευτική προσπέλαση του Ν. 2112/1920, επιπλέον προβαίνει και σε μία ανεπίτρεπτη σύμφωνη με τον κοινό νόμο ερμηνεία του Συντάγματος αφού εμμένει σε μία ιστορικοβουλητική ανάγνωση του τελευταίου που δεν ευθυγραμμίζεται με τις σαφείς επιταγές του μεταγενέστερου Συντάγματος του 1975 που ισχύει έως σήμερα.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, αυτή η «αντίστροφη μέτρηση» στη νομολογιακή προστασία του εργαζόμενου από αδικαιολόγητες απολύσεις επιχειρήθηκε να ανακοπεί από την παρέμβαση του νομοθέτη, η οποία συντελέστηκε σε δύο στάδια. Πρώτα, κυρώθηκε ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης με το Ν.4359/2016, ο οποίος στο άρθρο 24 αναγνωρίζει το δικαίωμα του εργαζομένου να μη λύεται η εργασιακή του σύμβαση χωρίς να συντρέχει ένας νόμιμος λόγος συνδεόμενος με την ικανότητα, τη συμπεριφορά του ή τις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης.
Ωστόσο, με τη σαφή επιταγή του, συμμορφώθηκε μόνο η υπ’ αρίθμ.3220/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς[7] και η υπ’ αρίθμ.17/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου[8] ενώ τα υπόλοιπα δικαστήρια της ουσίας[9] όσο και ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αρίθμ.1512/2018 απόφασή του[10] αποφάνθηκαν ότι δυνάμει του άρθρου 24 ΑΕΚΧ δε μεταβλήθηκε το ισχύον καθεστώς της «αναιτιολόγητης» καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.
Ενόψει της συγκεκριμένης νομολογιακής ερμηνείας, ο νομοθέτης επανήλθε και σε δεύτερη φάση σχεδόν στην ιστορική επέτειο των εκατό χρόνων μετά από τη θεμελίωση του συστήματος προστασίας των εργαζομένων από την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με το Ν. 2112/1920, με το άρθρο 48 Ν.4611/2019 προέβη στη σαφή κατάργηση του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστης διάρκειας, προαπαιτώντας για την εγκυρότητα της καταγγελίας τη συνδρομή ενός «βάσιμου λόγου» με αποτέλεσμα να θέσει τέρμα στις παραπάνω αδικαιολόγητες νομολογιακές παλινωδίες.
Δυστυχώς, η σπουδαία αυτή νομοθετική εξέλιξη, η οποία επιτέλους εκσυγχρόνισε το ελληνικό σύστημα προστασίας από την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και το εναρμόνισε με τις επιταγές του ισχύοντος Συντάγματος και με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά δεδομένα, ματαιώθηκε ελάχιστο χρόνο αργότερα με τη διάταξη του άρθρου 117 του Ν. 4623/2019, η οποία κατάργησε και μάλιστα αναδρομικά το άρθρο 48 Ν.4611/2019.
Αρκεί να αναφέρουμε ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστης διάρκειας δε θεωρείται έγκυρη στη Γερμανία, ένα βασικό βραχίονα του ευρωπαϊκού καταπιταλισμού, εδώ και πολλές δεκαετίες με τον Kündigungsschutzgesetz για κάθε εργαζόμενο που έχει συμπληρώσει έξι μήνες απασχόλησης όταν είναι κοινωνικά αδικαιολόγητη (sozial ungerechtfertigt ist) υπό τον όρο ότι η επιχείρηση απασχολεί περισσότερους από δέκα (10) εργαζόμενους[11].
Έτσι, ενόψει των συνταγματικών αξιολογήσεων που εκτέθηκαν και των ευρωπαϊκών δεδομένων που συνοψίζονται στη ρύθμιση του άρθρου 24 ΑΕΚΧ, φρονούμε ότι υπάρχει μία βασική γραμμή άμυνας για τους εργαζόμενους προκειμένου να αμυνθούν έναντι της αδικαιολόγητης ανακολουθίας του Έλληνα νομοθέτη με τις συνταγματικές και ευρωπαϊκές επιταγές, η οποία συνίσταται στη θεώρηση του άρθρου 48 Ν. 4611/2017 ως της εθνικής νομοθετικής ρύθμισης που «μετέφερε» στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 24 ΑΕΚΧ με αποτέλεσμα να απολαύει κατ’ άρθρο 28 § 1 Σ. υπερνομοθετική ισχύ και να μην μπορεί να καταργηθεί ως εκ τούτου με το άρθρο 117 Ν. 4623/2019, το οποίο επέχει μόνο ισχύ κοινού νόμου.
* Η Μπία Τσολάκη είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ΜΔΕ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ LL.M. in Transnational and European Commercial Law, Mediation, Arbitration and Energy Law of International Hellenic University (IHU) & Υποψήφια Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ
[1] Α.Γεωργιάδης, Η συμβολή του Ελευθερίου Βενιζέλου στη διάπλαση του Αστικού Δικαίου σε «Αναζητώντας το δίκαιο» (εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2017), σελ.157επ
[2] Έτσι, Ζερδελής, Η προστασία από την απόλυση μετά τον ν.4611/2019, ΕΕργΔ 2019 (78), σελ.371
[3] Με βάση το γενικό δικονομικό κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης του άρθρου 338 § 1 ΚΠολΔ, ο εργαζόμενος βαρύνεται με την υποχρέωση επίκλησης και απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την καταχρηστικότητα. Εν προκειμένω, έχει δύο επιλογές: α) είτε να αιτηθεί αυτοτελώς με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, δηλαδή την αγωγή, την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας, οπότε στην περίπτωση αυτή οφείλει να εκθέσει σε αυτό με την απαιτούμενη σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα που θεμελιώνουν το σχετικό ισχυρισμό του, β) είτε να αιτηθεί την αναγνώριση ή και επιδίκαση μισθών υπερημερίας λόγω εξακολούθησης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, οπότε ο εργοδότης κατ’ένσταση μπορεί να εγείρει τον ισχυρισμό περί λύσης της εξ αιτίας νόμιμης καταγγελίας και ως εκ τούτου κατ’ αντένσταση ο εργαζόμενος μπορεί να διατυπώσει τον ισχυρισμό του περί ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταχρηστικής άσκησής της.
[4]Βλ. για μία συνοπτική και περιεκτική ανάλυση του ελληνικού συστήματος καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου σε Ζερδελή, ό.π., σελ.369επ.
[5] Ζερδελής, ό.π., σελ.373 (παραλείπονται οι παραπομπές του συγγραφέα από το χρησιμοποιούμενο απόσπασμα).
[6] Βλ. τη διεξοδική ανάλυση σε Ζερδελή, Η απόλυση ως ultima ratio, passim και ιδίως 229επ.
[7] Αρμ 2017, 2119επ. (με σχόλιο Σιδέρη)=ΕΕργΔ 2017 (76), 1426επ.
[8] ΕΕργΔ 2019 (78), 431επ..
[9] ΜΠρΘεσ 10675/2018 ΤΝΠ Νόμος· ΜΠρΘεσ 19510/2017 Αρμ 2017, 2118
[10] ΕΕργΔ 2019 (78),408επ.
[11] Για μία συνοπτική περιγραφή του συστήματος προστασίας από την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της Γερμανίας, βλ. At a glance: termination of employment in Germany σε νομικό δικτυακό τόπο https://www.lexology.com/library/detail.aspx?g=dad4c647-d782-4f3d-bbec-782e902ed3ae&utm_source=Lexology+Daily+Newsfeed&utm_medium=HTML+email+-+Body+-+General+section&utm_campaign=Lexology+sub scriber+daily+feed&utm_content=Lexology+Daily+Newsfeed+2020-07 16& utm_term = (πρό- σβαση την 16.07.2020 και ώρα 14.58 μ.μ.).
Σχόλια