Το δικονομικό προνόμιο του Δημοσίου αναφορικά με την εις βάρος του εκτέλεση μονάχα αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων ακόμη και έναντι του εργαζομένου

Της Μπίας Τσολάκη, Δικηγόρου *

Δυνάμει της υπ’ αρίθμ.85/2020 Γνωμοδότησης του ΝΣΚ έγινε δεκτό ότι το άρθρο 1 § 1 Ν. 3068/2002, το οποίο αναφέρει ότι το Δημόσιο έχει υποχρέωση συμμόρφωσης με αποφάσεις που είναι εκτελεστές «κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις», θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της επιταγής του άρθρου 19 Ν. 1715/1951 που ορίζει ότι η προθεσμία και η άσκηση της αίτησης αναίρεσης αναστέλλει την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σε βάρος του Δημοσίου.

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, σύμφωνα με την ερμηνεία του ΝΣΚ, προκύπτει ότι παράγεται εκτελεστότητα εναντίον του Δημοσίου και ως εκ τούτου υποχρέωση συμμόρφωσής του μόνο με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις. Ιδιαίτερη σημασία έχει να υπογραμμισθεί ότι η συγκεκριμένη Γνωμοδότηση εκδόθηκε με αφορμή σχετικό ερώτημα που έθεσε το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ενόψει τελεσίδικης δικαστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών που αναγνώρισε ότι το ΥΠΟΑ απασχολούσε την ενάγουσα με την ιδιότητα της αρχαιολόγου από τον Ιανουάριου του έτους 1995 με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνιστούσαν μία ενιαία σύμβαση αόριστης διάρκειας και εν συνεχεία το καταδίκασε να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, απαγγέλλοντας χρηματική ποινή ύψους εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης με το προαναφερθέν καταψηφιστικό σκέλος της.

Υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων δεδομένων, η εν λόγω Γνωμοδότηση του ΝΣΚ εμφανίζεται πολλαπλώς εσφαλμένη. Πρώτα απ’ όλα, το άρθρο 19 Ν. 1715.1951, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της υποστηριζόμενης θέσης του, βρίσκεται σε πρόδηλη ένταση με τη γενική αρχή της ισότητας του άρθρου 4 § 1 Σ. διότι εισάγει δυσμενή διάκριση ως προς τους ιδιώτες με την έννοια ότι επιτρέπει σε αυτούς την εκτέλεση μονάχα αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων εναντίον του Δημοσίου ενώ αντίστροφα το τελευταίο δικαιούται να εκτελέσει σε βάρος τους τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, χωρίς να συντρέχει ένας αντικειμενικός λόγος ο οποίος να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση αυτή που σημειωτέον έχει γενικευμένο χαρακτήρα.

Επιπλέον, η επίμαχη διάταξη δυσχεραίνει την ουσιαστική πραγμάτωση του επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής έννομης προστασίας (άρθρο 20 § 1 Σ.), ιδιαίτερα μάλιστα εάν ληφθεί υπόψη ότι το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης γίνεται πάγια δεκτό ότι υπάγεται στο βεληνεκές της προστασίας του σε αντίθεση με το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων, το οποίο δε θεωρείται ότι εμπίπτει στο περιεχόμενό του και ως εκ τούτου εναπόκειται στην κρίση του κοινού νομοθέτη να εκτιμήσει την αναγνώρισή του κατά περίπτωση.

Εκτός όμως από τις παραπάνω αιτιάσεις, στην υπό κρίση περίπτωση υφίσταται και ένα πρόσθετο «νομικό αγκάθι» στην εξεταζόμενη Γνωμοδότηση του ΝΣΚ, ότι δηλαδή η απαίτηση περί αμετακλήτου για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε βάρος του Δημοσίου ακυρώνει στην πράξη την ελευθερία της εργασίας με την έννοια της ανεμπόδιστης άσκησης της ως προέκτασης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του εργαζομένου, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 5 § 1 Σ., καθώς και το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία του άρθρου 22 § 1 Σ., το οποίο επιβάλλει στο Κράτος την υποχρέωση να εξασφαλίζει συνθήκες απασχόλησης.

Βέβαια, μπορεί η ελευθερία της εργασίας (άρθρο 5 § 1 Σ.) και το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία (άρθρο 22 § 1 Σ.) να μην παράγουν μία «γενική» υποχρέωση απασχόλησης όσων αναζητούν εργασία, αλλά χωρίς αμφιβολία θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι θεμελιώνει σχετική αξίωση όταν συντρέχουν «ώριμες» συνθήκες που δικαιολογούν ένα τέτοιο αίτημα, όπως εν προκειμένω η σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστης διάρκειας, η οποία μάλιστα αναγνωρίσθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση και εκτελέσθηκε για αξιόλογο χρονικό διάστημα.

Κατά συνέπεια, η υπ’ αρίθμ.85/2020 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ, παραλείποντας να διερευνήσει όλες τις παραπάνω συνταγματικές πτυχές 2 της κρινόμενης περίπτωσης, είναι ελλιπής και για το λόγο αυτό άστοχη ενώ την ίδια στιγμή το έλλειμα στην αιτιολογία της αναπόφευκτα τελικά την καθιστά ασύμβατη με τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις.

*Η Μπία Τσολάκη είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ΜΔΕ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ LL.M. in Transnational and European Commercial Law, Mediation, Arbitration and Energy Law of International Hellenic University (IHU) & Υποψήφια Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ


Σχόλια