Το ΕΔΔΑ απέρριψε το αίτημα άρσης της ασυλίας συζύγου εν ενεργεία δικαστή του από την Εθνική Αρχή της Ουκρανίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς
Της Μπίας Τσολάκη, Δικηγόρου*
Το ΕΔΔΑ, συνεδριάζοντας σε πλήρη Ολομέλεια την 6η Ιουλίου
2020, εξέδωσε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απόφαση[1]
αναφορικά με το αίτημα της Εθνικής Αρχής της Ουκρανίας για την καταπολέμηση της
διαφθοράς (National Anti-Corruption Bureau of Ukraine) για άρση της ασυλίας του
συζύγου της καταγόμενης από την Ουκρανία δικαστικού λειτουργού του ΕΔΔΑ.
Πρώτα απ’ όλα, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι σύμφωνα
με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 6 της Γενικής Συμφωνίας για τα προνόμια και της
ασυλίες του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι δικαστές του ΕΔΔΑ, οι σύζυγοι τους και
τα ανήλικα τέκνα τους απολαύουν προνόμια, ασυλίες, εξαιρέσεις, απαλλαγές και
διευκολύνσεις αντίστοιχα με τους διπλωματικούς αντιπροσώπους, όπως προβλέπεται
από το διεθνές δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 31 της Σύμβασης της Βιέννης
για τις διπλωματικές σχέσεις ορίζει ότι η ασυλία συμπεριλαμβάνει και υποθέσεις
της ποινικής δικαιοδοσίας[2] .
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι πριν να ξεκινήσει μία ποινική
έρευνα (criminal investigation)[3], θα
πρέπει να προηγηθεί η άρση της ασυλίας του εκάστοτε προστατευόμενου προσώπου, η
οποία αποφασίζεται ενόψει της ιδιάζουσας σημασίας της από την πλήρη Ολομέλεια
του ΕΔΔΑ.
Όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, η ratio της αναγνώρισης του
προνομίου της ασυλίας εντοπίζεται στην αδήριτη αναγκαιότητα θωράκισης της
απαραίτητης για την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων των δικαστών του ΕΔΔΑ
ανεξαρτησίας τους και όχι βέβαια ασφαλώς για την αθέμιτη οχύρωσή τους από
ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες τυχόν ευθύνες που μπορεί να τους
βαρύνουν[4] .
Υπό τους ορισμούς του ελληνικού δικαίου των συνταγματικών
ελευθεριών, η αναγνωριζόμενη στα προαναφερθέντα πρόσωπα ασυλία για τη
διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας του ΕΔΔΑ μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεσμική
εγγύηση[5] διότι ο σκοπός της παρεχόμενης προστασίας δε
συνδέεται υποκειμενικά με το φορέα της ασυλίας, αλλά υπαγορεύεται αντικειμενικά
από το σκοπό ουσιαστικής κατοχύρωσης του θεσμού που αφορά, δηλαδή τη δικαστική
ανεξαρτησία.
Ακριβώς, για το λόγο αυτό, η κατοχυρωμένη σύμφωνα με τα
παραπάνω ασυλία δεν είναι απόλυτη, δηλαδή δεν είναι ανεξαίρετη, αλλά σχετική
και για την ακρίβεια μπορεί να αρθεί εφόσον το ΕΔΔΑ κρίνει σε πλήρη Ολομέλεια
ότι δε δικαιολογείται η περιχαράκωση του δικαστή πίσω από αυτή.
Δηλαδή, στην ουσία όταν αποτιμήσει ότι το αίτημα άρσης δεν
υποβάλλεται για να ασκηθεί αθέμιτη πίεση στο δικαστικό λειτουργό που αφορά τη
χειραγώγηση ή τον «κολασμό» της κρίσης του, αλλά προκειμένου πραγματικά να
ελεγχθεί η βασιμότητα των αποδιδόμενων σε αυτόν κατηγοριών. Δεδομένου ότι
πρόκειται για ένα ζήτημα ύψιστης ηθικής και θεσμικής αξίας, η σχετική απόφαση
του ΕΔΔΑ λαμβάνεται από την πλήρη Ολομέλεια όχι απλά για συμβολικούς λόγους,
αλλά διότι με τον τρόπο αυτό παρέχεται ένα ακόμη εχέγγυο για την ουσιαστική ορθότητα
της σχετικής απόφασης, η οποία ως εκ τούτου δεν μπορεί χωρίς ουσιαστικά
επιχειρήματα να κηλιδωθεί με το στίγμα της μεροληπτικότητας για λόγους
συγκάλυψης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το ΕΔΔΑ με την απόφασή του της
6ης Ιουλίου 2020 στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων διότι αψηφώντας το
«επικοινωνιακό» κόστος απέρριψε[6] το
αίτημα για άρση της ασυλίας του συζύγου της εν λόγω δικαστικού λειτουργού διότι
αξιολόγησε, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της ποινικής έρευνας που εκκρεμεί
εναντίον του προαναφερθέντος προσώπου, ότι οι ήδη διεξαχθείσες έρευνες
«νοσούσαν» διαδικαστικά.
Και αυτό διότι ανεξάρτητα από το ότι έπρεπε το σχετικό
αίτημα να υποβληθεί πριν από την έναρξη των ερευνητικών ενεργειών, δεδομένο που
δε φαίνεται άμεσα να θίγει το ΕΔΔΑ με την κρίση του[7] ,αυτές
κατέληγαν στην άσκηση πίεσης στους επίμαχους μάρτυρες[8] .
Με βάση αυτό το δεδομένο, συνήγαγε το συμπέρασμα ότι τέτοιου
είδους πρακτικές για την απόκτηση αποδεικτικού υλικού είναι ασύμβατες με το
καθεστώς ασυλίας που καθιερώνεται για την κατοχύρωση της ακώλυτης λειτουργίας
του ΕΔΔΑ διότι διακινδυνεύουν την υπονόμευση της ακεραιότητας της διαδικασίας
άρσης της ασυλίας ενώπιον του.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, το ΕΔΔΑ φαίνεται ότι εκτίμησε ότι οι
διαδικαστικές «εκπτώσεις»[9] της ποινικής έρευνας καταμαρτυρούσαν ότι
σκοπός τους ήταν να πλήξουν τη δικαστική ανεξαρτησία των μελών του ΕΔΔΑ και όχι
να ερευνήσουν ουσιαστικά την εκκρεμή ποινική υπόθεση. Το ότι το ΕΔΔΑ δεν
αναφέρθηκε καθόλου στην ουσία της διεξαγόμενης στην Ουκρανία ποινικής έρευνας
εναντίον του συζύγου της Ουκρανής δικαστικού λειτουργού στο ΕΔΔΑ μπορεί να
εκπλήσσει αρνητικά υπό την έννοια ότι θα ήταν δυνατόν να υποτεθεί ότι επιχειρεί
να αποφύγει την ουσιαστική «συζήτηση» γύρω από την εν λόγω ποινική υπόθεση
καταφεύγοντας στην ανάδειξη μονάχα των διαδικαστικών παρατυπιών της.
Ωστόσο, εκτός από το γεγονός ότι εν προκειμένω οι
διαδικαστικές αποκλίσεις είναι σοβαρότατες διότι συνδέονται ουσιαστικά με την
προσπάθεια χειραγώγησης μαρτύρων εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, το ουσιαστικό
υπόβαθρο της ποινικής υπόθεσης είναι αξιοσημείωτο ότι αφορά το ίδιο το ΕΔΔΑ και
τη δράση του. Πιο ειδικά, αναφέρεται στο φιλικό διακανονισμό, στον οποίο προέβη
η Ουκρανία με το ΕΔΔΑ για το κλείσιμο μίας εκκρεμούς ενώπιον του τελευταίου
υπόθεσης που αφορούσε τη μη εκτέλεση δικαστικής απόφασης των Ουκρανικών
Δικαστηρίων και ως εκ τούτου την ευλόγως αναμενόμενη καταδίκη του
προαναφερθέντος κράτους για παραβίαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης.
Για την ακρίβεια, εκ των υστέρων, η Εθνική Αρχή της
Ουκρανίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς ξεκίνησε έρευνα εναντίον του
κυβερνητικού αξιωματούχου που εκπροσώπησε την Ουκρανία στον εν λόγω
διακανονισμό, της προσφεύγουσας εταιρίας στο ΕΔΔΑ και των δικηγόρων που την
εκπροσώπησαν, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και ο σύζυγος της Ουκρανής
δικαστικού λειτουργού, του οποίου η άρση της ασυλίας ζητήθηκε στην εξεταζόμενη
περίπτωση.
Η κατηγορία που προσάφθηκε στα προαναφερθέντα πρόσωπα είναι
ότι ακόμη κι αν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ από την Ουκρανία, η
υπόθεση δεν έπρεπε να κλείσει με διακανονισμό, αλλά με την εκδίκασή της και την
έκδοση σχετικής απόφασης από το ΕΔΔΑ[10].
Δηλαδή, στην ουσία η Εθνική Αρχή της Ουκρανίας για την καταπολέμηση της
διαφθοράς ξεκίνησε την επίμαχη ποινική έρευνα διότι θεώρησε ποινικώς κολάσιμη
την εκπλήρωση της υποχρέωσης της Ουκρανίας να συμμορφώνεται με τις επιταγές της
ΕΣΔΑ και να συνεργάζεται αρμονικά με το ΕΔΔΑ για την επιβολή των προβλεπόμενων
κυρώσεων στην περίπτωση της παραβίασης τους.
Από την άποψη αυτή, μπορεί να γίνει κατανοητό ότι το ΕΔΔΑ
αποφεύγοντας να αγγίξει την ουσία της υπόθεσης δεν προσπάθησε να την αποφύγει,
αλλά μάλλον να αποσοβήσει την κλιμάκωση της δικανικής έντασης με τις αρχές της
Ουκρανίας. Εν τοιαύτη περιπτώσει, υπό το φως των παραπάνω παραμέτρων, γίνεται
φανερό ότι το ουσιαστικό υπόστρωμα της υπόθεσης άσκησε δικαιολογημένα εμφανή
επιρροή στην από 6 Ιουλίου 2020 απόφαση του ΕΔΔΑ, η οποία κατά την αντίληψή μας
με τον τρόπο αυτό δικαιώνεται πλήρως.
Οι συγκεκριμένες ουσιαστικές περιστάσεις καθιστούν παραπάνω
από σαφές ότι η Εθνική Αρχή της Ουκρανίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς
επιχείρησε με την όψιμη κίνηση ποινικής δίωξης να προβεί στον κολασμό της
Ουκρανής δικαστικού λειτουργού στο ΕΔΔΑ για το ρόλο της ιδίας και του συζύγου
της στην υπόθεση που έκλεισε με τον προαναφερθέντα φιλικό διακανονισμό.
Κατά συνέπεια, η εν λόγω αίτηση άρσης της ασυλίας προσέβαλε
βάναυσα τη δικαστική ανεξαρτησία των δικαστών του ΕΔΔΑ και για το λόγο αυτό
ορθώς απορρίφθηκε, αποτρέποντας εμμέσως πλην σαφώς τη δημιουργία ενός «μαύρου»
δικαστικού προηγούμενου του ΕΔΔΑ και για τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέλη στην
ΕΣΔΑ, κατά το οποίο θα μπορούσαν αυτά να προβαίνουν στην αθέμιτη υπαγόρευση της
συμπεριφοράς των δικαστών που το απαρτίζουν υπό την απειλή άσκησης ποινικής
δίωξης εναντίον τους.
Εν κατακλείδι, αν και είθισται να πιστεύεται ότι η
νομοθετική λειτουργία έχει το προβάδισμα έναντι της δικαστικής διότι η πρώτη
θέτει τους κανόνες, με τους οποίους η δεύτερη οφείλει να συμμορφώνεται,
φρονούμε ότι η διαπίστωση αυτή δεν είναι ακριβής διότι στις σύγχρονες
δημοκρατίες το ύψιστο εχέγγυο για την ύπαρξη ενός ουσιαστικού κράτους δικαίου
είναι η απρόσκοπτη λειτουργία της ανεξάρτητης δικαιοσύνης που ελέγχει
εξονυχιστικά και κολάζει αποτελεσματικά τις αυθαιρεσίες.
Για το λόγο αυτό, πέρα από τα ευχολόγια και τις
μεγαλοστομίες, είναι sine qua non προϋπόθεση να διασφαλισθεί θεσμικά με τον
πληρέστερο δυνατό τρόπο ο ουσιαστικός αυτό-έλεγχος των δικαστικών λειτουργών
και περαιτέρω να «στεγανοποιηθεί» απόλυτα από κάθε είδους αθέμιτη επέμβαση η
απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων τους διότι δεν μπορεί να υπάρξει ευημερούσα
κοινωνία χωρίς ουσιαστική δικαιοσύνη για όλα τα μέλη της, ανεξάρτητα από κάθε
διάκριση.
* Η Μπία Τσολάκη είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ΜΔΣ Αστικού,
Αστικού Δικονομικού και Εργατικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ LL.M. in
Transnational and European Commercial Law, Mediation, Arbitration and Energy
Law of International Hellenic University (IHU) & Υποψήφια Διδάκτωρ
Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ
_______________
[1] Βλ.Kanstantsin Dzehtsiarou, Strasbourg v. Kafka: Diplomatic Immunity of
the judges of the European Court of Human Rights σε
https://strasbourgobservers.com/2020/07/21/strasbourg-v-kafka-diplomaticimmunity-of-the-judges-of-the-european-court-of-human-rights/
(τελευταία πρόσβαση την 21.07.2020 09.56π.μ.).
[2] Βλ.Kanstantsin Dzehtsiarou, ό.π.
[3] Βλ.Kanstantsin Dzehtsiarou, ό.π
[4] Βλ.Kanstantsin Dzehtsiarou, ό.π., ο οποίος ορθά τονίζει «it is undisputed that immunities
should not judges and their close relatives from criminal charges when these
charges are substantiated. However, immunities were created for judges to
prevent undue pressure on them from authorities».
[5] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος,
Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα (4η αναθ.έκδ. Νομική ΒιΒλιοθήκη), σελ.70-71.
[6] Για
το κείμενο της
απόφασης βλ. σε
file:///C:/Users/MyPc/Downloads/Decision%20of%20the%20European%20Court%20of%20Human%20Rights%20.pdf
(τελευταία πρόσβαση την 21.07.2020 11.07 π.μ.)
[7] Έτσι, Kanstantsin Dzehtsiarou, ό.π.
[8] Πιο
ειδικά, αυτολεξεί αναφέρεται ότι «considering
that there is evidence suggesting that when conducting the investigating
measures targeting Mr Logvynskyi the National Anti-Corruption Bureau of Ukraine
resorted to pressuring witnesses», βλ., ό.π. για το κείμενο της
απόφασης
[9] Για
την ακρίβεια «procedural shortcomings» κατά τον
εύστοχο χαρακτηρισμό του Kanstantsin Dzehtsiarou, ό.π.
[10] Βλ. για την παρουσίαση του σχετικού ιστορικού, Kanstantsin Dzehtsiarou, The new trial:
Kafkaesque Punishment for cooperation with ECrHR, σε https://strasbourgobservers.com/2020/01/31/thenew-trial-kafkaesque-punishment-for-cooperation-with-the-ecthr/
(τελευταία πρόσβαση την 21.07. 2020 12.03μ.μ.).
Σχόλια