Η μεταβολή του τόπου διαμονής ανηλίκου τέκνου ως πράξη συνεπιμέλειας διαζευγμένων γονέων (Νέο Άρθρο 1519 Αστικού Κώδικα)
του Ηρακλή Δημ.Μουράβα, Δικηγόρου ΜΔΕ
Με το άρθρο 139 του ν. 4714/2020 (ΦΕΚ Α 148/31.7.2020) (ειδικές πράξεις επιμέλειας ανήλικου τέκνου) εισήχθη νέο άρθρο 1519 στον Αστικό Κώδικα με το παρακάτω περιεχόμενο:
Μεταβολή του τόπου διαμονής
Μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου, που επιδρά
ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το
τέκνο, απαιτεί προηγούμενη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη οριστική δικαστική
απόφαση μετά από αίτημα οποιουδήποτε από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να
διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο».
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με τη νέα διάταξη
διευρύνεται σημαντικά ο κύκλος των πράξεων για τις οποίες οι γονείς οφείλουν να
αποφασίζουν από κοινού, ανεξάρτητα από το εάν ο γονέας ασκεί μόνος του (κατόπιν
προφανώς δικαστικής απόφασης κατά το άρθρο 1513 ΑΚ παρ. 2, 3) την
επιμέλεια. Πρόκειται για πράξεις που δεν επαναλαμβάνονται και επηρεάζουν
αποφασιστικά το μέλλον του τέκνου, όπως το είδος της εκπαίδευσης που θα λάβει,
την προετοιμασία για πρωταθλητισμό κλπ. Για τις πράξεις αυτές, απαιτείται
απόφαση και των δύο γονέων, σε περίπτωση δε διαφωνίας θα εφαρμοστεί το άρθρο 1512 ΑΚ.. Με την παρ. 2
διευκρινίζεται ότι, μολονότι ο προσδιορισμός της κατοικίας του ανηλίκου ανήκει
στον γονέα που ασκεί την επιμέλεια, η μεταβολή του τόπου διαμονής που επηρεάζει
ουσιωδώς το δικαίωμα επικοινωνίας του άλλου γονέα, μπορεί να γίνει μετά από
σύμφωνη γνώμη του γονέα που έχει το δικαίωμα επικοινωνίας ή μετά από οριστική δικαστική
απόφαση.
Επομένως, αντικείμενο της ρύθμισης δεν είναι οποιαδήποτε
μετακίνηση του ανηλίκου (π.χ. από τη μία συνοικία ή Δήμο σε άλλη συνοικία μέσα
σε μεγάλη πόλη) αλλά η σημαντική μετακίνηση (π.χ. σε άλλη
πόλη, σε άλλη χώρα), η οποία επηρεάζει ουσιωδώς την άσκηση του δικαιώματος
επικοινωνίας του άλλου γονέα. Είναι
κατανοητή η ανάγκη του γονέα που έχει την επιμέλεια να έχει ελευθερία
κίνησης και επιλογής της διαμονής του, αλλά ο περιορισμός της ελευθερίας αυτής
είναι ανεκτός, ενόψει της ιδιότητάς του ως γονέα ανηλίκου, καθώς και ενόψει του
δικαιώματος του άλλου γονέα να έχει ομαλή επικοινωνία με το παιδί.
Συνεπώς, ο έχων την επιμέλεια του ανηλίκου γονέας δεν χάνει
το δικαίωμα να μετακινηθεί, ακόμη και σε μακρινό μέρος, αρκεί να έχει
εξασφαλίσει την (προηγούμενη της μετακίνησης) συμφωνία του άλλου γονέα, ή, αν
αυτός δεν συμφωνεί ή δεν ανευρίσκεται κ.λπ., οριστική δικαστική απόφαση που
επιτρέπει την μετακίνησή του με το ανήλικο τέκνο. Στην τελευταία περίπτωση, το
δικαστήριο θα κρίνει με βάση πρωτίστως το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου (ΕΔΔΑ,
Penchevi κατά Βουλγαρίας).
Με τη νέα διάταξη, η Χώρα μας συμμορφώνεται και προς την
Σύσταση CM/ Rec (215)4 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Με την απόφαση αυτή είναι
αυτονόητο ότι θα καθορίζεται και νέος τρόπος επικοινωνίας με τον μη έχοντα τη
γονική μέριμνα γονέα (λ.χ επικοινωνία με σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα, έξοδα
επικοινωνίας, υποχρέωση να διαμένει το ανήλικο τέκνο στο μη έχοντα γονέα τη
γονική μέριμνα αραιότερα μεν αλλά μεγαλύτερα διαστήματα, υποχρέωση εκτενούς
λογοδοσίας προς το μη έχοντα τη γονική μέριμνα γονέα για τις δραστηριότητες των
τέκνων σε εκπαιδευτικό επίπεδο, τις επιδόσεις στο σχολείο ή σε άλλες
δραστηριότητες κ.τ.λ).
Αν οι γονείς
συμφωνήσουν για την αλλαγή του τόπου διαμονής του ανήλικου τέκνου προφανώς και
απαιτείται συμβολαιογραφικός τύπος, καθόσον πρόκειται για νέα συμφωνία
επιπρόσθετη από αυτή που ήδη είναι σε ισχύ για ζητήματα επιμέλειας κατά το
συναινετικό διαζύγιο με το τότε επισυναπτόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό.
Στην περίπτωση όμως
που ο μη έχων την γονική μέριμνα γονέας δε συμφωνήσει με την αλλαγή του τόπου
διαμονής ανηλίκου τέκνου τότε μπορεί να απευθυνθεί στο αρμόδιο δικαστήριο και
το ζήτημα να ρυθμιστεί με την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης. Το γεγονός ότι
στη νέα νομοθετική ρύθμιση απαιτείται οριστική δικαστική απόφαση, εξ
αντιδιαστολής προκύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση αποκλείονται τα
ασφαλιστικά μέτρα, προς την ορθή κατεύθυνση κατά τη γνώμη του γράφοντος, διότι
η προσωρινότητα των ασφαλιστικών μέτρων πιο πολύ περιπλέκει παρά επιλύει το
ζήτημα. Καθόσον απαιτείται αρκετός χρόνος και έξοδα προκειμένου να ληφθεί η
οριστική δικαστική απόφαση. Επίσης μπορεί ο έχων τη γονική μέριμνα γονέας να
απευθυνθεί ο ίδιος στο δικαστήριο και να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους
κρίνεται σκόπιμη η μετεγκατάσταση του ιδίου και του ανήλικου τέκνου σε άλλο
τόπο, αν ο έτερος γονέας δεν συμφωνήσει.
Ο νομοθέτης μέσα από αυτή την νομοθετική μεταβολή κινείται
κατ’ αρχήν προς τη σωστή κατεύθυνση καθ’ όσον για τόσο σημαντικές αποφάσεις που
αφορούν το μέλλον των ανήλικων τέκνων και είναι καθοριστικές για τη μετέπειτα
πορεία τους και εξέλιξή τους πρέπει να έχουν συναποφασίσει και οι δύο γονείς
λαμβάνοντας και οι δύο την ευθύνη αυτής της απόφασης. Κάθε νομοθετική ρύθμιση
εξ’ άλλου που απονέμει περισσότερα δικαιώματα και στο γονέα που δεν έχει τη
γονική μέριμνα για αποφάσεις που αφορούν τα τέκνα του υποδηλώνει εξέλιξη του
δικαίου και συμβατότητα με τη σύγχρονη κοινωνική πρόοδο. Η συνεπιμέλεια γονέων από
μόνη της είναι μια θετική εξέλιξη τόσο στο δίκαιο όσο και στην κοινωνία επειδή
παρότι οι γονείς των ανήλικων τέκνων αποφάσισαν να ακολουθήσουν για τους ίδιους
χωριστούς δρόμους, ωστόσο ως προς τις αποφάσεις για τα ανήλικα τέκνα τους
πρέπει να είναι σύμμαχοι και όχι αντίπαλοι και να τις λαμβάνουν πάντα με
γνώμονα πρωτίστως το συμφέρον του τέκνου προτάσσοντάς το από το δικό τους.
Ωστόσο κάθε νέο
εργαλείο κρίνεται πάντα εκ του αποτελέσματος και από την πρακτική εφαρμογή του
και τη χρήση του. Έτσι αναμένουμε να συμβεί και στο εν λόγω νομικό εργαλείο.
Μολονότι δεν αμφισβητείται η σωστή κατεύθυνση του νομοθέτη, κρίνεται σκόπιμο να
διατυπωθούν κάποιοι προβληματισμοί ως προς τη χρήση αυτής της νέας νομοθετικής
μεταβολής τόσο σε νομικό επίπεδο όσο και σε πρακτικό.
Σε νομικό επίπεδο
προκειμένου να έχει νόημα η νέα νομοθετική εξέλιξη, θα πρέπει να διασφαλιστεί
ότι το δικαστήριο θα αποφασίσει για την αλλαγή του τόπου διαμονής του ανήλικου
τέκνου με βάση το συμφέρον του ανηλίκου και μόνο. Θα πρέπει να εξετάσει όλα τα
πραγματικά περιστατικά και όλες τις συνθήκες που αναφέρουν και οι δύο γονείς με
τους ισχυρισμούς τους και αν κρίνει ότι η αλλαγή του τόπου διαμονής του
ανηλίκου θα βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του, θα διασφαλίσει ευκολότερη και ποιοτικότερη
πρόσβαση στην εκπαίδευση, καλύτερη ποιότητα ζωής, περισσότερες ευκαιρίες να
εκπληρώσει τους στόχους του, καλύτερες συνθήκες να αναπτύξει μια υγιή
προσωπικότητα και να εκπληρώσει τα όνειρά του σε επίπεδο εκπαιδευτικό,
επαγγελματικό, ψυχαγωγικό και ιδίως η δια ζώσης μακρόχρονη απουσία του άλλου
γονέα δεν θα έχει σημαντική επίπτωση στην προσωπικότητά του τότε κρίνεται
σκόπιμο να εγκριθεί η αλλαγή του τόπου διαμονής του.
Αν όμως ο μη έχων τη
γονική μέριμνα γονέας αποδείξει στο δικαστήριο βλάβη στον ψυχισμό και την
προσωπικότητα του ανηλίκου σε περίπτωση που αποστερηθεί τον ένα του γονέα για μεγάλο
χρονικό διάστημα, αν αποδείξει ότι οι συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο νέο τόπο
για το ανήλικο τέκνο είναι ουσιωδώς δυσχερέστερες σε σχέση με τις ήδη
υπάρχουσες στον τωρινό τόπο διαμονής του, αν αποδείξει βάσιμα ότι ο έχων την
επιμέλεια γονέας δεν θα μπορεί να παράσχει στο τέκνο του μόνος του ένα ελάχιστο
επίπεδο διαβίωσης στις νέες συνθήκες που θα διαμορφωθούν, αν αποδείξει ότι η
πόλη ή η χώρα που ζητείται να εγκατασταθεί ο έχων τη γονική μέριμνα γονέας με
το τέκνο του δεν προσφέρεται με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες του τέκνου για
μακρόβια διαβίωσή του τότε θα πρέπει το δικαστήριο να λάβει όλες αυτές τις
παραμέτρους υπ’ όψιν του και να μην εγκρίνει την αλλαγή του τόπου διαμονής του
τέκνου και κατ’ επέκταση και του έχοντος τη γονική μέριμνα γονέα.
Στην περίπτωση που
όλοι αυτοί οι παράγοντες και οι ισχυρισμοί και των δύο γονέων ληφθούν υπ’ όψιν
σοβαρά από το δικαστήριο με βάση το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου και μόνο, τότε
θα σημαίνει ότι ορθώς χρησιμοποιήθηκε το νέο νομικό εργαλείο.
Σε διαφορετική περίπτωση όμως, που το δικαστήριο δεν μπει
στην ουσία των πραγματικών περιστατικών και απλά εγκρίνει την αλλαγή του τόπου
διαμονής διεκπεραιωτικά και χωρίς εμπεριστατωμένη αιτιολογία που να κατατείνει
στο συμφέρον του ανηλίκου, τότε περισσότερα προβλήματα θα επιφέρει η νομοθετική
μεταβολή παρά πλεονεκτήματα. Επειδή αφενός θα επιβαρυνθούν και οι δύο γονείς με
περιττά δικαστικά έξοδα και αφετέρου μέχρι
να εκδοθεί η δικαστική απόφαση πιθανό να χαθεί και πολύτιμος χρόνος ικανός να
αλλάξει και προς το χειρότερο τις ήδη υπάρχουσες συνθήκες στο νέο τόπο της
μετεγκατάστασης τόσο για το ανήλικο τέκνο όσο και για τον έχοντα τη γονική
μέριμνα γονέα (λ.χ απώλεια επαγγελματικής ευκαιρίας) . Ειδικά αν διαμορφωθεί πάγια
νομολογία υπέρ της αβίαστης διεκπαιρεωτικής έγκρισης της μετεγκατάστασης, ελλοχεύει
ο κίνδυνος η εν λόγω νομοθετική διάταξη να καταστεί μη εφαρμοστέα και να
καταλήξει απλά και μόνο ως ένα μέσο αύξησης της δικηγορικής ύλης χωρίς κανένα πρακτικό
όφελος ούτε για το ανήλικο τέκνο ούτε για τους γονείς του.
Σε πρακτικό επίπεδο τίθεται
και ένας άλλος προβληματισμός. Η εν λόγω διάταξη μολονότι δηλώνει καλές
προθέσεις από το νομοθέτη περί συνεργασίας μεταξύ γονέων για τόσο σημαντικά
θέματα, δεν είναι σίγουρο ότι στην πράξη αυτός ο σκοπός θα επιτευχθεί. Και αυτό
διότι με τη διατύπωσή της δίδονται περιθώρια καταστρατήγησής της από το γονέα ο
οποίος δεν έχει τη γονική μέριμνα. Η συμφωνία ή έστω η συναίνεση του μη έχοντος
τη γονική μέριμνα γονέα για την αλλαγή του τόπου διαμονής του ανήλικου τέκνου
με βάση το συμφέρον του ανηλίκου δεν είναι αυτονόητη. Διότι μέσω αυτής της
διάταξης ανοίγει ο δρόμος στον γονέα που δεν έχει τη γονική μέριμνα να μη
συμφωνήσει στην αλλαγή του τόπου διαμονής του ανηλίκου και του πρώην συζύγου
του όχι απαραίτητα γιατί θα κρίνει ότι δεν είναι για το συμφέρον του τέκνου του
αλλά για δικούς του ιδιοτελείς σκοπούς. Είναι πιθανό ο μη έχων τη γονική
μέριμνα γονέας να μην δώσει τη σύμφωνη γνώμη του για σκοπούς που έχουν να
κάνουν όχι τόσο με το ανήλικο τέκνο του όσο με τη σχέση του με τον/την πρώην σύζυγό
του όπως θυμός, οργή, αντιζηλία, εγωισμός, εκδίκηση και άλλα κίνητρα ταπεινά
και που μπορεί είτε να υπήρχαν από πριν ιδίως αν το διαζύγιο εκδόθηκε με
αντιδικία είτε να προέκυψαν στην πορεία αν το διαζύγιο δόθηκε συναινετικά.
Επομένως υπάρχει κίνδυνος ο μη έχων την
επιμέλεια γονέας να οδηγήσει τον έχοντα την επιμέλεια, με όχημα το ανήλικο
τέκνο, τόσο σε μια δικαστική διαδικασία αχρείαστη με δυσμενείς οικονομικές και
ψυχικές επιπτώσεις, όσο και σε μία υστερόβουλη ματαίωση της επαγγελματικής
ανέλιξής του μόνο και μόνο για λόγους που αφορούν την εκάστοτε μεταβαλλόμενη
σχέση μεταξύ τους και τις δικές τους προσωπικές διαφορές.
Η ενδεχόμενη
καταστρατήγηση της νέας νομοθετικής διάταξης θα μπορούσε να αποφευχθεί με τη
διατύπωση «κρίνεται σκόπιμο» ή «κρίνεται ορθό να υπάρχει προηγούμενη
συμφωνία..» καθιστώντας την εν λόγω διάταξη ενδοτικού δικαίου, σε αντίθεση με
την τωρινή διατύπωση «απαιτεί προηγούμενη συμφωνία..» που την καθιστά
αναγκαστικού δικαίου. Πέρα από αυτή την προκρινόμενη μεταβολή στη διατύπωση του
άρθρου ,το ορθότερο θα ήταν να θεσπιστεί αυτή η νομοθετική αλλαγή σε χρόνο
μεταγενέστερο, στο πλαίσιο μιας γενικότερης αναμόρφωσης του οικογενειακού
δικαίου για τα ζητήματα επιμέλειας και συνεπιμέλειας τέκνων αφότου πρώτα
δίδονταν απ’ τον ίδιο το νομοθέτη οι κατάλληλες εγγυήσεις ομαλής πρακτικής
εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων.
Εν κατακλείδι, ας
ελπίσουμε ότι η συγκεκριμένη νομοθετική μεταβολή στην πράξη, τόσο σε επίπεδο
νομικό όσο και σε επίπεδο πρακτικό θα λειτουργήσει ομαλά και θα εφαρμοσθεί όπως
πρέπει προς τη σωστή κατεύθυνση της συνεπιμέλειας γονέων για το κρίσιμο ζήτημα
της μεταβολής του τόπου διαμονής ανηλίκου τέκνου και δεν θα διαψεύσει τις
προσδοκίες και τις καλές προθέσεις του νομοθέτη.
Σχόλια
Θερμά συχαρητήρια στον φίλτατο συνάδελφο Δημήτρη για την επιμελή προσέγγιση του θέματος