Ebru Timtik: «πολιορκημένη, αλλά ελεύθερη»*

της Ευλαμπίας (Μπίας) Τσολάκη, δικηγόρου**

Πριν από λίγες ημέρες ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών[1], προς τιμήν του, μας υπενθύμισε την επέτειο για τη συμπλήρωση τριάντα ετών από τη δημοσίευση της Διακήρυξης Θεμελιωδών Αρχών για το ρόλο των δικηγόρων σε μία δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία την 27η Αυγούστου 1990 από τον Ο.Η.Ε. Σύμφωνα με αυτή, inter alia, υπογραμμίζεται ότι για την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την οποία δικαιούται κάθε πρόσωπο, απαιτείται η αποτελεσματική πρόσβαση σε νομικές υπηρεσίες εφόσον παρέχονται από ανεξάρτητους φορείς του νομικού επαγγέλματος και προεχόντως από δικηγόρους. Ειδικά, για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των τελευταίων γίνεται ρητή μνεία στην αδήριτη αναγκαιότητα διασφάλισης των απαραίτητων εγγυήσεων προκειμένου αυτοί να είναι σε θέση: α) να ασκούν τα επαγγελματικά τους καθήκοντα χωρίς να υφίστανται οιοδήποτε εκφοβισμό, παρεμπόδιση, παρενόχληση και εν γένει ανάρμοστη παρέμβαση, β) να ταξιδεύουν και να νουθετούν τους πελάτες τους ελεύθερα  εντός και εκτός του κράτους της προέλευσής τους και τέλος , γ) να μην υπόκεινται και σε κάθε περίπτωση να μην απειλούνται με την επιβολή διώξεων ή άλλων διοικητικών, οικονομικών και άλλων κυρώσεων για οιαδήποτε πράξη που συνδέεται με την άσκηση του επαγγέλματός τους, σύμφωνα με τους όρους και τους κανόνες δεοντολογίας που διέπουν την άσκησή του. Με τον τρόπο αυτό, υπενθυμίζεται μία «λεπτομέρεια» που συνήθως λησμονείται στη δημόσια συζήτηση που κατά καιρούς επανέρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο γύρω από τη διασφάλιση των αναγκαίων όρων για την προσήκουσα απονομή της δικαιοσύνης, η οποία ως γνωστόν κατά κανόνα μονοπωλείται στην αδιαμφισβήτητη ασφαλώς χρεία πλήρους, κατά το δυνατόν, στεγανοποίησης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Δηλαδή παραβλέπεται ότι, εκτός από την παραπάνω συνθήκη, απαράβατο όρο για τη στοιχειωδώς υγιή λειτουργία κάθε φιλελεύθερου δικαιοδοτικού  και εν γένει κρατικού μηχανισμού συνιστά και η ανεξαρτησία των δικηγόρων με το δεδομένο ότι αυτοί βρίσκονται κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή μίας αδυσώπητης μάχης για την πρέπουσα ανάδειξη και στοιχειοθετημένη έκθεση κάθε παραβίασης των επιταγών του νόμου, συνταγματικής, υπερνομοθετικής και κοινής ισχύος. Με άλλα λόγια, «διαμεσολαβούν» ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος, εγγυώμενοι για τον κάθε πελάτη τους τη συμμόρφωση με τις επιταγές της νομιμότητας και ως εκ τούτου στην ουσία το σεβασμό της αρχής του κράτους του δικαίου, η οποία επιβάλλει η κρατική εξουσία σε όλες τις εκφάνσεις της να αυτό-οριοθετείται από το εκάστοτε ισχύον κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας της. Άλλωστε, για το λόγο αυτό, πέρα από το στερεότυπο του «δικηγόρου του διαβόλου», το οποίο πάντως πέρα από τη συστηματική απαξίωση του ρόλου του  τελευταίου τουλάχιστον από την ελληνική πολιτεία οφείλεται και στην κακώς νοούμενη ανοχή αντιδεοντολογικών συμπεριφορών που στιγματίζουν και στοχοποιούν τον κλάδο στα όμματα της κοινωνίας, η δικηγορία δικαιολογημένα θεωρείται ότι αποτελεί ένα δημόσιο λειτούργημα, στο οποίο βρίσκει ένα αναγκαίο έρεισμα το κράτος δικαίου, ως οργανικό στοιχείο μίας ευνομούμενης πολιτείας . Ακριβώς, για την εκτέλεση αυτής της σημαίνουσας αποστολής με έναν επαρκώς αποτελεσματικό τρόπο δύναται να γίνει με ευχέρεια αντιληπτό ότι και για τους δικηγόρους συντρέχει τουλάχιστον η ίδια ανάγκη που υφίσταται και  αναφορικά με τους δικαστές, να επενδύονται με ουσιαστικά εχέγγυα ανεξαρτησίας προκειμένου να θωρακίζονται από κάθε εγχείρημα άμεσης ή έμμεσης χειραγώγησής τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Δυστυχώς, διαπιστώνεται ότι τέτοιες προσπάθειες λαμβάνουν χώρα στην αυγή του 21ου αιώνα και σε κράτη με δεδηλωμένη αφοσίωση στο δημοκρατικό ιδεώδες, όπως η χώρα μας. Τελευταίο μελανό παράδειγμα προς αποφυγήν αποτελεί η περίπτωση της υποχρεωτικής μετατροπής των συμβάσεων εμμίσθου εντολής των δικηγόρων της «Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε.» σε γνήσιες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, μετά την κατάργηση της τελευταίας, με το «Ελληνικό Κτηματολόγιο» που λειτουργεί ως  ΝΠΔΔ. Πέρα από τις ορθώς εντοπισθείσες και ενδελεχώς τεκμηριωθείσες παραβιάσεις των άρθρων 4 §1, 5§1 και 25§1 Συντ. σε συνδυασμό και με μία σειρά από άλλες βάσιμες αιτιάσεις[2],[3], στην προκειμένη περίπτωση ένα σημείο που ξενίζει ιδιαίτερα είναι ότι επιχειρείται η «υπαλληλοποίηση» των συγκεκριμένων δικηγόρων, με άλλα λόγια η υπαγωγή τους στο κοινό διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη τους. Εντούτοις, αυτός στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει να αποτελεί το θεματοφύλακα του έστω και αργοπορημένα υιοθετηθέντος κτηματοκεντρικού συστήματος καταχώρισης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στη χώρα μας, του Κτηματολογίου, μετά των δύο βασικών πυλώνων της λειτουργίας του, του τεκμηρίου ορθότητας των κτηματολογικών εγγραφών και της δημόσιας πίστης του κτηματικού βιβλίου[4]. Με βάση αυτό το δεδομένο, προκύπτει με ενάργεια ότι οι δικηγόροι του συγκεκριμένου φορέα καλούνται να διασφαλίσουν με την επιστημονικά στοχευμένη νομική τους κατάρτιση την προσήκουσα τήρηση των οικείων κανόνων σε έναν τομέα μείζονος δημοσίου υπό την έννοια του κοινωνικού συμφέροντος που συνδέεται με την επαρκή κατοχύρωση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων που συστήνονται εντός της ελληνικής έννομης τάξης. Από την άποψη αυτή, ακόμη και ανεξάρτητα από όλες τις άλλες συνταγματικές προεκτάσεις του όλου ζητήματος[5], καθίσταται αντιληπτό ότι στην προκειμένη περίπτωση οι δικηγόροι υποχρεούνται να διαδραματίσουν έναν τυπικά και ουσιαστικά εγγυητικό ρόλο κυριολεκτικά ενός δημοσίου αγαθού. Ως εκ τούτου, «οφείλουν» υπακοή αποκλειστικά έναντι του Νόμου για την εξυπηρέτηση των εννόμων συμφερόντων των πολιτών που συμπλέκονται με τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 17 § 1 Συντ., για την αποτελεσματική προάσπιση της οποίας είναι sine qua non προϋπόθεση η αποτροπή της καθυπόταξής τους σε εργοδοτικές εντολές και υποδείξεις του φορέα απασχόλησής τους. Κατά συνέπεια, κάθε αντίθετη κρατική μεθόδευση θα πρέπει να θεωρείται ότι προσβάλλει και τη διάταξη του άρθρου 17 § 1 Συντ. υπό την έννοια ότι έτσι παραβιάζεται εμμέσως, πλην όμως σαφώς η υποχρέωση του κράτους να προβαίνει στην ουσιαστική προστασία της ιδιοκτησίας.

Εκτός όμως από τέτοιου είδους συγκεκαλυμμένες προσβολές της ανεξαρτησίας του δικηγορικού λειτουργήματος, είναι μείζον πλήγμα όχι μόνο για το νομικό πολιτισμό, αλλά επιπλέον και κυρίως για την ουσιαστική εκδημοκρατικοποίηση του κόσμου μας ότι παράλληλα επιχειρείται η απροκάλυπτη, ωμή και βάρβαρη φίμωση των δικηγόρων που ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη συναίσθηση της υψηλής αποστολής τους. Έτσι, με ειλικρινή αποτροπιασμό πληροφορηθήκαμε ότι ένα ακόμη «εξπρές του μεσονυκτίου» διαδραματίστηκε στη γείτονα χώρα μας με οδυνηρό τέλος: η συνάδελφος μας, Ebru Timtik, μέλος του Δικηγορικού Γραφείου του Λαού, κατέληξε την Πέμπτη, 27 Αυγούστου, ύστερα από 238 ημέρες απεργίας πείνας και αποχής ακόμη και από το νερό σε νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης ως διαμαρτυρία για την κατάφωρη αποστέρηση του δικαιώματός της για μία δίκαιη δίκη ύστερα από την τραγελαφική καταδίκη της σε ποινή κάθειρξης λίγο ανώτερη των 13 ετών μετά από μία δίκη παρωδία που σκηνοθετήθηκε ύστερα από τη στοχοποίησή της εξ αιτίας της δικηγορικής της δραστηριότητας από το καθεστώς Erdogan. Μία τέτοια είδηση, πραγματικά αδιανόητη για μία δημοκρατική κοινωνία, την οποία το πιθανότερο είναι ότι ουδέποτε θα μαθαίναμε πριν από την εντατική ψηφιοποίηση της λειτουργίας των ΜΜΕ, δίδει μία πραγματική γροθιά στο στομάχι της επιλεκτικά ευαισθητοποιημένης διεθνούς κοινότητας, της Ενωμένης Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης. Έτσι, ενόψει της εντυπωσιακής αδράνειας των πολιτικών αρχών, επαφίεται πια στους δικηγορικούς συλλόγους ανά τον κόσμο κυριολεκτικά να «φέρουν τα πάνω κάτω», για να σώσουν τουλάχιστον τη ζωή του συγκατηγορουμένου της αποθανούσης, επίσης συναδέλφου μας, Αϊτάτς Ουνσάλ, ο οποίος παραμένει,-για πόσο άραγε ακόμη;-, εν ζωή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ebru Timtik βρήκε ένα θάνατο που δεν της άξιζε, αλλά τουλάχιστον  είχε ήσυχη τη συνείδησή της ότι ήταν συνεπής με τις αρχές της έτσι ώστε από την άποψη αυτή, για να παραφράσουμε το μεγάλο εθνικό μας ποιητή, μπορούμε να πιστεύουμε ότι έφυγε πολιορκημένη, αλλά πάνω και πέρα απ’ όλα ελεύθερη. Τουλάχιστον, ας μην αφήσουμε τη θυσία της να πάει τόσο χαμένη και ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να προστρέξουμε στη βοήθεια του άλλου συναδέλφου μας που ακόμη πολεμάει για τη ζωή του. Η κατάθεση στεφάνων μία φορά το χρόνο στις προτομές του Αναστασίου Πολυζωίδη και του Γεωργίου Τερτσέτη δεν έχει τελικά κανένα νόημα, εάν δε συνοδεύεται από έργα από όλους όσους θέλουμε να ισχυριζόμαστε ότι υπηρετούμε τη θεά θέμιδα.

 Σημ: στο διάστημα που μεσολάβησε από τη σύνταξη του παρόντος σχολίου έως την ανάρτησή του στην ιστοσελίδα legalnews24.gr ο ΔΣΑ ανήρτησε την από 30.08.2020 ανακοίνωση που μπορείτε να αναγνώσετε εδώ, η οποία χαιρετίζεται με την ελπίδα να διασωθεί τουλάχιστον ο εναπομείνας εν ζωή έτερος συνάδελφος μας

 *Ο τίτλος είναι παράφραση του τίτλου του γνωστού ποιήματος του εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»

**Η Ευλαμπία Τσολάκη είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ΜΔΕ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ LL.M. in Transnational and European Commercial Law, Mediation, Arbitration and Energy Law of International Hellenic University (IHU) & Υποψήφια Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.

Δείτε και άλλα άρθρα της Ευλαμπίας Τσολάκη εδώ


[1] Βλ. την από 28.08.2020 σχετική ανάρτηση του ΔΣΑ σε https://www.dsa.gr/ (τελευταία πρόσβαση την 30.08.2020 09.35π.μ.).

[2] Βλ. ΜΠρΑθ 70/2020 ΕΕργΔ 2020 (79), 687επ.

[3] Δωρής, Η για τους δικηγόρους του «Ελληνικού Κτηματολογίου» αντίθετη προς τους συνταγματικά εγγυημένους κανόνες άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος ρύθμιση του ν. 4512/2018.

[4] Βλ. Α.Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο (εκδ.2η), σελ.1184.

[5] Βλ.υποσ.2 και 3 .

Σχόλια