«Ζητείται ελπίς»[1] για τους «gig workers»[2]: η περίπτωση των «gig» οδηγών
Α' ΜΕΡΟΣ
Ι. Gig οικονομία και gig απασχόληση
Ζούμε μία πρωτοφανή τεχνολογική ανάπτυξη, στο πλαίσιο της οποίας η καταρρακτώδης ροή της τεχνολογικής καινοτομίας μετασχηματίζει ασταμάτητα τον τρόπο του οικονομικώς δραν, φέρνοντας στο προσκήνιο νέες μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μία τέτοια περίπτωση, για την οποία γίνεται λόγος ολοένα και περισσότερο τον τελευταίο καιρό, συνιστά και η επιχειρηματικότητα που βασίζεται στη λεγόμενη «gig» οικονομία, άλλως γνωστή ως « platform economy»[3]. Πρόκειται για ένα νεολογισμό, με τον οποίο αποδίδεται η νεοπαγής εκείνη οικονομική δράση που αφορά στη ζήτηση και την προσφορά εργασίας μέσω διαδικτυακών πλατφορμών για την απασχόληση προσώπων σε επιμέρους κομμάτια, «gigs», ενός ευρύτερου έργου, όπως για παράδειγμα την ανάπτυξη λογισμικού και τη μετάφραση ενός έργου[4]. Ο όρος επινοήθηκε κατά την ύφεση του 2008[5], η οποία κυοφόρησε τις συνθήκες για τη διαμόρφωση αυτής της μορφής απασχόλησης δεδομένου ότι η αξιοποίηση της τεχνολογίας, στην οποία βασίζεται η ανάπτυξή της, συρρικνώνει το κόστος απασχόλησης που φέρουν οι επιχειρήσεις. Μερικά μόνο μεγέθη αρκούν για να υπογραμμίσουν τη σημασία που κατέχει η συγκεκριμένη οικονομική δράση για την ανεύρεση και παροχή της εργασίας στις Η.Π.Α. Πιο ειδικά, σύμφωνα με έρευνα της «Metlife», η «gig» οικονομία απασχολεί τριάντα εκατομμύρια Αμερικανούς που κερδίζουν χάρις σε αυτή το πρωτογενές εισόδημά τους, ποσοστό που αντιστοιχεί στο είκοσι τοις εκατό (20%) του συνολικού δυναμικού των εργαζομένων[6], με το Γραφείο Απογραφής των Η.Π.Α. και το αμερικανικό γραφείο στατιστικών προς το παρόν τουλάχιστον να υποστηρίζουν ότι το ποσοστό αυτό ανέρχεται μόλις σε 0,5%[7]. Οι τομείς που απορροφούν περισσότερους «gig» απασχολούμενους είναι η παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης, είκοσι τοις εκατό (20%) των συνολικώς απασχολουμένων σε αυτές, η παροχή υπηρεσιών IT, δέκα τοις εκατό (10%) των συνολικώς απασχολουμένων σε αυτές, η παροχή υπηρεσιών με αντικείμενο τις κατασκευές, οκτώ τοις εκατό (8%) των συνολικώς απασχολουμένων σε αυτές, η παροχή υπηρεσιών υγείας, επτά τοις εκατό (7%) των συνολικώς απασχολουμένων σε αυτές, και η βιοτεχνία, έξι τοις εκατό (6%) των συνολικώς απασχολουμένων σε αυτές[8]. Τα νούμερα αυτά είναι επαρκή προκειμένου να καταδείξουν τη σοβαρή διείσδυση του «gig working»στο βιορυθμό της οικονομίας και τη μη ευκαταφρόνητη βαρύτητά της για το βιοπορισμό του εργαζόμενου πληθυσμού, ρόλος μάλιστα που βασίμως μπορεί να πιθανολογηθεί ότι στα επόμενα έτη λόγω της διαρκούς αναβάθμισης των ψηφιακών εφαρμογών του διαδικτύου θα καταστεί ακόμη πιο αποφασιστικός στην αγορά εργασίας.
Από δογματική σκοπιά, η συγκεκριμένη μορφή απασχόλησης θα πρέπει να προστεθεί στον κατάλογο των λεγόμενων «ατυπικών» συμβάσεων εργασίας, δηλαδή εκείνων των μορφών παροχής υπηρεσιών των εργαζομένων που αποκλίνουν δομικά και μόνιμα και όχι περιστασιακά και παροδικά από το «τυπικό» αρχετυπικό πρότυπο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δηλαδή τον παραδοσιακό τρόπο της παροχής της, ο οποίος ενσαρκώνεται στην απασχόληση του μισθωτού δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστης διάρκειας εντός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης[9]. Τέτοιες βασικές μορφές «ατυπικής» απασχόλησης συνιστούν η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η μερική απασχόληση, η σύμβαση προσωρινής απασχόλησης, δηλαδή η προσωρινή παραχώρηση ενός εργαζομένου από τον άμεσο στον έμμεσο εργοδότη, καθώς και η τηλεργασία. Όπως εύλογα μπορεί να γίνει αντιληπτό, οι ελαστικές αυτές σχέσεις εργασίας παρά το γεγονός ότι παρουσιάζουν διαφορετικά διακριτικά χαρακτηριστικά, γεγονός που υπαγορεύει τη διαφοροποιημένη νομοθετική τους μεταχείριση και θεωρητική τους προσέγγιση, εμφανίζουν έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή ότι δηλαδή η εννοιολογική τους «φόρμα» αποκλίνει από ένα ορισμένο βασικό χαρακτηριστικό της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας υπό την παραδοσιακή της εκδοχή, όπως εκτέθηκε μόλις παραπάνω. Πιο ειδικά, η μερική απασχόληση αντιδιαστέλλεται από την πλήρη απασχόληση, η σύμβαση ορισμένου χρόνου από τη σύμβαση αόριστης διάρκειας, η προσωρινή απασχόληση, δηλαδή η προσωρινή παραχώρηση σε τρίτο, τον έμμεσο, εργοδότη από τη σταθερή παροχή των υπηρεσιών απευθείας στον άμεσο εργοδότη ενώ η τηλεργασία προϋποθέτει την απασχόληση του εργαζομένου εκτός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης σε αντίθεση με την κλασική περίπτωση της ένταξης μέσα στην οργάνωση της εκμετάλλευσης του εργοδότη. Με τις υιοθετούμενες αποκλίσεις ο κυρίαρχος στόχος που προωθείται είναι η προσαρμογή της εργασίας στις αντικειμενικές ανάγκες του εργοδότη με την έννοια της επίτευξης της λεγόμενης «ευελιξίας» στην απασχόληση κατά τρόπο που να μπορεί να εναρμονίζεται με τα δεδομένα και τις συνθήκες της επιχείρησης[10].
Εντούτοις, η άκριτη και ανεπιφύλακτη αποδοχή της λογικής των «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων εκθρέφει τον κίνδυνο της πλήρους νόθευσης του εργατικού δικαίου, θεωρητικό θεμέλιο του οποίου αποτελεί η προστασία των εργαζομένων και όχι των επιχειρήσεων. Πιο ειδικά, η άναρχη προσφυγή σε αυτές αναπόφευκτα «ξεβράζει» στην επιφάνεια του πελάγους της αγοράς εργασίας ορισμένα κοινά προβλήματα που εμφανίζουν μεταξύ τους, τα οποία δε συνιστούν τίποτα άλλο παρά την άλλη όψη του νομίσματος των συγκεκριμένων μορφών απασχόλησης, δηλαδή αντανακλούν το κίνητρο των επιχειρήσεων να προβαίνουν σωρηδόν στην υιοθέτησή τους που εντοπίζεται στην καταστρατήγηση όλης της προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας για τη συμπίεση του κόστους απασχόλησης[11]. Αυτό συμβαίνει με δύο βασικούς τρόπους[12], με τον ψευδεπίγραφο νομικό χαρακτηρισμό των εργαζομένων ως ανεξαρτήτων επαγγελματιών, οι οποίοι ως εκ τούτου εκφεύγουν από το πεδίο εφαρμογής του εργατικού δικαίου, και σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή κι αν αντιμετωπίζονται ως μισθωτοί, με την παράκαμψη της εφαρμογής της ίσης μεταχείρισής τους με τον εργαζόμενο που απασχολείται δυνάμει της παραδοσιακής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Όπως, όμως, μπορεί να γίνει αντιληπτό αυτή η πρακτική είναι πλήρως ασυμβίβαστη με το γράμμα και το πνεύμα του εργατικού δικαίου. Η αναντίρρητη διαπίστωση ότι η οικονομική επιβίωση της επιχειρηματικότητας αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη και βελτίωση των θέσεων εργασίας δεν μπορεί να οδηγεί στην υποβάθμιση των προτεραιοτήτων της εργατικής νομοθεσίας που ήταν και είναι η προάσπιση των μισθωτών, στόχος που σημαίνει ότι ακόμη και στους χαλεπούς οικονομικούς καιρούς που διάγουμε η εξασφάλιση μίας σειράς τουλάχιστον στοιχειωδών διασφαλίσεων συνιστά αδιαπραγμάτευτό όρο που απαιτείται να συμβαδίζει με την υποστήριξη των επιχειρήσεων και όχι βέβαια να υποσκελίζεται και μάλιστα κραυγαλέα σε σχέση με την τελευταία. Ακριβώς, αυτή η ισορρόπηση των εννόμων θέσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών επιδιώκεται με την ειδικότερη νομοθετική ρύθμιση των «ατυπικών» σχέσεων εργασίας προκειμένου να προλαμβάνονται στο μέτρο του εφικτού οι όποιες καταστρατηγήσεις βασικών εργατικών εγγυήσεων που κατακτήθηκαν μέσα από την ακάματη διεκδίκηση των εργαζομένων.
Το λεγόμενο «ride-sharing working» ή «ride-hailing working», χρησιμοποιείται ή αφορά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παροχή ενός αυτοκίνητου με οδηγό για να προσέλθει σε ένα συγκεκριμένο σημείο για την παραλαβή ενός επιβάτη με σκοπό την εκτέλεση της εκάστοτε ζητηθείσας διαδρομής[13].Παρέχεται στο πλαίσιο της δραστηριότητας των αντίστοιχων επιχειρήσεων «ride-sharing» ή «ride-hailing», οι οποίες διαμεσολαβούν μέσω της διαδικτυακής τους πλατφόρμας για τη μεταφορά προσώπων με μηχανοκίνητα οχήματα από ιδιώτες οδηγούς και πιο ειδικά αντιστοιχίζουν τους τελευταίους με τους εκάστοτε πελάτες για μία συγκεκριμένη διαδρομή. Αν και οι όροι «ride-sharing» και «ride-hailing» χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικά ισοδύναμα, η εννοιολογική τους εξίσωση δεν είναι ακριβής διότι ο πρώτος, δηλαδή το «ride-sharing», αναφέρεται στην από κοινού με άλλους επιβάτες χρήση ενός οχήματος για την εκτέλεση μίας διαδρομής ενώ ο δεύτερος, δηλαδή το «ride-hailing», συνδέεται με την υπηρεσία μεταφοράς ενός πελάτη στον υποδεικνυόμενο από αυτό προορισμό. Με άλλα λόγια, το «ride-hailing» αποτελεί μία εναλλακτική υπηρεσία ταξί, της οποίας οι όροι εκτέλεσης εξαρτώνται από την εθνική νομοθεσία του κάθε κράτους. Για παράδειγμα, μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες στο χώρο αυτό, η «Uber», στην Ελλάδα παρέχει, τουλάχιστον προς το παρόν, μονάχα την υπηρεσία «Uber Τaxi», η οποία υλοποιείται με οχήματα που φέρουν νόμιμη άδεια ταξί και ταξίμετρο και παρέχεται με τη χρήση του «Uber app»[14]. Έτσι, η αποκλειστική διαφορά από τη χρήση του κλασικού ταξί έγκειται στον τρόπο κλήσης υπό την έννοια ότι στην τελευταία περίπτωση η εξυπηρέτηση, μεταξύ άλλων, γίνεται κατά κόρον με την επί τόπου αυθόρμητη παραλαβή του εκάστοτε πελάτη από το δρόμο χωρίς προηγούμενη συνεννόηση ενώ με την υπηρεσία «Uber Taxi» είναι απαραίτητο πάντα να έχει προηγηθεί η χρήση της πλατφόρμας της εταιρίας για την εξατομίκευση των λεπτομερειών που απαιτούνται για την εκτέλεση της ζητηθείσας διαδρομής. Μάλιστα, η παραπάνω υπηρεσία «Uber Taxi» μπορεί να γίνει και από περισσότερα πρόσωπα από κοινού, δηλαδή να υπάρξει «σύγχρηση» του οχήματος της «Uber Taxi» και αντίστοιχος επιμερισμός του κομίστρου μεταφοράς[15].
Από την παραπάνω ευσύνοπτη περιγραφή, προκύπτει ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του «gig driving» είναι ο υβριδικός του χαρακτήρας συγκριτικά με τις παραπάνω αναφερθείσες μορφές ατυπικής εργασίας. Έτσι, σχετικά παρατηρείται ότι πολλές φορές παρέχεται εν είδει μερικής απασχόλησης ενώ ο απασχολούμενος οδηγός συνδέεται άμεσα και πολλές φορές σταθερά με την επιχείρηση «ride-hailing» και έμμεσα και προσωρινά με τον εκάστοτε επιβάτη για την εκτέλεση της εκάστοτε ζητούμενης διαδρομής, συνθήκες που προσομοιάζουν με την έννοια της προσωρινής απασχόλησης, μέσω της χρήσης της διαδικτυακής πλατφόρμας που διατηρεί και παρέχει η συγκεκριμένη επιχείρηση που αποτελεί στοιχείο που παραπέμπει στην τηλεργασία. Με άλλα λόγια, η παροχή υπηρεσιών μεταφοράς από τους οδηγούς στις επιχειρήσεις «ride-hailing» είναι ένα νομικό αμάλγαμα επιμέρους στοιχείων διαφορετικών μορφών ατυπικής απασχόλησης.
Στο πλαίσιο παροχής των συγκεκριμένων υπηρεσιών, το μείζον πρόβλημα που έχει προκύψει εντοπίζεται στον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό του «gig driving», δηλαδή στο κατά πόσο οι οδηγοί που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις «ride-hailing» απασχολούνται υπό καθεστώς εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας. Με το δεδομένο ότι η ακριβής νομική φύση της παρεχόμενης εργασίας δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που της προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά υπαγορεύεται από τις πραγματικές συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται, και κατόπιν αναγνωρίζεται από τα δικαστήρια, γίνεται αντιληπτό ότι δεν μπορεί να δοθεί μία συνολική και κατηγορηματική απάντηση στο ερώτημα αυτό, ανεξάρτητα από την εκάστοτε έννομη τάξη που ανακύπτει το σχετικό ζήτημα και την ad hoc κάθε φορά εξεταζόμενη περίπτωση. Για το λόγο αυτό, θα προχωρήσουμε στην ανάδειξη των βασικών χαρακτηριστικών της προβληματικής αυτής με αφορμή τη νομική αντιμετώπιση των «gig» οδηγών στις Η.Π.Α. και ειδικότερα στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας, όπου απ’ ό, τι φαίνεται ενδημεί αυτή η μορφή αποκόμισης εισοδήματος.
IV. Η νομική μεταχείριση των «gig» οδηγών στις Η.Π.Α.
Α. Οι υποθέσεις Ο ’Conor κατά Uber και Yukesoy κατά Uber
Η πρώτη υπόθεση που απασχόλησε τα δικαστήρια της Καλιφόρνιας με αντικείμενο το νομικό χαρακτηρισμό των «gig» οδηγών ήταν η Ο ’Conor εναντίον της Uber. Η αντιδικία άρχισε με την άσκηση σχετικής αγωγής εναντίον της επιχείρησης Uber το 2013 από τον Ο ’Conor για λογαριασμό του ιδίου και των οδηγών που απασχολούνταν υπό παρόμοιες συνθήκες στον ίδιο εργοδότη (συλλογική αγωγή)[16], [17],, για το λόγο ότι ο τελευταίος τους είχε υπάγει στο καθεστώς του ελεύθερου επαγγελματία (independent contractor) αντί του εργαζομένου (employee), παραβιάζοντας με την πρακτική αυτή την οικεία εργατική προστατευτική νομοθεσία και το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού. Μετά από σκληρή αντιδικία, η εταιρεία περί τα τέλη του 2015 πρότεινε το κλείσιμο της υπόθεσης με συμβιβασμό(class action settlement), στο πλαίσιο του οποίου προσφέρθηκε να καταβάλει το ποσό των εκατό εκατομμυρίων δολαρίων στους περίπου διακόσιους σαράντα χιλιάδες οδηγούς που εκπροσωπούνταν στην εκκρεμή δίκη. Ωστόσο, επειδή στη συμφωνία συμπεριλαμβανόταν ρήτρα παραίτησης από σημαντικές αξιώσεις των εναγόντων, το δικαστήριο που ήταν αρμόδιο να επικυρώσει το συμβιβασμό δυνάμει του άρθρου 23 (e) των Ομοσπονδιακών Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας (Federal Rules of Civil Procedure) αρνήθηκε να το πράξει διότι έκρινε ότι αυτός δεν ήταν δίκαιος (fair), επαρκής (adequate) και εύλογος (reasonable). Εν τω μεταξύ, μία αγωγή με παρόμοιο περιεχόμενο είχε ασκηθεί από τοYucesoy για λογαριασμό του ιδίου και των οδηγών που απασχολούνταν υπό παρόμοιες συνθήκες (συλλογική εναγωγή) εναντίον της ίδιας εργοδότριας εταιρείας στη Μασαχουσέτη το 2015. Έτσι, για τον τερματισμό των συντονισμένων πυρών που δεχόταν, η Uber επανήλθε δριμύτερη προτείνοντας ένα νέο ενιαίο συμβιβασμό για τους οδηγούς της Uber στην Καλιφόρνια και τη Μασαχουσέτη. Σημειωτέον είναι ότι στο μεσοδιάστημα κρίθηκε ότι πολλοί από τους εκπροσωπούμενους οδηγούς στις υπό κρίση αντιδικίες δεσμεύονταν από έγκυρες (ατομικές) διαιτητικές ρήτρες επίλυσης της εξεταζόμενης διαφοράς και ως εκ τούτου ανεπίτρεπτα είχαν αχθεί οι υποθέσεις τους ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων, οπότε η εκπροσωπούμενη ομάδα (class) των οδηγών μειώθηκε στον αριθμό των μόλις δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων (13.600). Έτσι, το ποσό των είκοσι εκατομμυρίων δολαρίων που πρότεινε αυτή τη φορά η Uber εκτιμήθηκε ότι μπορεί να κλείσει τις αντιδικίες με ένα δίκαιο, επαρκή και εύλογο τρόπο και χορηγήθηκε η προσωρινή έγκριση του εν λόγω συμβιβασμού με την από 29 Μαρτίου 2019 απόφαση του Πρωτοδικείου της Βόρειας Περιφέρειας της Καλιφόρνιας των Η.Π.Α[18]. Το αποτέλεσμα ήταν ότι με τον τρόπο αυτό απετράπη η αυθεντική νομική διάγνωση της έννομης σχέσης που συνδέει τους «gig» οδηγούς με την Uber.
Λόγω του γεγονότος ότι η Uber και μία ομοειδής επιχείρηση, η Lyft, απασχολεί μεγάλο αριθμό «gig» οδηγών στην Καλιφόρνια με αποτέλεσμα το νομικό πρόβλημα του χαρακτηρισμού τους να επηρεάζει την ποιότητα της ζωής αξιολόγου μέρους του πληθυσμού της, εκπρόσωποι των επίσημων αρχών της και ειδικότερα, ο Γενικός Εισαγγελέας της Καλιφόρνιας (General Attorney of California) σε συνεργασία με τους συνηγόρους του Λος Άντζελες, του Σαν Ντιέγκο και του Σαν Φρανσίσκο (City Attorneys of Los Angeles, San Diego and San Fransisco) προσέφυγαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της (Superiori Court of California). Για την ακρίβεια, αιτήθηκαν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων (injective relief), την επιδίκαση αποζημίωσης (restitution) και την επιβολή κυρώσεων (penalties) σε βάρος των προαναφερθεισών εταιριών ενόψει και λόγω του ψευδεπίγραφου νομικού χαρακτηρισμού των οδηγών που απασχολούν ως ελευθέρων επαγγελματιών και ως εκ τούτου την παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας που καθιερώνει κατώτατα όρια προστασίας. Τα αιτήματα αυτά κατά κύριο λόγο στηρίχθηκαν στην παραβίαση του Νομοσχεδίου Αριθμός 5 (Assembly Bill No 5, εφεξής Α.Β.5). Πρόκειται για μία νομοθετική ρύθμιση που τέθηκε σε ισχύ στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας από τον Ιανουάριο του 2020, με σκοπό την προστασία των απασχολουμένων στις «gig» επιχειρήσεις, με την οποία στην ουσία υιοθετούνται ρητά τα κριτήρια που προέκρινε λίγο καιρό νωρίτερα το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας στην υπόθεση Dynamex για την εξακρίβωση της παροχής εξαρτημένης εργασίας ή όχι και κατά συνέπεια την εφαρμογή της προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας που καθιερώνει ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων. Πιο ειδικά:
Με την απόφαση της 30ης Απριλίου 2018 στην υπόθεση Dynamex Operations West v. Superior Court of Los Angeles το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας ασχολήθηκε με το νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης των οδηγών μίας εταιρείας παροχής υπηρεσιών courier και delivery, της Dynamex. Υπογραμμίζεται ότι η εργοδότρια επιχείρηση, αν και πριν από το 2004, χαρακτήριζε τους οδηγούς που απασχολούσε ως εργαζομένους (employees), από το παραπάνω χρονικό σημείο και μετά τους ενέταξε όλους ανεξαιρέτως στην κατηγορία του ελεύθερου επαγγελματία (independent contractor). Για το λόγο αυτό, το 2005 ο Lee, λίγο καιρό μετά την αποχώρησή του από την εργασία του στη Dynamex, άσκησε αγωγή εναντίον της για λογαριασμό τόσο του ιδίου όσο και των υπό παρόμοιων συνθηκών απασχολουμένων στην εναγομένη οδηγών (συλλογική αγωγή)[19]με βασικό αγωγικό ισχυρισμό ότι ο παραπάνω νομικός χαρακτηρισμός ήταν ψευδής με συνέπεια, inter alia, την παραβίαση της σχετικής εργατικής προστατευτικής νομοθεσίας και ειδικότερα των διαταγμάτων για τον καθορισμό κατώτατου μισθού (wage orders). Για να αποφανθεί το Δικαστήριο αναφορικά με το συλλογικό χαρακτήρα της αγωγής που αμφισβητήθηκε από την εργοδότρια εταιρία εξέτασε κατά πόσο για τους εκπροσωπούμενους δια αυτής οδηγούς το νομικό θέμα του ψευδεπίγραφου νομικού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσης που τους συνδέει με την εταιρία που τους απασχολεί είναι κοινό (commonality)[20], σημείο που ερείζεται. Για να εξακριβώσει το στοιχείο αυτό, προχώρησε στην προσπάθεια εννοιολογικής αποσαφήνισης της έννοιας του εργαζομένου που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των παραβιασθεισών σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της κρινόμενης αγωγής ρυθμίσεων του εργατικού δικαίου. Στο πλαίσιο της εφαρμογής τους, επεσήμανε ότι τα συγκεκριμένα νομοθετήματα μετέρχονται για τον ορισμό της εξαρτημένης εργασίας το κριτήριο της «ανοχής ή έγκρισης» (suffer or permit to work), σύμφωνα με το οποίο για να χαρακτηριστεί ένα πρόσωπο ως μισθωτός αρκεί ότι είναι ανεκτή ή έστω επιτρεπτή η παροχή των υπηρεσιών εκ μέρους του, υπό τον όρο ότι o εργοδότης γνωρίζει θετικά ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει την εκτέλεσή τους[21]. Βέβαια, εξ αρχής υπογραμμίζεται ότι αυτό είναι ένα εξαιρετικά ευρύ νομικό standard που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε σε νομοθετήματα των αρχών του 20ου αιώνα, τα οποία αποσκοπούσαν στην απαγόρευση της παιδικής εργασίας με τη διεύρυνση της έννοιας του εργαζομένου προκειμένου να θεμελιώνεται οπωσδήποτε ευθύνη του εργοδότη για την πρόσληψη και την απασχόλησή των ανηλίκων[22]. Παρά το γεγονός ότι η αμιγής γραμματική του ερμηνεία σχεδόν καταλήγει να καταργεί τη διάκριση ανάμεσα σε εξαρτημένη και ανεξάρτητη εργασία[23], εντούτοις σε ένα πρώτο επίπεδο το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η διευρυμένη προσέγγιση που υιοθετεί διατηρεί τη σημασία της διότι η χρήση του «suffer or permit to work» κριτηρίου που υιοθετείται από τα κρίσιμα διατάγματα καθορισμού του μισθού (wage orders) υποδηλώνει ότι με αυτά επιδιώκεται η επέκταση της νομοθετικής προστασίας και στα πρόσωπα που απασχολούνται ως «συγκεκαλυμμένοι» εργαζόμενοι (covered employes) και όχι ο αποκλεισμός τους λόγω της υπαγωγής τους στην κατηγορία των ελεύθερων επαγγελματιών[24]. Άλλωστε, στο ίδιο πνεύμα, κινείται και ο Νόμος για τον καθορισμό του κατώτατoυ μισθού και των ελαχίστων όρων εργασίας (Wages and the Fair Labor Standards Act) που επίσης το ενστερνίστηκε το 1937 με τη βαθύτερη λογική ότι το κριτήριο «suffer or permit to work» βασίζεται στην ευρύτερη δυνατή ερμηνεία της έννοιας του εργαζομένου ούτως ώστε να καλύπτει όλους εκείνους τους απασχολούμενους (workers) που χρήζουν της κοινωνικής προστασίας του[25]. Με βάση αυτό το σκεπτικό, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι «τα νομοθετήματα καθορισμού ελάχιστων αποδοχών και ανωτάτου ορίου ωρών απασχόλησης καθώς και τα διατάγματα προσδιορισμού κατώτατου μισθού υιοθετήθηκαν σε αναγνώριση του γεγονότος ότι γενικότερα ο μεμονωμένος απασχολούμενος διαθέτει ελάσσονα διαπραγματευτική δύναμη από την επιχείρηση που τον προσλαμβάνει και ότι ως εκ τούτου ευρισκόμενος στη ζωτική ανάγκη να κερδίσει οπωσδήποτε ένα εισόδημα για την επιβίωση της οικογένειάς του μπορεί να εξαναγκαστεί να αποδεχτεί να εργαστεί υπό συνθήκες εργασίας που υπολείπονται των ελάχιστων όρων προστασίας που αφορούν τον καθορισμό των αποδοχών και του ωραρίου απασχόλησής του. Ο βασικός σκοπός της συγκεκριμένης νομοθεσίας είναι να διασφαλίσει ότι ο απασχολούμενος απολαμβάνει τους κατώτατους όρους εργασίας που εγγυώνται ένα βιώσιμο επίπεδο ζωής με την προστασία της υγείας και της ευζωίας του»[26]. Επιπλέον, με το ευρύ φάσμα εφαρμογής της συγκεκριμένης νομοθεσίας επιδιώκεται η μείζονα προστασία της αγοράς από πρακτικές στρέβλωσης του ανταγωνισμού, η οποία θα προέκυπτε από την παραβίαση των επιταγών της εκ μέρους ορισμένων επιχειρήσεων που θα συμπίεζαν το κόστος απασχόλησης και ως εκ τούτου τη χρέωση των παρεχομένων από αυτές υπηρεσιών προς τα κάτω εις βάρος όσων θα προέβαιναν στην προσήκουσα συμμόρφωσή με αυτές[27]. Εν τέλει, η διεύρυνση του πεδίο ισχύος του νομοθετικού πλαισίου για τους ελάχιστους όρους απασχόλησης εξυπηρετεί γενικότερα το δημόσιο συμφέρον υπό την έννοια ότι διαφορετικά το κράτος είναι εκείνο που θα κληθεί να αναλάβει την ευθύνη για τις όποιες παρενέργειες από την παραβίασή του στους απασχολούμενους και τις οικογένειές τους[28]. Κατά συνέπεια, τόσο η ιστορική όσο και η τελολογική ερμηνεία του «suffer or permit to work» κριτηρίου συνηγορεί υπέρ της ευρείας σύλληψης της εξαρτημένης εργασίας που προωθεί τον βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα της νομοθεσίας που εισάγει κατώτατα όρια προστασίας.
Εν συνεχεία, σε ένα δεύτερο επίπεδο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας για να οριοθετήσει πρακτικά το πεδίο εφαρμογής των εργατικών ρυθμίσεων που καθιερώνουν ελάχιστα όρια σύμφωνα με τη μόλις επισημανθείσα παραπάνω ratio τους, δηλαδή να υπάγει στο πεδίο τους όχι μονάχα τους stricto sensu εργαζόμενους, αλλά γενικότερα όσους απασχολούμενους χρήζουν της προστασίας τους, προβαίνει στην περαιτέρω εξειδίκευση του «suffer or permit to work» κριτηρίου με την υιοθέτηση ενός άλλου αξιολογικού εργαλείου, του λεγόμενου κριτηρίου «Α,Β, Γ»[29]. Σύμφωνα με αυτό, κάθε απασχολούμενος (worker) τεκμαίρεται ότι είναι εργαζόμενος (employee), εκτός κι αν εκείνος που τον προσέλαβε αποδείξει σωρευτικά ότι ο απασχολούμενος: Α) κατά την εκτέλεση της εργασίας του δεν υπόκειται στον έλεγχο και τις οδηγίες του προσώπου που προέβη στην πρόσληψή του τόσο de iure, δηλαδή κατά τη σύμβαση, όσο και de facto, δηλαδή κατά την πραγματική παροχή των υπηρεσιών του, Β) εκτελεί καθήκοντα που κείνται εκτός της συνήθους επιχειρηματικής δράσης του φορέα που τον προσέλαβε και Γ) αναπτύσσει γενικότερα μία δραστηριότητα στο ελεύθερο εμπόριο, επάγγελμα ή επιχειρείν ανάλογης φύσης με αυτή που εκτέλεσε με την παροχή των εξεταζόμενων υπηρεσιών του. Εάν η επιχείρηση αποτύχει να αποδείξει έστω και ένα από τα τρία αυτά σημεία, τότε εξακολουθεί να ισχύει το τεκμήριο ότι ο απασχολούμενος παρέχει τις υπηρεσίες του με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την καθιέρωση κατωτάτων ορίων προστασίας των εργαζομένων. Έτσι, εν τέλει, μέσα από το πρίσμα του κριτηρίου «Α, Β, Γ», το Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση της επίδικης περίπτωσης και εξετάζοντας το δεύτερο (υπό Β) και τρίτο (υπό Γ΄) σημείο του[30] κατέληξε ότι για την ομάδα των οδηγών που εκπροσωπείται με την κρινόμενη συλλογική αγωγή ανακύπτει το κοινό νομικό ζήτημα της διαπίστωσης της συνδρομής τους και ως εκ τούτου του κατά πόσο τυγχάνουν εφαρμογής οι ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας που εισάγουν ελάχιστα όρια προστασίας. Κατά συνέπεια, αποφάνθηκε ότι η εξεταζόμενη αγωγή έχει πράγματι συλλογικό χαρακτήρα[31].
Η πρόκριση του τρισδιάστατου κριτηρίου «Α,Β, Γ» για την εξακρίβωση της συνδρομής εξαρτημένης ή μη εργασίας έγινε δεκτή με ανακούφιση από το μαστιζόμενο κόσμο της εργασίας διότι χωρίς αμφιβολία προσφέρει ένα πιο απλό (simpler) και συγκροτημένο (more structured) τρόπο για τη διαπίστωσή της συγκριτικά με το μέτρο που προσφέρει το γενικόλογο «suffer or permit to work» κριτήριο. Για το λόγο αυτό και εξ αιτίας του γεγονότος ότι το πρόβλημα του νομικού χαρακτηρισμού των απασχολούμενων στη «gig» οικονομία απασχολούσε μία ευρεία μερίδα των πολιτών της Καλιφόρνια και ως εκ τούτου είχε αρχίσει να λαμβάνει τις διαστάσεις ενός κοινωνικού προβλήματος, ο νομοθέτης της προέβη στην αυτούσια υιοθέτησή του με το A.B. No 5 που άρχισε να ισχύει τον Ιανουάριο του 2020. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία πρώτον γιατί τεκμαίροντας εξ αρχής άνευ ετέρου[32] τη συνδρομή εξαρτημένης εργασίας μεταθέτει από την πρώτη στιγμή το βάρος διεξαγωγής της (κύριας) απόδειξης στο φορέα της επιχείρησης και δεύτερον διότι θέτει τρεις όρους που θα πρέπει σωρευτικά να συντρέχουν για να μπορέσει ο τελευταίος να ανατρέψει αποτελεσματικά το τεκμήριο[33].
Ακριβώς, μέσα στο νεοπαγές αυτό νομοθετικό πλαίσιο, κλήθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας να εξετάσει τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής στην υπόθεση California εναντίον Uber και Lyft, για την αξιολόγηση της οποίας κρίσιμα είναι αποκλειστικά δύο βασικά στοιχεία: α) η πιθανότητα να επικρατήσει ο αιτούμενος στην ουσία της υπόθεσης και β) η σχετικά προσωρινή βλάβη που θα προκύψει για τα διάδικα μέρη εάν αυτή χορηγηθεί ή όχι. Το Δικαστήριο αποτίμησε διαδοχικά και τους δύο αυτούς παράγοντες. Έτσι, κατά πρώτον, ξεκίνησε από την παραδοχή ότι για τους αιτούντες υφίσταται σημαντική πιθανότητα να κερδίσουν την ουσία της υπόθεσης διότι παρά τις διάφορες περί του αντιθέτου αιτιάσεις των καθ’ού η αίτηση επιχειρήσεων[34], οι τελευταίες σε κάθε περίπτωση δεν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι συντρέχει το δεύτερο (υπό Β΄) σημείο του νομίμου τεκμηρίου που υιοθετείται από το A.B. No 5. Δηλαδή, δεν μπορούν να επικαλεστούν με βάσιμο και πειστικό τρόπο ότι οι οδηγοί που χρησιμοποιούν στις εταιρίες τους εκτελούν καθήκοντα που κείνται εκτός της σφαίρας επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους[35]. Ο ισχυρισμός ότι το αντικείμενο της επιχειρηματικής τους δράσης είναι η διατήρηση μίας πολυδιάστατης διαδικυακής πλατφόρμας (multi-sided platforms), με την οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους προς το κοινό δεν μπορεί, σύμφωνα με την ορθή άποψη του Δικαστηρίου, να γίνει δεκτός διότι απάδει με την οικονομική πραγματικότητα και την κοινή λογική[36],[37]. Σε αντίθεση με ό, τι διατείνεται, η Uber δεν είναι μία επιχείρηση παροχής υπηρεσιών διαδικτύου, αλλά εκτέλεσης μεταφορών, για την υλοποίηση των οποίων η ψηφιακή της πλατφόρμα είναι ένα απλό εργαλείο (merely one instrumentality)[38]. Με άλλη διατύπωση, σύμφωνα πάντα με το Δικαστήριο, είναι μία μεταφορική εταιρία, τεχνολογικά εξοπλισμένη (technolo- gically sophisticated)[39]. Δηλαδή, η Uber δε θα ήταν μία βιώσιμη επιχείρηση χωρίς τους οδηγούς της[40]. Εκτός αυτού, η υπαγωγή των «gig» οδηγών στην κατηγορία των ελευθέρων επαγγελματιών αντίκειται στο μόλις εκτεθέν νομολογιακό προηγούμενο του ίδιου Δικαστηρίου για την υπόθεση Dynamex, με βάση το οποίο δικαιολογήθηκε επαρκώς ότι η έννοια του εργαζόμενου για λόγους πραγμάτωσης της επιδιωκόμενης κοινωνικής προστασίας θα πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτητα όταν αφορά την εφαρμογή των νομοθετικών ρυθμίσεων για τους ελάχιστους όρους εργασίας προκειμένου να περιλαμβάνει όλους όσοι εύλογα θεωρείται ότι απασχολούνται στον φορέα πρόσληψης[41]. Με βάση αυτά τα δεδομένα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας κατέληξε στο εύλογο συμπέρασμα ότι οι οδηγοί είναι οργανικό και όχι περιθωριακό κομμάτι της δραστηριότητας των καθ’ου η αίτηση επιχειρήσεων[42]. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν πιθανολογείται ότι μπορεί να αποδειχθεί το δεύτερο σημείο (υπό Β΄) του κριτηρίου «Α, Β, Γ», εξακολουθεί να ισχύει το νόμιμο τεκμήριο ότι οι απασχολούμενοι οδηγοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας για την εφαρμογή της νομοθεσίας για την ελάχιστη προστασία της μισθωτής εργασίας.
Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο προχωρώντας στην αξιολόγηση του δεύτερου όρου για την αποδοχή ή απόρριψη της εξεταζόμενης προσωρινής διαταγής σχετικά με τη βλάβη που τυχόν θα προκληθεί στους διαδίκους από τη χορήγησή της ή μη διετύπωσε ένα αξιοπρόσεκτο σκεπτικό αναφέροντας ότι όταν ο αιτών την προσωρινή διαταγή είναι ένας δημόσιος φορέας, όπως εν προκειμένω, τότε δημιουργείται ένα τεκμήριο βλάβης στην περίπτωση που το νομικό διακύβευμα της αντιδικίας είναι η παραβίαση νομοθεσίας που προστατεύει το κοινό[43]. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην επίδικη υπόθεση διότι ο ψευδής νομικός χαρακτηρισμός των οδηγών ως ανεξαρτήτων επαγγελματιών αντί της υπαγωγής τους στην κατηγορία των εργαζομένων τους αποστερεί από μία σειρά από ελάχιστες νομοθετικές εγγυήσεις που αφορούν για παράδειγμα τον κατώτατο μισθό, την καταβολή αποζημίωσης, την ασφάλιση ανεργίας, την άδεια ασθενείας μετ’ αποδοχών και την άδεια οικογενείας μετ’ αποδοχών[44]. Επιπλέον, η αποψίλωση των βασικών αυτών δικαιωμάτων προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στον επιχειρηματικό χώρο διότι νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό αφού όσες επιχειρήσεις δεν τηρούν την παραπάνω κοινωνική νομοθεσία περιέρχονται σε πλεονεκτικότερη θέση συγκριτικά με εκείνες που συμμορφώνονται μαζί της[45]. Τέλος, σημειώνεται ότι με τον τρόπο αυτό τα δημόσια ταμεία τόσο στις επιμέρους Πολιτείες των Η.Π.Α. όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο χάνουν δισεκατομμύρια δολάρια που θα προέρχονταν από έσοδα είσπραξης φόρων[46]. Μάλιστα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας είναι αξιοσημείωτο ότι τονίζει ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αποτελούν μία αφηρημένη θεωρητικολογία, αλλά συνδέονται με την επέλευση πραγματικής βλάβης σε ανθρώπους πραγματικά εργαζόμενους[47]. Έτσι, απορρίπτοντας το έωλο επιχείρημα των καθ’ού η αίτηση ότι η χορήγηση της προσωρινής διαταγής θα τους αναγκάσει να υπάγουν τους απασχολούμενους σε αυτές οδηγούς στην κατηγορία των εργαζομένων και ως εκ τούτου να προβούν στην καταβολή των προβλεπόμενων κονδυλίων διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί νομικά αξιόλογη βλάβη το οικονομικό κόστος της συμμόρφωσης με την κοινωνική νομοθεσία[48], αποδέχτηκε το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής με την από 10 Αυγούστου 2020 απόφασή του. Σύμφωνα με αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας διέταξε τις καθ’ ου εταιρίες κατά τη διάρκεια που είναι εκκρεμής η οικεία αίτηση ασφαλιστικών μέτρων να σταματήσουν την υπαγωγή των οδηγών τους στην κατηγορία των ελευθέρων επαγγελματιών και να συμμορφωθούν με τις ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας που καθορίζουν κατώτατα όρια προστασίας[49].
Είναι γνωστό ότι ο νομικός χαρακτηρισμός μίας έννομης σχέσης γίνεται από τα δικαστήρια και ότι όσον αφορά τη σχέση εξαρτημένης εργασίας αυτός προκύπτει από τις πραγματικές συνθήκες παροχής των υπηρεσιών που καταδεικνύουν εάν συντρέχουν τα κριτήρια που προκρίνει η εκάστοτε έννομη τάξη για τη στοιχειοθέτησή της. Αυτό που παρατηρείται με την υιοθέτηση του τρισδιάστατου κριτηρίου «Α, Β, Γ» στην αρχή από το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας και ύστερα από το νομοθέτη της ίδιας Πολιτείας είναι ότι το κέντρο βάρους της συγκεκριμένης νομικής συζήτησης δεν επικεντρώνεται στο «σκληρό πυρήνα» της εξάρτησης που εκφράζεται με την πρώτη έκφανσή του (υπό Α΄) αναφορικά με την άσκηση ελέγχου και την παροχή οδηγιών, αλλά στη δεύτερη (υπό Β΄), όπως στη μόλις εκτεθείσα υπόθεση California v. Uber and Lyft, και ενίοτε και στην τρίτη (υπό Γ΄), όπως συνέβη στην υπόθεση Dynamex. Υποδηλώνει άραγε αυτή η τάση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Καλιφόρνιας μία αξιολογική ιεράρχιση σε ορισμένες πτυχές του χρησιμοποιούμενου κριτηρίου; Παρά το γεγονός ότι κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί βάσιμα ότι τα παραδοσιακά στοιχεία της εξάρτησης είναι έτι δυσκολότερο να αποδειχθούν ειδικά σε νεοπαγείς μορφές παροχής υπηρεσιών και ότι ως εκ τούτου η εκκίνηση της κριτικής αποτίμησης του Δικαστηρίου από το δεύτερο (υπό Β΄) και κατόπιν το τρίτο (υπό Γ΄) στοιχείο οφείλεται σε αποδεικτική δυσχέρεια, φρονούμε ότι αυτή η υπόθεση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή τουλάχιστον δεν εκφράζει πλήρως το δικανικό σκεπτικό που υπολανθάνει πίσω από αυτή την ακολουθούμενη πορεία του νομικού του συλλογισμού. Κατά την αντίληψή μας, φαίνεται ότι το Δικαστήριο με έμμεσο τρόπο δείχνει μία «προτίμηση» στο δεύτερο (υπό Β΄) και τρίτο (υπό Γ΄) στοιχείο του κριτηρίου «Α,Β, Γ» προκειμένου να είναι συνεπές με τη διασταλτική ερμηνεία του εργαζόμενου που προέκρινε για την εφαρμογή της νομοθεσίας που θέτει κατώτατα όρια προστασίας διότι με βάση αυτά διευρύνεται ο κύκλος των υπαγομένων στην κατηγορία των εργαζομένων απασχολουμένων. Άλλωστε, ένας βαθμός «εξάρτησης» υπάρχει σε όλες τις σχέσεις παροχής υπηρεσιών, εκείνο όμως που έχει σημασία είναι εάν αυτή δικαιολογεί σε μία συγκεκριμένη περίπτωση την αντιμετώπιση ενός απασχολουμένου ως εργαζόμενου και κατά συνέπεια αυτό το ρόλο επιτελούν η δεύτερη (υπό Β΄) και τρίτη (υπό Γ΄)πτυχή του κριτηρίου (Α, Β. Γ).
Αυτή η λογική της διεύρυνσης της έννοιας του εργαζομένου προκειμένου να καλυφθούν από την εργατική νομοθεσία και περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών που «δεν κολλάνε» με την αρχετυπική εικόνα του μισθωτού είναι ορθή και στην ελληνική έννομη τάξη πρεσβεύεται από την άποψη που κοιτάει πέρα από την επικρατούσα θεωρία της προσωπικής εξάρτησης[50], προτείνοντας την υιοθέτηση του κριτηρίου του επιχειρηματικού κινδύνου[51]. Σύμφωνα με αυτό «κρίσιμο είναι κατά πόσον η ένταξη στην εκμετάλλευση ενός τρίτου προσώπου και η δέσμευση όσον αφορά τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο της παροχής της εργασίας, αφαιρούν από τον εργαζόμενο τη δυνατότητα αξιοποίησης επιχειρηματικών ευκαιριών. Όσο περισσότερο υπόκειται ο απασχολούμενος σε οδηγίες τόσο περισσότερο στενεύουν τα περιθώρια επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και επομένως τόσο πιο απίθανο είναι να παραμένουν σ’ αυτόν επιχειρηματικές ευκαιρίες. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η σχέση επιχειρηματικών ευκαιριών και κινδύνων, όπως αυτή προκύπτει από τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης»[52]. Η προσέγγιση αυτή αντιμετωπίζει την έννοια του μισθωτού με τελεολογική προοπτική[53], η οποία και είναι η μόνη ενδεδειγμένη για να δικαιολογήσει επαρκώς την υπαγωγή στο προστατευτικό πλαίσιο του εργατικού δικαίου εκτός των παραδοσιακών μορφών εργασίας και των νέων μορφωμάτων παροχής υπηρεσιών που καθιστούν τους απασχολούμενους σε αυτές εξ ίσου ευάλωτους με τον κλασικό μισθωτό[54]. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι το Αμερικανικό Ινστιτούτο Δικαίου (American Law Institut) στην πρόσφατη Αναδιατύπωση του Δικαίου της Απασχόλησης του 2015 (Restatement of Employment Law 2015) προσέθεσε στο τρίπτυχο του κριτηρίου (Α,Β, Γ), το οποίο προτείνονταν, μεταξύ άλλων, πριν ακόμη την υπόθεση Dynamex από τη νομολογία των δικαστηρίων των Η.Π.Α., μία (τέταρτη) διάσταση αναφορικά με τις τυχόν επιχειρηματικές ευκαιρίες που προσφέρονται στον απασχολούμενο (the entrepreneurial opportunity that the worker is afforded)[55]. Χωρίς αμφιβολία αυτή είναι η κατεύθυνση, προς την οποία οφείλει να κινηθεί το εργατικό δίκαιο εάν δε θέλει να αποξενωθεί από τον ύψιστο σκοπό του που συνίσταται στην προστασία του «αδύνατου κρίκου» και στις νέες σχέσεις απασχόλησης με ανισοκατανομή της διαπραγματευτικής δύναμης που κατακλύζουν την «gig» οικονομία. Εν έτει 2020, δεν μπορεί να πολεμάει με τα νομικά όπλα των αρχών του προηγούμενου αιώνα.
Σχετικές αποφάσεις:
1) Υπόθεση O' Conor: χορήγηση προσωρινής έγκρισης για το συμβιβασμό
O'CONNOR v. UBER TECHNOLO | Case Nos. 13-cv-03826... | 20190401963| Leagle.com
2)Υπόθεση Dynamex:
3)Υπόθεση California v. Uber
(photo: bangkokpost.com)
Δείτε και άλλα άρθρα της Ευλαμπίας Τσολάκη εδώ
[1] Πρόκειται για τον τίτλο ενός
διηγήματος του Αντώνη Σαμαράκη που εκδόθηκε το 1954 και έκτοτε κέρδισε
ιδιαίτερη δημοφιλία. Βλ. για το κείμενό του σε http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/h tml/8547/221 8/
Keimena-Neoellinikis-Logotechnia s_G-Gymnasiou_html-empl/index09_06.html (τελευταία πρόσβαση την 20.
08.2020 19.55μ.μ.) και για κριτική ματιά σε αυτό σε http://alexgger.blogspot. com/2013/04/blog-post_
6.html
(τελευταία πρόσβαση την 20.08.2020 20.00μ.μ.).
[2] Άλλως «platform workers»
[3] «Gig Εconomy»: Η νέα μορφή εργασίας-Τι
ευκαιρίες προσφέρει και πώς λειτουργεί, σε https://ergas
iakanea.eu/gig-economy-h-nea-morfi-ergasias/ (τελευταία πρόσβαση την
20.08.2020 20.18μ.μ.).
[4]
ibid.
[5] Βλ.The
Gig Economy: Opportunities, Challenges and Employer strategies, σε https://www.metlife. com/content/dam/metlifecom/us/ebts/pdf/MetLife_EBTS-GigReport_2019.pdf
(τελευταία πρόσβαση την
20.08.2020 20.35μ.μ.).
[6] ibid.
[7] «Gig Εconomy»: Η νέα μορφή εργασίας-Τι ευκαιρίες προσφέρει και πώς λειτουργεί, σε https://ergas iakanea.eu/gig-economy-h-nea-morfi-ergasias/ (τελευταία πρόσβαση την 20.08.2020 20.18μ.μ.).
[8] ibid.
[9] Βλ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις (έκδ.γ΄, 2013), σελ.50επ.
[10] ibid.
[11] ibid.
[12]
ibid.
[13]Βλ. Cambridge
on-line dictionary σε https://dictionary.cambridge.org/dictionary/english/ride-hailing (τελευταία πρόσβαση την 21.08.2020 11.15π.μ.).
[14]Βλ. σε https://www.uber.com/el-GR/blog/uber-taxi-greece-%CE%B1%C F%85%C F%8 4 %
CE%B F% CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B1/ (τελευταία πρόσβαση την 21.08.2020 11.58π.μ.).
[15] Βλ. σε https://www.uber.com/el-GR/blog/%CF%80%CE%BB%CE%B7%CF%81%CF % 89%C E
%BC%CE%B7-%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%B9-%CE%BC%CE%B5-% CF
%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7/ (τελευ- ταία πρόσβαση την 21.08.2020 12.22μ.μ.).
[16]Είναι απαραίτητο να διακριθεί η
ελληνική εκδοχή της συλλογικής αγωγής που ισχύει στο δίκαιο του καταναλωτή βάσει
του άρθρου 10 IX
N. 2251/1994, η
οποία «έχει ως αντικείμενο όχι τη
διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσεως ή ζητήματος αμφισβητούμενου
μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού
γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης» (ΑΠ 1219/ 2001 ΕλλΔ/νη 2001, 1603). Γίνεται
φανερό ότι αυτή δεν αποβλέπει στην προστασία του ατομικού συμφέροντος των
καταναλωτών από μία συγκεκριμένη συμπεριφορά του προμηθευτή, αλλά μόνο στο
συλλογικό συμφέρον της κοινότητάς τους να διαπιστωθεί και να αρθεί μία παράνομη
συμπεριφορά που τους θίγει. Για το λόγο αυτό, δια αυτής μπορεί να ζητείται
μονάχα εν τοις πράγμασι αποκατάσταση με τη μορφή της άρσης της προσβολής και
της παράλειψης της στο μέλλον (specific
performance) και
όχι (χρηματική) αποζημίωση των καταναλωτών ενώ η προβλεπόμενη δυνατότητα
χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έχει το χαρακτήρα αστική κύρωσης.
Δηλαδή, όπως διαπιστώνεται, «η ένωση
καταναλωτών ενεργεί όχι χάριν της προστασίας ίδιων ουσιαστικών δικαιωμάτων ούτε
χάριν της προστασίας των ουσιαστικών δικαιωμάτων των άμεσα θιγομένων μελών της,
αλλά παρίσταται ως αυτόνομη κοινωνική οντότητα για την προστασία των
γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού» (Έτσι, Νίκας, Πολιτική
Δικονομία, Τόμος Ι (εκδ.Σάκκουλα, 2003), σελ.470 και γενικά 469επ.).
[17]
Αντίθετα, η συλλογική αγωγή
(class
action)
που προβλέπεται από το άρθρο 23 των Ομοσπονδιακών
Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας [Federal Rules of
Civil Procedure,
βλ. για το ακριβές κείμενο της διάταξης βλ. ειδικά σε https://www.law.cornell.edu/rules/frcp/rule_23 (τελευταία πρόσβαση
την 21.08.2020 16.00μ.μ.)] προβλέπεται ως «γνήσιο» ένδικο βοήθημα για την
προστασία των ουσιαστικών δικαιωμάτων και αξιώσεων των εναγόντων που είναι μέλη
της εκπροσωπούμενης ομάδας (class) και
επιτρέπεται υπό τον όρο ότι η υποκειμενική σώρευση των αγωγών των
εκπροσωπούμενων μελών είναι πρακτικά ανέφικτη και εφόσον: α) αφορά μία ομάδα
προσώπων (numerocity, άρθρ.23 υπό α1), β) εγείρει ένα κοινό
νομικό θέμα (commonality, άρθρ.23 υπό α2), γ) έχει ως
αντικείμενο τις «τυπικές», δηλαδή παραδοσιακές αξιώσεις της εκπροσωπούμενης
κατηγορίας των εναγόντων (typicality, άρθρ.23 υπό α3)
και τέλος δ) διαπιστώνεται επαρκής εκπροσώπηση των εννόμων συμφερόντων όλων των
μελών που απαρτίζουν την ομάδα (adequacy of representation,
άρθρ.23 υπό α4).
[18] Βλ. το κείμενο της απόφασης σε https://www.leagle.com/decision/infdco20190401963 (τελευταία πρόσβαση την 21.08.2020 16.10μ.μ.).
[19] Βλ. παραπάνω σε υποσ.16 και 17.
[20] Βλ. παραπάνω σε υποσ.17.
[21] Συγκεκριμένα,
αναφέρεται ότι «An employee is suffered or permitted to work, if the
work was performed with the knowledge of the employer. [Citation].This includes
work that was performed that the employer knew or should have known
about[Citation]», βλ.
σε σελ.14 της απόφασης Dynamex Operations West v.
Superior Court of Los Angeles σε https://scocal.stanford.edu/opinion/dynamex-operations-west-inc-v-superior-court-34584 (τελευταία πρόσβαση την 21.08.2020 18.00μ.μ.).
[22] Βλ.σελ 37 της απόφασης Dynamex Operations West v. Superior Court of Los Angeles.
[23] Βλ.
σελ.54 της απόφασης Dynamex Operations West v.
Superior Court of Los Angeles.
[24] Βλ. σελ.56 της απόφασης Dynamex Operations West v.
Superior Court of Los Angeles.
[25] Βλ.
σελ.58
της απόφασης Dynamex Operations West v. Superior Court of Los
Angeles.
[26] Βλ.
σελ.58-59
της απόφασης Dynamex Operations West v.
Superior Court of Los Angeles.
[27] Βλ.
σελ.59
της απόφασης Dynamex Operations West v.
Superior Court of Los Angeles.
[28] Βλ.
σελ.60
της απόφασης Dynamex Operations West v.
Superior Court of Los Angeles.
[29] Βλ. σελ.64
της απόφασης Dynamex Operations West v. Superior Court of Los
Angeles.
[30]
Όπως υπογράμμισε και το
Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνια ούτως ή άλλως θα ήταν αρκετό να εξετάσει
ακόμη και ένα από τα τρία σημεία του τεκμηρίου, εντοπίζοντας την κρισιμότητα
του κατά πόσο συντρέχει ή όχι και ως εκ
τούτου είναι κομβικό για την έκβαση της συλλογικής αγωγής, διότι όπως ήδη
εκτέθηκε αυτό είναι αρκετό για να λειτουργήσει το τεκμήριο εξαρτημένης εργασίας
αφού για να μπορέσει να ανατραπεί απαιτείται η σωρευτική απόδειξη όλων των
επιμέρους πτυχών του.
[31] Βλ.
σελ.81
της απόφασης Dynamex Operations West v. Superior Court of Los
Angeles.
[32] Ας μη ξεχνούμε ότι υπό τον ελληνικό ΚΠολΔ το νόμιμο τεκμήριο προϋποθέτει ότι ο διάδικος υπέρ του οποίου τίθεται οφείλει πάντως να αποδείξει τη βάση του τεκμηρίου προκειμένου να συναχθεί η έννομη συνέπεια του επικαλούμενου κανόνα δικαίου και μόνο εάν επιτύχει σε αυτό το εγχείρημά του αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, δηλαδή μετατίθεται πλήρως στον αντίδικό του (βλ.338 § 2 ΚΠολΔ).
[33] Βλ.και σελ.64 της απόφασης Dynamex Operations West v.
Superior Court of Las Vegas.
[34] Βλ.σελ.18επ. της απόφασης California v. Uber and
Lyft.
[35] Βλ. σελ.5 της απόφασης California v. Uber and Lyft.
[36] Όπως αναφέρεται «it also flies in the face
of economic reality and common sense», ibid.
[37] Βλ. αναλυτικά το σκεπτικό του Δικαστηρίου σε σελ.22-27 της απόφασης California v. Uber and Lyft.
[38] Βλ. σελ.24 της απόφασης California v. Uber and Lyft.
[39] ibid.
[40] Ibid.
[41] ibid.
[42] ibid.
[43] Βλ. σελ.27 της απόφασης California v. Uber and Lyft.
[44] ibid.
[45] Βλ. σελ.28 της απόφασης California v. Uber and Lyft.
[46] ibid.ς
[47] Όπως αναφέρεται «it bears emphasis that
these harms are not mere abstractions; they represent real harms to real
working people», ibid.
[48] Βλ. ακριβώς το σκεπτικό του Δικαστηρίου σε σελ.30-31 της απόφασης California v. Uber and Lyft.
[49] Βλ. σελ.32-33 της απόφασης California v. Uber and Lyft.
[50] Βλ. Ζερδελή, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις (εκδ.Αντ.Ν. Σάκκουλα, 1999), σελ.5-9.
[51] Ζερδελής, ό.π., σελ.17-21 και τις εκεί παραπομπές.
[52] Ζερδελής, ό.π., σελ.21 (από το απόσπασμα παραλείπονται οι παραπομπές του συγγραφέα).
[53] Ζερδελής, ό.π., σελ.18.
[54] Ζερδελής, ό.π., σελ.21.
[55] Βλ.
σε υποσ.20 της απόφασης Dynamex Operations West v.
Superior Court of Los Angeles σε σελ.58.
Σχόλια