Η δίκη «Charlie Hebdo»

Της Ευλαμπίας (Μπίας) Τσολάκη, Δικηγόρου *

Αυτές τις ημέρες εξελίσσεται στο Παρίσι η πολυαναμενόμενη για το γαλλικό δημοσιογραφικό κόσμο δίκη για την υπόθεση του μακελειού στο σατιρικό περιοδικό «Charlie Hebdo». Το μακάβριο ιστορικό είναι λίγο-πολύ γνωστό, ότι δηλαδή την 7η Ιανουαρίου 2015 δύο φανατικοί ισλαμιστές εισέβαλαν στα γραφεία του και άνοιξαν πυρ αδιακρίτως, πυροβολώντας στο «ψαχνό» όσους έτυχε να βρίσκονται μπροστά τους για να «κολάσουν» την «επίμεμπτη» συμβολή τους στην έκδοση ενός εντύπου, με την οπτική του οποίου διαφωνούσαν. 

Για την ακρίβεια, το άνευ προηγουμένου δολοφονικό «αμόκ»-υπενθυμίζεται ότι η τυφλή δολοφονική επίθεση στο Μπατακλάν ακολούθησε το Νοέμβριο του ιδίου έτους-αποδόθηκε σε μία «προσβλητική» γελοιογραφία του Μωάμεθ κατά τρόπο μάλιστα που να επαληθεύεται με δραματικό τόνο το πρωτοσέλιδο του περιοδικού που δημοσιεύτηκε αυτό το μήνα με τίτλο «Όλα αυτά γι’ αυτό» (Tout ca pour ca). Με το δεδομένο ότι οι φυσικοί αυτουργοί του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος σκοτώθηκαν, στο σκαμνί της δικαιοσύνης κάθονται συγγενείς και φίλοι τους με την κατηγορία της ποινικά κολάσιμης συμμετοχής τους με συνέπεια το ενδιαφέρον της δίκης να επικεντρώνεται κυρίως στο ιδεολογικό υπόστρωμα που πυροδότησε αυτή την απαράδεκτη αντίδραση. 

Με άλλα λόγια, αναζωπυρώνεται το κομβικό ερώτημα γύρω από τα επιτρεπτά όρια της ελευθερίας της έκφρασης και ειδικότερα κατά πόσο η τελευταία θα πρέπει να «σταματάει», όταν πια αρχίζει να προκαλεί ενόχληση σε τρίτους. Η κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά δίδει μία κατηγορηματική, εάν όχι συντριπτική, απάντηση σε αυτό το δίλημμα: η ελευθερία της έκφρασης νοείται κυρίως ως ελευθερία εξωτερίκευσης της διαφορετικής γνώμης, με άλλα λόγια νοείται ως ελευθερία να εκδηλώνεται η ετερότητα της μειοψηφίας καθότι οι πλειοψηφίες ούτως ή άλλως εκφράζονται από την κυρίαρχη ιδεολογία. Βέβαια, αυτό ασφαλώς δε σημαίνει ότι μπορεί να είναι και απεριόριστη και ακριβώς το σημείο εκείνο όπου θα πρέπει να τεθεί η κόκκινη γραμμή που απαγορεύει την υπέρβασή της είναι που ερίζεται. 

Εν προκειμένω, κρίσιμο είναι να γίνει μία διάκριση, είναι ένα θέμα να εκφράζεται μία δημοσιογραφική άποψη, οπότε επιβάλλεται να συντρέχει η απαιτούμενη ακρίβεια και ευπρέπεια στα αναφερόμενα για λόγους σεβασμού της λειτουργίας του δημοσιογραφικού λειτουργήματος ως βασικού παράγοντα διαμόρφωσης της Κοινής Γνώμης και κατ’ επέκταση πυλώνα της δημοκρατικής λειτουργίας, και είναι άλλο θέμα η σάτιρα, η οποία ενέχει εγγενώς το καλλιτεχνικό στοιχείο. Βέβαια, αναντίρρητα με την ευρεία έννοια η σάτιρα είναι μία πολιτική πράξη διότι ο απώτερος σκοπός της είναι να μεταδώσει ένα μήνυμα στους αποδέκτες της, αλλά από εκεί πέρα δεν αποσκοπεί στην ενημέρωση per se παρά στην προσωπική έκφραση όσων μετέρχονται το καλλιτεχνικό όχημά της με αποτέλεσμα τα όρια της να διαγράφονται κατά πολύ ευρύτερα. Εντούτοις, το πρόβλημα είναι ότι το χιούμορ είναι μία  υποκειμενική υπόθεση, ιδιαίτερα μάλιστα όταν «χτυπάει» την «αχίλλειο» πτέρνα των αποδεκτών της με αποτέλεσμα ενίοτε να ξεσηκώνει ξέφρενες αντιδράσεις. Τότε εύλογα δύναται να διερωτηθεί κανείς εάν δικαιώματα έχουν μονάχα οι «κρίνοντες» και όχι και οι «κρινόμενοι», οι οποίοι βιώνουν ένα αίσθημα αδικίας και επιθυμούν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους γι’ αυτό. 

Το ερώτημα είναι εάν δικαιούνται λόγω του γεγονότος ότι βιώνουν ένα προσωπικό αίσθημα μείωσης και υποτίμησης να περιορίσουν την ελευθερία της σατιρικής έκφρασης. Με άλλα λόγια, τίθεται το θέμα εάν στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης αντιστοιχεί ένα δικαίωμα στο «αίσθημα της προσβολής». Απάντηση με ένα γενικό και απόλυτο χαρακτήρα δε φαίνεται να υπάρχει στο ερώτημα αυτό, αλλά αντίθετα θα πρέπει να εξετάζονται τόσο οι ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης όσο και το αντικείμενο της σάτιρας καθαυτό. 

Έτσι, δεν μπορούν να διατυπωθούν a priori κανόνες, κάτι τέτοιο άλλωστε θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη λογοκρισία, αλλά καίριο είναι να συναξιολογούνται ορισμένα κρίσιμα στοιχεία, όπως ο πομπός της σάτιρας, δηλαδή το κατά πόσο έχει γενικώς σατιρικό χαρακτήρα ή αυτός εκδηλώνεται επιλεκτικά σε ορισμένα μονάχα θέματα, ο χαρακτήρας της σάτιρας, εάν δηλαδή έχει καλλιτεχνικό χαρακτήρα ή όχι, το αντικείμενο της σάτιρας υπό την έννοια του κατά πόσο στοχοποιεί μία γενική κατηγορία προσώπων. 

Για παράδειγμα, φρονούμε ότι ευτυχώς στις ημέρες μας ένα «αστείο» για το Ολοκαύτωμα θα θεωρούνταν απαράδεκτο διότι έχει εμπεδωθεί η πεποίθηση στη διεθνή κοινότητα σχετικά με το ανομολόγητο δράμα που βίωσαν τα εκατομμύρια θύματά του ενώ το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και με τις απανταχού συντελεσθείσες γενοκτονίες, όπως η γενοκτονία του Ποντιακού ελληνισμού. Εκτός όμως από αυτά τα «λυμένα» ιστορικά ζητήματα, η επίδικη υπόθεση θέτει το επίκαιρο στην εποχή μας θέμα του σεβασμού της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία στην ουσία διεκδικεί να αναπροσδιορίσει την ελευθερία της έκφρασης. 

Σε αυτό το δίλημμα, ένα απόλυτο προβάδισμα στη θρησκευτική ελευθερία των θρησκευομένων προσώπων δεν μπορεί να αναγνωρισθεί διότι σε τελική ανάλυση δικαιούνται να «υπάρχουν» και οι άθεοι. Εύσχημα, όμως, θα αναρωτηθεί κανείς εάν πάλι ο δημόσιος λόγος μονοπωλείται από τους τελευταίους, τότε δεν αναγνωρίζεται εν τοις πράγμασι σε αυτούς μία απόλυτη πρωταρχία; Είναι ένα εύλογο ερώτημα. Ωστόσο, επί της αρχής σημασία δεν έχει τι συμβαίνει in concreto, αλλά τι επιτρέπεται in abstracto με βάση το Σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο θρησκευόμενοι και μη έχουν δικαίωμα να εκφράζουν τις πεποιθήσεις τους και να διασταυρώνουν τα ξίφη των επιχειρημάτων τους και όχι ασφαλώς τα αληθινά πυρά τους. Χωρίς αμφιβολία, μία βασική αρχή της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης είναι ο αμοιβαίος σεβασμός, έννοια που εγγενώς περιέχει την επίδειξη κοινωνικής συγκατάβασης ακόμη και σε πεποιθήσεις που δεν καταλαβαίνουμε, όπου βέβαια είναι το πεδίο που έχει κατεξοχήν σημασία. 

Μάλιστα, σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι έχει αποτύχει παταγωδώς η πολιτική της θρησκευτικής ουδετερότητας που ενώ υποτίθεται ότι αποσκοπεί στην καλλιέργεια της ανοχής της θρησκευτικής ετερότητας εκ του αποτελέσματος με τον τρόπο που υπηρετήθηκε μάλλον έχει οδηγήσει σε έξαρση των αντιθέσεων μεταξύ των οπαδών διαφορετικών θρησκειών. Αν και τα αίτια αυτού του φαινομένου είναι πολυπαραγοντικά και δεν μπορούν να εκτεθούν στις λίγες αυτές γραμμές, το μόνο σίγουρο είναι ότι εάν θέλουμε να θεωρούμαστε «δημοκρατική» κοινωνία δεν μπορούμε παρά να πραγματώνουμε στην πράξη την περίφημη ρήση που αποδίδεται στο Βολταίρο «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες».

 *Η Ευλαμπία Τσολάκη είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ΜΔΕ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ LL.M. in Transnational and European Commercial Law, Mediation, Arbitration and Energy Law of International Hellenic University (IHU) & Υποψήφια Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.

Δείτε και άλλα άρθρα της Ευλαμπίας Τσολάκη εδώ

 

 

Σχόλια