Η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος ( ή συνυπαιτιότητας του ζημιωθέντος) και η επιρροή της στις αγωγές αποζημίωσης. (Άρθρο 300 Α.Κ)

Του Ηρακλή Μουράβα, Δικηγόρου

Όταν ασκείται μία αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία ο εναγόμενος έχει κάποια μέσα άμυνας κατά  αυτής. Ένα από αυτά, ίσως το σημαντικότερο, είναι η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος που προβλέπεται από τον Αστικό Κώδικα στο άρθρο 300.

Ειδικότερα σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο  αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν έχει επιστήσει την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για το πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται εκείνος που ζημιώθηκε.

Η συγκεκριμένη διάταξη, η οποία βρίσκεται στα βήματα όμοιων διατάξεων άλλων ευρωπαϊκών χωρών (π.χ παρ 254 του γερμανικού ΒGB) θέτει τη γενική αρχή της επιρροής στην επέλευση της ζημίας του οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος , που είτε συνετέλεσε στη γένεση ή στην επέκταση της ζημίας είτε επιβάρυνε τη θέση του οφειλέτη στην υποχρέωση και στην έκταση της αποζημίωσης. Η ως άνω διάταξη είναι κοινωνικά αποδεκτή, καθόσον συντελεί στην ισόρροπη κατανομή της ζημίας μεταξύ του ζημιώσαντος και του υπαιτίου ζημιωθέντος.

Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 300 Α.Κ είναι οι εξής:

α) Υποχρέωση κατ’ αρχήν για αποζημίωση. Η εν λόγω υποχρέωση εδράζεται από οποιαδήποτε αιτία μπορεί να προκαλέσει ζημία. Οι συνηθέστερες είναι στην πράξη η αθέτηση ενοχής (συμφωνίας) και η αδικοπραξία.

β) Συμβολή του ζημιωθέντος στην επέλευση της ζημίας ή την έκταση της ζημίας. Ως πταίσμα στην προκειμένη περίπτωση νοείται η μη τήρηση της από τις περιστάσεις κοινωνικά επιβαλλόμενης συμπεριφοράς από το ζημιούμενο, ώστε από αυτή να επέρχεται ή να επεκτείνεται η ζημία. Το πταίσμα του ζημιωθέντος , δηλαδή η υπαίτια πράξη ή παράλειψή του , μπορεί να εκδηλωθεί είτε πριν , είτε κατά, είτε μετά τη γένεση της ζημίας καθόσον δεν οριοθετείται χρονικά από το νόμο.

Η συμβολή του ζημιωθέντος στην επέλευση της ζημίας θεωρείται επίσης ότι υπάρχει όταν αυτός θα μπορούσε να προβλέψει ότι η παράλειψη της αποτροπής ή της μείωσης της ζημίας θα ασκούσε επιρροή και έτσι με τη συμπεριφορά του αυτή συνετέλεσε στην επέλευση ή την επέκταση της ζημίας. Το ίδιο ισχύει και όταν ο ζημιωθείς παρέλειψε υπαίτια να επιστήσει την προσοχή στο ζημιώσαντα για κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο ζημιώσας ούτε γνώριζε ούτε όφειλε κατά τις περιστάσεις να γνωρίζει. Η τελευταία περίπτωση στηρίζεται στην αρχή της καλής πίστης. [1]

γ) αιτιώδης συνάφεια της συμπεριφοράς του ζημιωθέντος προς την επέλευση ή την έκταση της ζημίας. Τέτοια συνάφεια υφίσταται όταν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη του ζημιωθέντος ήταν ικανή , κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρει κατά τη συνήθη και κανονική ροή των πραγμάτων το ζημιογόνο αποτέλεσμα ( Βλ. Α.Π 867/2001)

Κατά την παρ. 3 η ως άνω διάταξη έχει εφαρμογή και για το πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται ο ζημιωθείς. Ως πρόσωπα που χρησιμοποιούνται από το ζημιωθέντα προς εκπλήρωση της υποχρέωσής του, νοούνται όλα εκείνα στα οποία αυτός αναθέτει τη μέριμνα για την εκπλήρωση της υποχρέωσής του ανεξάρτητα από τη μορφή της σχέσης, η οποία μπορεί να είναι της εντολής, της μίσθωσης έργου, της εργασιακής ακόμη και της ιδιότητας των άμεσων συγγενών αν τον περιθάλπουν σε περίπτωση βαριά  ασθενούς.

Προϋπόθεση ύπαρξης πταίσματος είναι ο καταλογισμός στον υπαίτιο. Όπου δηλαδή το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος αποκλείει ή περιορίζει την υποχρέωση αποζημίωσης, απαιτείται ο ζημιωθείς να είναι επιδεικτικός καταλογισμού του πταίσματός του. Επομένως αν ο ζημιωθείς στο χρόνο που συνετέλεσε το ως άνω πταίσμα δεν ήταν δεκτικός καταλογισμού , ο ζημιώσας δεν απαλλάσσεται της ευθύνης του και συνακόλουθα της υποχρέωσής του προς αποζημίωση. Σε βάρος του ζημιωθέντος ανηλίκου δεν χωρεί καταλογισμός του πταίσματος του νόμιμου αντιπροσώπου του. ( Α.Π 292/61).[2]

Τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το συντρέχον πταίσμα πρέπει να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση προκειμένου να μπορεί να ελεγχθεί η ορθή υπαγωγή στη νομική έννοια του πταίσματος.

Η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος χρησιμοποιείται σε ποικίλες αστικές υποθέσεις που έχουν ως αντικείμενο την επιδίκαση αποζημίωσης στο ζημιωθέντα. Ο ασκών την ένσταση αυτή είναι συνήθως ο εναγόμενος (ο ζημιώσας εν προκειμένω) . Σκοπός της ένστασης αυτής είναι να αποδειχθεί πως αν το θύμα μεριμνούσε περισσότερο προς την κατεύθυνση του να αποφευχθεί η ίδια η ζημία ή η συγκεκριμένη έκτασή της, το αποτέλεσμα της ζημίας δεν θα επερχόταν και να αποδειχθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της στάσης του ζημιωθέντος. Βέβαια η ένσταση αυτή για να ευδοκιμήσει χρειάζεται ενδελεχή απόδειξη και κατάλληλους επιστήμονες- εμπειρογνώμονες (πραγματογνώμονες- τεχνικούς συμβούλους) τόσο για να γίνει δεκτή όσο και για να προσδιοριστεί το ποσοστό συνυπαιτιότητας του ζημιωθέντος με την πιο δίκαιη και τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.

Παραδείγματα υποθέσεων που έχει ασκηθεί από τον εναγόμενο η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος υπάρχουν πολλά.  Ενδεικτικά,

1) Επί αδικοπραξιών:

α) Στα τροχαία ατυχήματα ή δυστυχήματα, λ.χ αν κάποιος παραβίασε προτεραιότητα ή οδηγούσε υπό την επήρεια μέθης ή δεν είχε δίπλωμα οδήγησης ή υπερέβη κατά πολύ τα όρια ταχύτητας και τραυματίζεται ή δεν είχε μεριμνήσει να αντικαταστήσει τα χαλασμένα φώτα του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα νυχτερινή ώρα να μην είχε γίνει αντιληπτός από τον άλλο οδηγό της σύγκρουσης, το μη έγκαιρο φρενάρισμα από υπερήλικα οδηγό αυτοκινήτου προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση, η επικίνδυνη διέλευση ποδηλάτη σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας που απαγορεύεται η κίνηση ποδηλάτων και ο τραυματισμός του από διερχόμενο όχημα είναι παραδείγματα που μπορεί να προβληθεί για όλα τα παραπάνω η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος.

Επίσης αν ο συνοδηγός αυτοκινήτου γνώριζε ότι ο οδηγός του είναι ανήλικος ή υπό την επήρεια μέθης ή ουσιών ή ότι δεν διέθετε δίπλωμα αυτοκινήτου και στραφεί κατά του οδηγού και υπαιτίου της σύγκρουσης ο τελευταίος μπορεί να αντιτάξει σε περίπτωση άσκησης αγωγής αποζημίωσης τους ως άνω ισχυρισμούς για μείωση του ποσοστού της υπαιτιότητάς του που αφορά τη ζημία του συνοδηγού. Ακόμη αν ο τραυματισθείς από αυτοκίνητο πεζός κινείται κατά τη νύχτα με ελλιπή φωτισμό σε οδό χωρίς πεζοδρόμιο με κατεύθυνση όμοια με αυτή της κυκλοφορίας των οχημάτων και όχι αντίθετη(Α.Π 854/1994).

β) Στις ανεπιτυχείς ιατρικές επεμβάσεις ή θεραπείες από ιατρικά λάθη και παραλείψεις κατά την εκτέλεση μίας χειρουργικής επέμβασης ή θεραπείας που θα προκληθούν βλάβες στην υγεία ή και θάνατος του ασθενούς μπορεί να προταθεί η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος στις εξής περιπτώσεις: Αν ο ασθενής πριν από την επέμβαση απέκρυψε σκοπίμως από το χειρούργο και τον αναισθησιολόγο το ιατρικό του ιστορικό, ιδίως σοβαρές παθήσεις που θα ήταν κρίσιμες για την πραγματοποίηση η μη μίας επέμβασης ή και τον τρόπο της, αν απέκρυψε την τακτική χρήση νικοτίνης και αλκοόλ πριν τη χορήγηση αναισθησίας και η ζημία προέκυψε από χορήγηση δόσης  διαφορετικής απ’ ότι θα έπρεπε, αν οι συγγενείς του βαριά αρρώστου ασθενούς απέκρυψαν παθήσεις κρίσιμες για το αν θα γίνει ή όχι η συγκεκριμένη επέμβαση, αν πριν ή μετά τη χειρουργική επέμβαση δεν ακολουθήθηκαν από τον ασθενή οι οδηγίες των ιατρών για ενδεχόμενη θεραπεία σε αυτές τις περιπτώσεις ο ζημιώσας ιατρός και το νοσοκομείο ή η κλινική μπορούν να προβάλλουν την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος σε άσκηση αγωγής αποζημίωσης από τον παθόντα ή τους έχοντες έννομο συμφέρον συγγενείς του.

2) Στις ενοχικές συμβάσεις η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος μπορεί να προβληθεί σε πλήθος περιπτώσεων που ο ζημιωθείς γνώριζε τους κινδύνους, τα ρίσκα και πιθανό και το παράνομο των συμβάσεων. Λ. χ ο λήπτης ακάλυπτης επιταγής που γνωρίζει ότι ο εκδότης της είναι αφερέγγυος. Ο εμπειρικός βοτανολόγος αν του ανατεθεί να παράσχει ιατρικές συμβουλές και θεραπεία σε ασθενή και προκληθεί επιδείνωση της υγείας του τελευταίου από αυτή πέραν από το παράνομο της σύμβασης, αν ο ασθενής γνώριζε την ιδιότητά του αυτή δεν έχει πολλές πιθανότητες να ευδοκιμήσει η αξίωση αποζημίωσης και μπορεί ο ζημιώσας να αντιτάξει το συντρέχων πταίσμα του ενάγοντος.

Ο ταξιδιώτης αν συνάψει σύμβαση με τον ταξιδιωτικό πράκτορα για  ταξίδι σε έναν επικίνδυνο προορισμό λ.χ σε επικίνδυνο μέρος της Αφρικής γνωρίζοντας ήδη από πριν τους κινδύνους π.χ διέλευσης από περιοχές με άγρια ζώα ή ύπαρξη ακραίων καιρικών φαινομένων και δεν λάβει τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης ή μετέχοντας σ’ ένα ταξίδι με ιδιαίτερο σκοπό π.χ ορειβατικό και δεν έχει την απαραίτητη γνώση ή φυσική κατάσταση ή επαρκή εξοπλισμό να το πραγματοποιήσει και προκύψει τραυματισμός (ζημία του) κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο εκτελών το ταξίδι ταξιδιωτικός πράκτορας μπορεί να αντιτάξει σε ενδεχόμενη αγωγή αποζημίωσης την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος αν του επισήμανε από πριν τους κινδύνους ή στους όρους του ταξιδιού τους διάβασε και τους αποδέχτηκε. Τα ως άνω και πλήθος άλλων παραδειγμάτων είναι περιπτώσεις που η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος μπορεί να ευδοκιμήσει.

3) Επίσης η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος προτείνεται και σε περιπτώσεις σκόπιμης ή βαριά αμελούς παράλειψης άσκησης νόμιμων δικαιωμάτων. Λ. χ  Όταν ο κύριος του βεβαρημένου με κατάσχεση ακινήτου παραλείπει να κινήσει τη διαδικασία ανατροπής της κατάσχεσης σε περίπτωση που παράνομα διατηρείται από το δανειστή η κατάσχεση σε ενυπόθηκο ακίνητο και προκαλείται ζημία στον κύριο αυτού λόγω νομικής αδυναμίας διαθέσεως του συγκεκριμένου ακινήτου (Α.Π 75/2001).

Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της εφαρμογής του άρθρου 300 Α.Κ φέρει ο ζημιώσας εναγόμενος.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα εργατικά ατυχήματα ή δυστυχήματα η εφαρμογή του άρθρου 300 Α.Κ είναι έμμεση. Αυτό λόγω του ότι υπάρχει ειδικότερη νομοθετική ρύθμιση και συγκεκριμένα τα άρθρα 1 και 16 του Κ.Ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ - άρθ. 38 εδ. α’ ΕισΝΑΚ). .Η συγκεκριμένη διάταξη ορίζει ότι ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα δικαιούμενα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 6 (συγγενείς) μπορούν να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων και εξ αιτίας της μη τηρήσεως αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι και στη χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γ’ αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις.

Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του αποβιώσαντος σε εργατικό ατύχημα, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανατωθέντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων απ’ αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ) με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας.
Τέτοιο πταίσμα κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από την μη τήρηση των διατάξεων του άρθ. 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι "ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου", καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής που καθιερώνει γενική υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη, ως προς τα ανωτέρω συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κ.λπ., αδικοπραξία.[3] Επομένως σε όλη την περιπτωσιολογία εργατικών ατυχημάτων λ.χ χειριστής κομπρεσέρ που δε φορά ωτοασπίδες και παθαίνει ρήξη τυμπάνου, εργαζόμενος που κατά την κοπή ξύλων δεν φορά προστατευτικό κράνος και τραυματίζεται στο κεφάλι ή σκοτώνεται κατά την πτώση ξύλου, βαφέας αν πέσει από μεγάλο ύψος κατά τη βαφή κτηρίου σε μη στέρεα σκαλωσιά, εργαζόμενος χημικός σε ένα εργαστήριο τοξικών υγρών και αερίων αν κατά την εργασία του εισπνεύσει κάποιο από αυτά και αποβιώσει από ασφυξία, και δεν έχει λάβει τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα πριν μεταβεί στο χώρο εργασίας του είναι περιστατικά που πρέπει να αποδειχθεί δόλος του εργοδότη για τη ζημία, η αποδεικτική διαδικασία είναι διαφορετική σε ό,τι αφορά τις παραπάνω υποκατηγορίες. Δεν φέρει ο ζημιώσας εναγόμενος εργοδότης το βάρος της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος με δική του αμέλεια ζημιώθηκε αλλά πρέπει να αποδείξει ότι ο ίδιος τήρησε όλα τα απαραίτητα μέτρα που προβλέπονται από την εργατική νομοθεσία για την ασφάλεια των εργαζομένων.

Άρα η διάταξη του άρθρου 300 επί εργατικών ατυχημάτων έχει μόνο έμμεση εφαρμογή καθόσον και η διάταξη του εργατικού νόμου εφαρμόζεται ως ειδικότερη και οι παραπομπές στον Αστικό Κώδικα είναι πιο άμεσες για τις διατάξεις που αφορούν τις αδικοπραξίες (914,922 Α.Κ) και τις διατάξεις που αφορούν τη σύμβαση εργασίας (λ.χ 662 Α.Κ), μολονότι στην πράξη υπάρχει η εκ παραδρομής εντύπωση πως εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται και στις άλλες περιπτώσεις, π.χ στα τροχαία.

Ανακεφαλαιώνοντας η ευδοκίμηση ή μη και σε ποιο βαθμό της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος παίζει μεγάλο ρόλο στο ύψος της αποζημίωσης που θα λάβει ο ζημιωθείς. Το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του στην επέλευση της ζημίας που θα κρίνει το δικαστήριο είναι η σημαντικότερη μεταβλητή στο τελικό ύψος της αποζημίωσης που θα λάβει ο ζημιωθείς ( ή οι έχοντες έννομο συμφέρον αν προήλθε θάνατος) από το ζημιώσαντα.  Όσο μεγαλύτερο ποσοστό συνυπαιτιότητας του παθόντος δεχτεί το δικαστήριο ,τόσο μικρότερη αποζημίωση θα λάβει ο ζημιωθείς.

*Ο Ηρακλής Μουράβας είναι Δικηγόρος Βόλου, απόφοιτος Νομικής σχολής Α.Π.Θ , κάτοχος μεταπτυχιακών διπλωμάτων ειδίκευσης Εμπορικού και Αστικού δικαίου Δ.Π.Θ

Δείτε την αρθρογραφία του Ηρακλή Μουράβα εδώ


[1] Bλ. Βασίλη Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Ερμηνεία-Νομολογία Α.Κ , Τόμος Β’ Γενικό Ενοχικό, Αθήνα 2003, σελ 110-122

2 Βλ. Α.Π 459/2016

Σχόλια