Της Χριστίνας Δεστούνη, Δικηγόρου
Όλοι οι οφειλέτες με υποθέσεις υπερχρεωμένων που εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό και συζητούνται μετά τις 15-6-2021 πρέπει να υποβάλουν αίτηση επαναπροσδιορισμού, διαφορετικά η αίτηση ρύθμισης οφειλών λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα. Προσωρινή διαταγή που χορηγήθηκε στο πλαίσιο αίτησης ρύθμισης οφειλών, για την οποία δεν υποβλήθηκε εμπρόθεσμα αίτηση επαναπροσδιορισμού, καταργείται αυτοδικαίως. (άρθρο 4Ζ Ν. 4745/2020) Προφανώς και είναι κατανοητή η ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου πλαισίου προς επιτάχυνσης της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων υπερχρεωμένων. Η επιτάχυνση της διαδικασίας εκδίκασης των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 είναι σημαντική για τον οφειλέτη που αιτείται δικαστική προστασία και παροχή δεύτερης ευκαιρίας για συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Πλην όμως, μια τέτοια διαδικασία οφείλει να παρέχει τις εγγυήσεις για δίκαιη δίκη. Μόνη η παράλειψη επαναπροσδιορισμού της υπόθεσης από την πλευρά του οφειλέτη και μάλιστα στις σύντομες προθεσμίες που προβλέπει ο νόμος δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε απώλεια της αιτηθείσας προστασίας, δηλαδή να λογίζεται η αίτηση ως μηδέποτε ασκηθείσα. Όφειλε η Πολιτεία να διασφαλίσει την ουσιαστική πρόσβαση του υπερχρεωμένου φυσικού προσώπου σε δίκαιες διαδικασίες ρύθμισης και σε δίκαιη κρίση επί του αιτήματός του. Το φαινόμενο της καθυστέρησης εκδίκασης των υποθέσεων του Ν 3869/2010 δεν οφείλεται στην διαδικασία συζήτησης των υποθέσεων, αλλά στην ανεπάρκεια υποδομών και ανθρώπινων πόρων. Ο οφειλέτης που υποβάλει αίτηση ρύθμισης οφειλών ζητώντας δικαστική προστασία δεν έχει ευθύνη για τις μακρινές ημερομηνίες των δικασίμων. Εφόσον όμως η Πολιτεία δεν ανταποκρίνεται στην πρωταρχική υποχρέωσή της να διασφαλίσει την εκδίκαση των υποθέσεων σε εύλογο χρόνο, δεν θα έπρεπε να μετατεθεί στον οφειλέτη το βάρος της διαδικασίας επαναπροσδιορισμού, ο οποίος οφειλέτης καλείται να κινηθεί γρήγορα μέσα σε ασφυκτικές προθεσμίες, διαφορετικά έρχεται αντιμέτωπος με τις δυσμενείς συνέπειες του άρθρου 4Ζ. Ορθότερο θα ήταν οι επαναπροσδιορισμοί να γίνονται οίκοθεν από το Δικαστήριο.
Η διαδικασία εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων κινείται στους εξής βασικούς άξονες:
Μέσα σε 60 ημέρες από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού οι διάδικοι καταθέτουν τις προτάσεις και προσκομίζουν τα αποδεικτικά μέσα και τα έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη μέσα σε 15 ημέρες από την λήξη της προθεσμίας των προτάσεων. Από την παρέλευση της προθεσμίας προσθήκης κλείνει ο φάκελος της δικογραφίας. Ακολούθως, ορίζεται ειρηνοδίκης για την εκδίκαση της υπόθεσης. Κατά την δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται χωρίς την παρουσία των διαδίκων. Αν από την μελέτη του φακέλου ο ειρηνοδίκης κρίνει ότι η εξέταση μαρτύρων ή η παροχή διευκρινίσεων από τους διαδίκους είναι απολύτως αναγκαία, διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, με διάταξη που κοινοποιείται στους διαδίκους.
Με τις ανωτέρω διατάξεις, κάμπτεται η προφορική δίκη και καθιερώνεται ως κανόνας η δίκη αποκλειστικά εξ εγγράφων. Μόνο κατ' εξαίρεση εξετάζονται μάρτυρες ή διάδικοι, αν αυτό κριθεί αναγκαίο με βάση τα στοιχεία του φακέλου δικογραφίας. Όμως, η απουσία της ζωντανής διαδικασίας του ακροατηρίου και η διεξαγωγή της δίκης αποκλειστικά μέσω εγγράφων καθιστά δυσχερή την διαμόρφωση ορθής δικαστικής κρίσης ως προς τις συνθήκες υπερχρέωσης του οφειλέτη, τους λόγους που συνέτειναν στην οικονομική αδυναμία του και ως προς την συνδρομή δόλου για την περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής. Να σημειωθεί ότι υποθέσεις με δικάσιμο έως 15-6-2021 θα δικαστούν με προφορική δίκη, ενώ υποθέσεις με μεταγενέστερη δικάσιμο θα δικαστούν εξ εγγράφων, με αποτέλεσμα την διαφορετική αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων. Ορθότερο θα ήταν να παραμείνει η προφορική δίκη για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις.
Η υλοποίηση του νόμου στοχεύει στην αποσυμφόρηση των Ειρηνοδικείων. Όμως, η επιτυχία της ρύθμισης εξαρτάται από το εαν θα είναι αντικειμενικά δυνατή από τους υπηρετούντες σε έκαστο Ειρηνοδικείο δικαστές η εκδίκαση όλων των εκκρεμών υποθέσεων και η έκδοση αποφάσεων μέσα στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια που προβλέπει ο νόμος (ήτοι εντός 6 μηνών από τη συζήτηση), χωρίς την χρέωση των δικαστών με εξωπραγματικούς αριθμούς δικογραφιών. Η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης δεν θα πρέπει να επιδιώκεται σε βάρος της ορθής απονομής. Το νέο πλαίσιο οδηγεί σε επιβάρυνση των υπηρεσιών των Ειρηνοδικείων και των υπηρετούντων Ειρηνοδικών, οι οποίοι είναι αδύνατον να ανταποκριθούν στον τεράστιο όγκο εκκρεμών υποθέσεων και να εκδώσουν αποφάσεις στον ελάχιστο χρόνο των 6 μηνών από την συζήτηση (άρθρο 4ΙΔ Ν 4745/2020).
Τέλος, να σημειωθεί ότι η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την με αριθμό 36/2020 απόφαση, γνωμοδότησε ότι είναι συνταγματικά επιτρεπτές οι ρυθμίσεις για την επιτάχυνση εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του Ν. 3869/2010, με την επισήμανση ότι είναι αναγκαία η κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων Ειρηνοδικών, προς αποφυγή υπερχρέωσης των υπηρετούντων δικαστών.
Σχόλια