του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου
Όπως είναι γνωστό, ανώτερη βία θεωρείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσης, το
οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να
προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης.[1]
Η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού
δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού
δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανώτερη
βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη
ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού
βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος
απαλλαγής του οφειλέτη.
Η συνδρομή αυτής καθεαυτής της ανώτερης βίας, δηλαδή η
εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας από το δικαστήριο της ουσίας,
ελέγχεται αναιρετικά, για να διαπιστωθεί, αν τα πραγματικά περιστατικά, που
εκτίθενται στο υπόψη δικόγραφο ή αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ως
αποδεδειγμένα, δικαιολογούν την κρίση του ότι κατά τα διδάγματα της κοινής
πείρας ορισμένο γεγονός συνιστά ή όχι ανώτερη βία στο πλαίσιο ορθής ή μη
υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην έννοια αυτή.[2]
Επομένως ως δικονομική ανωτέρα βία θεωρείται κάθε τυχαίο και
ανυπαίτιο γεγονός το οποίο παρακωλύει την εμφάνιση του διαδίκου στο ακροατήριο
και τη συμμετοχή του στην εκδίκαση της υπόθεσής του και γενικά στο να
ανταποκριθεί σε κάποιο δικονομικό βάρος, το οποίο γεγονός ήταν εξαιρετικό και
απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν
ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης και παρά την καταβολή εξιδιασμένης
προσοχής.[3]
Ένα τέτοιο γεγονός μπορεί να είναι η χωρίς οιαδήποτε
προειδοποίηση, αλλαγή την τελευταία στιγμή, της αίθουσας του δικαστηρίου που
ορίστηκε για τη συζήτηση της υπόθεσης, και στην οποία (αίθουσα) κλήθηκε ο
διάδικος να παραστεί και να ασκήσει τα δικαιώματά του, εφόσον τα γεγονότα αυτά
υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επί πλέον συνέβαλαν στην επέλευση της
ερημοδικίας. Αν, όμως, έχει έγκαιρα, επισημανθεί η αλλαγή με σχετική
ανακοίνωση, η ανώτερη βία αποκλείεται.[4]
Για παράδειγμα στην πρόσφατη ΑΠ 289/2020, οι αναιρεσείοντες
επικαλέστηκαν ότι έγινε αναδιάρθρωση των πινακίων από το πρωτοδικείο με μεταβολή
του τμήματος και του τόπου συζητήσης, καθώς και του αριθμού του πινακίου των
υποθέσεων που είχαν προσδιοριστεί με το νέο σύστημα χωρίς οποιαδήποτε επίσημη
ανακοίνωση ή ενημέρωση του Δικηγορικού Συλλόγου με αποτέλεσμα οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι τους να μην προσέλθουν εγκαίρως στην αίθουσα και η υπόθεσή τους να
συζητηθεί ερήμην τους. Στην υπόθεση αυτή ο Άρειος Πάγος έκρινε εσφαλμένη την
εφετειακή κρίση.
Ανωτέρα βία μπορεί να συνιστά και η αιφνίδια ασθένεια
του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εφόσον συνέβαλε στην απώλεια
προθεσμίας, με την έννοια ότι ήταν αδύνατο να ασκήσει εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο
ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του για την έγκαιρη αντικατάστασή του.
Επομένως, η ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου πρέπει να τον
εμπόδισε να ενεργήσει και με άλλο πληρεξούσιο δικηγόρο, συνεργάτη του ή όχι. Ο
πληρεξούσιος δικηγόρος του νομιμοποιουμένου να ασκήσει το ένδικο μέσο διαδίκου
οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικά και, υπό τις
συντρέχουσες περιστάσεις, συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια ώστε να
καταλείπεται σ` αυτόν, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, χρόνος επαρκώς
αξιοποιήσιμος σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και σύνεση αλλά
και τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστεως και της μη παρέλκυσης των δικών
του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 116 ΚΠολΔ.[5]
Ενδεικτικά στην ΑΠ 1119/2017 ως λόγος ανωτέρας βίας για εκπρόθεσμη
άσκηση της έφεσης προβλήθηκε αιφνίδιο πρόβλημα υγείας της πληρεξούσιας
δικηγόρου (κωλικός με οξύ και έντονο πόνο με αιφνίδια και έντονα συμπτώματα)
ώστε να μην καταστεί δυνατό να ειδοποιήσει άλλο συνάδελφό της για να του
εγχειρίσει τα απαραίτητα έγγραφα και το χρηματικό ποσό για την κατάθεση της
έφεσης.
Το Εφετείο του οποίο η κρίση επικυρώθηκε και από τον ΑΠ
έκρινε εν προκειμένω ότι δεν στοιχειοθετείται η έννοια της ανωτέρας βίας καθώς δεν
προέκυψε ότι η επικαλούμενη από την πληρεξούσια δικηγόρο ασθένειά της απέκλεισε
εντελώς σ` αυτήν τη δυνατότητα: α) να επικοινωνήσει τηλεφωνικά ή με άλλο τρόπο
με τους εκκαλούντες και να καταστήσει σ` αυτούς γνωστή την αδυναμία της να
μεταβεί στο Πρωτοδικείο για να καταθέσει την έφεσή τους, προκειμένου αυτοί να
αναθέσουν σε άλλο δικηγόρο την κατάθεση αυτή ή β) να ενεργήσει την κατάθεση με
άλλο δικηγόρο, συνεργάτη της ή μη, θέτοντας στη διάθεσή του το δικόγραφο τη
έφεσης, που ισχυρίζεται ότι είχε συντάξει. Μάλιστα, όπως αναφέρει η αποφαση, η δικηγόρος,
θα κατέθετε την έφεση την τελευταία ημέρα της τριακονθήμερης προθεσμίας,
γεγονός που σημαίνει ότι αυτή δεν προέβη έγκαιρα, όπως όφειλε, στη συνετή και
άκρως επιμελή ενέργεια, της συντάξεως της εφέσεως, ώστε να κατατεθεί το ένδικο
μέσο όχι την τελευταία ημέρα της προθεσμίας αλλά κατά το χρονικό διάστημα πριν
από αυτήν, κατά το οποίο (διάστημα) άλλωστε δεν προέκυψε οποιοδήποτε πρόβλημά
της. Επομένως ελλείπει εν προκειμένω το ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως
που δεν μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα επιμέλειας και σύνεσης. [6]
Γενικά η νομολογία απορρίπτει επικαλούμενους λόγους ανωτέρας
βίας συνιστάμενους σε «πταίσμα του πληρεξούσιου δικηγόρου».(αποχή δικηγόρων,
αδυναμία του δικηγόρου να βρίσκεται στο δικαστήριο κλπ.)[7]
Αντιθέτως, σε ανακοπή ερημοδικίας επί απόφασης διαζυγίου, το
δικαστήριο δέχθηκε το λόγο ανωτέρας βίας της ανακόπτουσας, το οποίο συνίστατο
στο γεγονός ότι ο αντίδικος σύζυγός της την είχε διαβεβαιώσει προ της
δικασίμου, ότι δεν επρόκειτο να προχωρήσει στη συζήτηση της αγωγής του και έτσι
γι` αυτόν τον λόγο η ίδια δεν παρέστη στο Δικαστήριο, δεν εξουσιοδότησε
δικηγόρο, για να την εκπροσωπήσει στην δίκη εκείνη και να ασκήσει ανταγωγή
καθώς και δεν αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του ενάγοντος.[8]
Δικονομική Ανωτέρα Βία και Κορωνοϊός
Η επίκληση της πανδημίας του κορωνοϊού, ή κάποιου γεγονότος που συνδέεται με αυτή ή με περιοριστικά μέτρα που έχουν τεθεί προς αντιμετώπιση του covid19 ως λόγου ανώτερης βίας, δεν φαίνεται κατ’ αρχήν δόκιμη. Ιδίως σήμερα, σχεδόν 8 μήνες μετά την έναρξη εξάπλωσης του ιού και τη λήψη των περιοριστικών μέτρων, η ανατροπή που έφερε ο covid19 στην καθημερινή δραστηριότητα των ανθρώπων θεωρείται παγιωμένη. Αποτέλεσμα αυτού είναι να είναι δυσαπόδεικτο στο πλαίσιο της δίκης το ανυπαίτιο και απρόβλεπτο του γεγονότος , ομοίως δε δυσχερές είναι να αποδειχθεί ότι το επικαλούμενο γεγονός δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Η έκτακτη περίσταση έχει πλέον χαρακτηριστικά μονιμότητας, προβλεψιμότητας αλλά και έντονης δημοσιότητας που μάλλον αυξάνουν την απαίτηση για επιμέλεια και προνοητικότητα. Δεν αποκλείεται πάντως να αποδείξει και να πείσει το δικαστήριο ο διάδικος, ο οποίος επικαλείται ανωτέρα βία συνδεόμενη με κάποια εξατομικευμένη περίσταση ως αποτέλεσμα των μέτρων για την πανδημία, ότι δικαιούται μιας δεύτερης ευκαιρίας στην άσκηση των δικονομικών του δικαιωμάτων.
Σχόλια