Της Ευλαμπίας Τσολάκη, Δικηγόρου
Σημ.: Το άρθρο επαναδημοσιεύεται με τη διευκρίνιση ότι προστέθηκαν ορισμένες διασαφήσεις που κρίθηκαν αναγκαίες, αλλά κατά τα άλλα διατηρεί την αρχική μορφή του χωρίς να έχει επικαιροποιηθεί με βάση τα γεγονότα που έλαβαν χώρα και τα επιχειρήματα που προστέθηκαν στο δημόσιο διάλογο εν τω μεταξύ.
Τα σημεία των καιρών δείχνουν ότι η πανδημία του κορωνοϊού
συνοδεύεται από μία όλο και βαθύτερη δικαιοκρατική πτώχευση, μία εκδήλωση της
οποίας αποτελεί και η υπ’ αρίθμ.1029/8/ 18 (ΦΕΚ 5046 Β΄/14.11.2020) απόφαση του
Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία εκδόθηκε δυνάμει της νομοθετικής
εξουσιοδότησης του άρθρου 68 § 2 Π.Ν.Π. 4683/2020. Με βάση αυτή, απαγορεύτηκαν
όλες οι δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις στο σύνολο της Επικράτειας καθ’ όλο το
χρονικό διάστημα από την 15η Νοεμβρίου 2020 και ώρα 06.00΄μέχρι την
18η Νοεμβρίου 2020 και ώρα 21.00΄, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα
(4) ή και περισσότερα άτομα με την απειλή επιβολής κυρώσεων. Ο δικαιολογητικός
λόγος της παραπάνω καθολικής και απόλυτης απαγόρευσης εντοπίζεται στην
προστασία της δημόσιας υγείας από τη μετάδοση του κορωνοϊού, η οποία φαίνεται
ότι έχει αναζωπυρωθεί τον τελευταίο καιρό στην πατρίδα μας με αποτέλεσμα τον
κίνδυνο απώλειας ανθρωπίνων ζωών και τον κορεσμό του ελληνικού δημοσίου
συστήματος υγείας. Ωστόσο, το αμείλικτο ερώτημα που έθεσε είναι πρόδηλο και
συνοψίζεται στο κατά πόσο μία απαγόρευση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι με
σκοπό την αποτροπή του εορτασμού μίας μεγάλης ημέρας για την Ελληνική
Δημοκρατία, δηλαδή της επετείου της 17ης Νοεμβρίου, είναι συμβατή με
τη συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας των συναθροίσεων που κατοχυρώνεται
στο άρθρο 11 § 1και 2 Συντ.. Σύμφωνα με αυτό, «1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα.
2. Μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία.
Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της
αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη
δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος
ορίζει». Ενόψει και της λεκτικής εκφοράς της διάταξης, στην αναφυόμενη
προβληματική υπολανθάνουν δύο σκέλη. Κατά πρώτον, εάν εν προκειμένω συνέτρεχε
πράγματι ένας συνταγματικά επιτρεπτός λόγος απαγόρευσης in abstracto και κατά
δεύτερον, για την περίπτωση καταφατικής απάντησης, κατά πόσο η εξεταζόμενη
απαγόρευση σέβεται τους φραγμούς που τίθενται από το Σύνταγμα για να είναι
ανεκτή in concreto. Με άλλα λόγια, όπως
είθισται να λέγεται στη γενική θεωρία των Συνταγματικών Ελευθεριών, εάν δηλαδή
τηρούνται οι λεγόμενοι «περιορισμοί των περιορισμών» των συνταγματικών
δικαιωμάτων, οι οποίοι και εγγυώνται ότι οι όποιοι φραγμοί στην άσκηση τους δεν
καθιστούν κενή κανονιστικού περιεχομένου την αναγνώρισή τους. Παρά το γεγονός
ότι πρόκειται για ένα θέμα με πολλές πτυχές έτσι ώστε η ανάπτυξή του να μην
είναι δυνατόν να εξαντληθεί στις ελάχιστες γραμμές ενός σχολίου, στη θέση αυτή
θα αρκεσθούμε στην καταγραφή μερικών ευσύνοπτων παρατηρήσεων. Ειδικότερα:
Κατά πρώτον, αναφορικά με το πρώτο σκέλος του ζητήματος, αν
δηλαδή υφίσταται in abstracto ένας λόγος που να δικαιολογεί την τιθέμενη απαγόρευση, δεν
αντέχει σοβαρή αμφισβήτηση το αδήριτο γεγονός ότι ο κορωνοϊός, ο οποίος
αποτελεί για την παγκόσμια ιατρική κοινότητα έναν κατά το μάλλον άγνωστο και
γι’ αυτό αστάθμητο παράγοντα προσβολής της υγείας του ανθρώπινου οργανισμού,
θέτει ύψιστο ζήτημα δημόσιας υγείας και ως εκ τούτου δημόσιας ασφάλειας ενόψει
του, εκ του αποτελέσματος απ’ ό, τι φαίνεται, ευχερούς τρόπου μετάδοσής του.
Από την άποψη αυτή, αυτό σημαίνει ότι περιορισμοί δε δύνανται απλώς, αλλά θα
πρέπει να επιβληθούν για την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη προστασία της
υγείας του γενικού πληθυσμού, δηλαδή της δημόσιας υγείας. Αυτή η παραδοχή, η
οποία θα πρέπει τουλάχιστον ύστερα από οκτώ μήνες που έχει ενσκήψει η πανδημία
στη διεθνή κοινότητα, να αποτελεί τη λογική αφετηρία κάθε συζήτησης, μας
εισάγει με τον τρόπο αυτό, κατά δεύτερο, στο πραγματικό διακύβευμα που
μονοπωλεί τις συζητήσεις σε όλο τον κόσμο πια με αφορμή τον τρόπο οργάνωσης της
ζωής των κοινωνιών στην «κορωνοπληττόμενη» εποχή που διανύουμε, δηλαδή στο εάν
οι περιορισμοί που τίθενται στην άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών
γενικά και στην εξεταζόμενη περίπτωση της ελευθερίας του συνέρχεσθαι
συμβιβάζονται με τη συνταγματική δικαιοταξία. Στην ελληνική νομική επιστήμη, η
απάντηση στο μείζον αυτό ζητούμενο δίδεται κατά κύριο λόγο με βάση τρία
κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία για να γίνει ανεκτός ο περιορισμός ενός
συνταγματικός δικαιώματος και ελευθερίας θα πρέπει να είναι (α) ειδικός, δηλαδή
να προκύπτει από την εφαρμογή συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης, (β) να
τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και (γ) να μην προσβάλει τον απαραβίαστο
πυρήνα του δικαιώματος. Εν προκειμένω, το πρόκριμα της ειδικότητας συντρέχει
αναμφίλεκτα αφού επιτρέπεται ρητά, όπως ήδη εκτέθηκε, η οριοθέτηση της
ελευθερίας των συναθροίσεων για λόγους δημόσιας ασφάλειας, οι οποίοι στην
εξεταζόμενη περίπτωση συγκεκριμενοποιούνται στην αναντίρρητη ανάγκη προστασίας
της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, στην ερμηνευόμενη διάταξη του άρθρου 11 § 2 Συντ.
ο όρος της ειδικότητας διαλαμβάνει και μία άλλη διάσταση, κατά την οποία όπως
έχει ήδη παρατηρηθεί[1]
και γίνεται δεκτό και από την επιστημονική ερμηνεία[2]
αναφέρεται στη συλλήβδην απαγόρευση- και ως προς αυτό το στοιχείο
χαρακτηρίζεται από την απαιτούμενη από την προαναφερθείσα ρύθμιση
γενικότητα-μίας ad hoc συνάθροισης. Δηλαδή, με άλλα λόγια, επιτρέπεται να
απαγορευθεί γενικά μία συγκεκριμένη συγκέντρωση που έχει εξαγγελθεί ότι θα
λάβει χώρα σε ορισμένο τόπο και χρόνο με ένα ορισμένο περιεχόμενο. Με γνώμονα
την παραδοχή αυτή, προκύπτει εξ αντιδιαστολής ότι δεν επιτρέπεται με μία
διοικητική «μονοκοντυλιά» να εισαχθεί ένας φραγμός με καθολικό χαρακτήρα, ο οποίος δηλαδή να αφορά καθολικά κάθε δημόσια
υπαίθρια συνάθροιση σε όλη την ελληνική επικράτεια, όπως όμως ακριβώς έχει
συμβεί και εν προκειμένω. Ωστόσο, επειδή η προελαύνουσα πανδημία έχει θανατηφόρες
συνέπειες που εκδηλώνονται καθημερινά, δε θα επιμείνουμε σε αυτό το σημείο, το
οποίο ενόψει και λόγω της ιδιάζουσας συνθήκης που αντιμετωπίζουμε μπορεί να
θεωρηθεί ότι έχει κυρίως διαδικαστικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου δεν ενισχύει
τον επί της ουσίας δημόσιο διάλογο που λαμβάνει χώρα, επιφυλασσόμενοι να
σχολιάσουμε βραχυλογικά τη ρητή συνταγματική απαίτηση περί του αιτιολογημένου
της σχετικής απαγορευτικής απόφασης στη συνέχεια κατά την εξέταση των άλλων δύο
κριτηρίων[3]. Άλλωστε, κατά την
άποψή μας, η διαλεκτική ανταλλαγή των επιχειρημάτων σε αυτή την κομβική στιγμή θα
πρέπει να διεξάγεται γύρω από το φλέγον θέμα του επιτρεπόμενου ουσιαστικού ορίου του τιθέμενου
περιορισμού, όπου τίθεται η όλη ουσία του ζητήματος. Ακριβώς, αυτό το θέμα
τέμνεται όταν η συγκεκριμένη απαγόρευση εξετάζεται υπό το πρίσμα της αρχής της
αναλογικότητας, η οποία ως γνωστόν αναλύεται σε τρεις επιμέρους αρχές, την αρχή
της καταλληλότητας, της αναγκαιότητας και τη στάθμιση κόστους- οφέλους. Έτσι,
θα πρέπει να διερευνηθεί αν ο φραγμός που τέθηκε στην άσκηση του δικαιώματος
του συνερχεσθαι είναι κατάλληλος και αναγκαίος για την ανάσχεση της
πανδημίας καθώς και εάν η ζημία από την
επιβολή του είναι κατώτερη από το προσδοκώμενο όφελος. Από την άποψη αυτή,
η καταλληλότητα της απαγόρευσης, η οποία σκοπό έχει να αποτρέψει το συγχρωτισμό
των πολιτών που θεωρείται ο βασικός τρόπος μετάδοσής του, δεν αμφισβητείται.
Ωστόσο, αυτό που ερίζεται έντονα και φρονούμε δικαιολογημένα, είναι η
αναγκαιότητά του μέτρου υπό την έννοια του κατά πόσο ήταν αναγκαίο σε μία
επέτειο μάλιστα με τόσο σημαντικό ιδεολογικό πολιτικό φορτίο, όπως ο εορτασμός
της 17ης Νοεμβρίου, να υιοθετηθεί το δρακόντειο μέτρο της ουσιαστικά
καθολικής και απόλυτης απαγόρευσης των συναθροίσεων. Στη θέση αυτή, θα πρέπει
να υπογραμμισθεί ότι μπορεί να γίνει και
αντιληπτό και κατανοητό και αποδεκτό και σεβαστό ότι μέσα στην παρούσα συνθήκη δεν μπορούν να καταστούν
ανεκτές μαζικές συναθροίσεις, οι οποίες εν τοις πράγμασι θα λειτουργούσαν σαν
ένας σπινθήρας για την ανεξέλεγκτη μετάδοση του κορωνοϊού με επιζήμιες
συνέπειες για την υγεία της κοινωνίας των πολιτών, διότι σε τελική ανάλυση μέσα
στο πλαίσιό τους δεν μπορεί να τηρηθεί ένα από τα κυριότερα μέτρα πρόληψης,
δηλαδή η ευλαβική τήρηση των αναγκαίων αποστάσεων μεταξύ των συμμετεχόντων.
Εντούτοις, εγείρεται μία εύλογη απορία για την κατηγορηματική υπαγωγή στη
συγκεκριμένη απαγόρευση ακόμη και των εκπροσώπων των αναγνωριζομένων από την
ελληνική πολιτεία επίσημων πολιτικών φορέων, οι οποίοι εκδήλωσαν την πρόθεσή
τους να προβούν σε συμβολικές μόνο ενέργειες για να τιμήσουν τη μεγάλη εθνική
επέτειο με περιορισμένο αριθμό συμμετεχόντων, που θα υπερβαίνουν πάντως το
απαγορευτικό όριο των τεσσάρων προσώπων ανά συνάθροιση, υπό τον απαράβατο όρο
του απαρέγκλιτου σεβασμού όλων των μέτρων υγιεινής που έχουν συσταθεί από τους
ειδικούς επιστήμονες. Υποστηρίζεται, βέβαια, ότι η αναγκαιότητα του χαρακτήρα
του μέτρου δικαιολογείται, για την ακρίβεια αιτιολογείται ειδικά, από την
ομόφωνη γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας. Εντούτοις, αυτή, και εάν
πράγματι υφίσταται, ανεξάρτητα από το όποιο περιεχόμενό της, εγείρει
δικαιολογημένα απορίες για την πλήρη αντίφαση της πολιτείας να επιτρέπει
συλλήβδην συναθροίσεις για άλλους λόγους, όχι δηλαδή για την έκφραση του
φρονήματος των προσώπων που λαμβάνουν μέρος σε αυτή, οπότε εκφεύγουν από το
προστατευτικό πεδίο του άρθρου 11 Συντ., όπως για παράδειγμα συνέβη με την
περίπτωση των μαθητών που τους επιβλήθηκε να συγχρωτίζονται μεταξύ τους κατά τη
διάρκεια των μαθημάτων με μέγιστο όριο τα είκοσι πέντε άτομα και σε κάθε
περίπτωση με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, όπου μάλιστα οι πολίτες εξακολουθούν να
υπερσυνωστίζονται καθημερινά και ανεξέλεγκτα με πληρότητα πολύ ανώτερη των
τεσσάρων ατόμων. Η δε όψιμη ανακοίνωση περί του κλεισίματος συγκεκριμένων
σταθμών του Μετρό ειδικά στο κέντρο της Αθήνας την 17η Νοεμβρίου δεν
επηρεάζει την προσέγγιση αυτή διότι προφανώς τίθεται για λόγους προστασίας της
δημόσιας τάξης και όχι ασφαλώς της δημόσιας υγείας, όπως μαρτυρεί η γεωγραφική
οριοθέτηση του μέτρου στην περιοχή του κέντρου. Άλλωστε, σε κάθε αντίθετη
περίπτωση, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι στο Μετρό ευνοείται η μετάδοση του
κορωνοϊού αποκλειστικά κατά την εορτή της επετείου του Πολυτεχνείου, κάτι που
λογικά δεν ευσταθεί. Κατά συνέπεια, ενόψει των παραπάνω, προκύπτει ότι η όποια
αιτιολογία δεν αρκεί μονάχα να είναι ειδική,
αλλά επιπλέον επιβάλλεται να είναι και πειστική,
γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει ότι θα πρέπει να στοιχίζεται με τις
επιταγές της κοινής λογικής και κατά συνέπεια να μην περιέχει προδήλως άλματα ή
αντινομίες στην υιοθετούμενη συλλογιστική που δε δικαιολογούνται. Διαφορετικά,
εύλογα μπορεί να υιοθετηθεί το συμπέρασμα ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση η
έννοια της συνάθροισης και του επιτρεπτού της χαρακτήρα αντιμετωπίζεται α λα
καρτ από το κράτος με κριτήριο στην πραγματικότητα όχι την προστασία της
δημόσιας υγείας, αλλά τη δραστηριότητα που εκδηλώνεται έτσι ώστε να
στοιχειοθετείται η υπόθεση ότι η επίκληση της προάσπισης του δημόσιου αγαθού
της υγείας γίνεται προσχηματικά, δηλαδή κατά κατάχρηση της κανονιστικής
αρμοδιότητας της διοίκησης. Το πόρισμα αυτό επιρρωνύεται, εάν αναλογιστεί
κανείς ότι οι επίσημοι πολιτικοί φορείς της αντιπολίτευσης δεν ισχυρίστηκαν, εξ
όσων γνωρίζουμε, ότι θα υλοποιήσουν μαζικές συναθροίσεις, αλλά ότι απλώς
ολιγομελείς αντιπροσωπείες τους θα αρκεσθούν προκειμένου να τιμήσουν την Ιερή
Μνήμη της επετείου του Πολυτεχνείου σε ορισμένες συμβολικές ενέργειες με έμφαση
στην πιστή τήρηση όλων των αναγκαίων μέτρων υγιεινής και ασφάλειας. Κατά
συνέπεια, και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί επιστημονικά
η στάθμιση κόστους-οφέλους ούτε για την επιβαλλόμενη απαγόρευση που εξετάζεται
ούτε και για το δεύτερο lockdown που επιβλήθηκε πρόσφατα διότι, όπως ομολογεί η επιστημονική
κοινότητα δεν έχουν γίνει επιδημιολογικές μελέτες, γεγονός εξαιρετικά λυπηρό
ύστερα από οκτώ μήνες ταλαιπωρίας από την πανδημία και χωρίς ένα συγκεκριμένο
χρονικό ορίζοντα εξόδου από αυτή, στην υπό κρίση τουλάχιστον περίπτωση θα
πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιβαλλόμενη απαγόρευση δεν μπορεί να κριθεί
αναγκαία. Και αυτό συμβαίνει διότι οι πολιτικοί φορείς, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις
τους, δε θα κάνουν τίποτα περισσότερο απ’ ό, τι καθημερινά συμβαίνει κατά τη
χρήση ΜΜΜ, αλλά αντίθετα θα προβούν σε μεμονωμένες ενέργειες που ποσοτικά και
ποιοτικά συνεπάγονται σημαντικά κατώτερη διακινδύνευση για τη δημόσια υγεία.
Άλλωστε, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας ως το πλέον δίκαιο μέτρο
για τον έλεγχο των περιορισμών που επιβάλλει η διοίκηση ή ο νομοθέτης στην
άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών έχει τις ρίζες της στο
γερμανικό διοικητικό δίκαιο και ειδικότερα στο αστυνομικό δίκαιο, στο πλαίσιο
του οποίου πρεσβεύεται, ορθά κατά την άποψή μας, ότι αυτή έχει μία αρνητική
χροιά με την έννοια ότι οι όποιοι φραγμοί επί της αρχής δεν επιτρέπονται παρά
στο βαθμό που είναι απαραίτητοι για τη διασφάλιση της ελευθερίας του συνόλου,
της δημόσιας τάξης και ασφάλειας[4].
Στο πλαίσιο αυτό, έχει μείνει στην ιστορία η περίφημη φράση του Walter Jellinek ότι «δεν πρέπει η αστυνομία να κυνηγάει τα
σπουργίτια με κανόνια»[5],
η οποία φρονούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση εκφράζει πλήρως την εξεταζόμενη
συνθήκη διότι, ενόψει και των παραπάνω επισημάνσεων, καμία χρεία δε φαίνεται να
υπάρχει στο να παρεμποδιστούν οι πολιτικοί φορείς στη διενέργεια των άκρως
συμβολικών εκδηλώσεων που γνωστοποίησαν με τον τρόπο που επιφυλάχθηκαν ότι θα
το πράξουν. Σε κάθε περίπτωση, η κατηγορηματική και αδιάκριτη απόρριψη της
πρωτοβουλίας τους δε συνιστά περιορισμό αλλά πλήρη αποκλεισμό από την άσκησή
της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και ως εκ τούτου αναιρεί τελικά και τον πυρήνα
της, ο οποίος για να γίνει ανεκτός ο όποιος φραγμός θα πρέπει να μένει
απαραβίαστος.
Εν κατακλείδι, η όλη συζήτηση φρονούμε ότι έχει και μία άλλη
διάσταση που υπερβαίνει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και αναφέρεται στην εκπλήρωση
της αποστολής των πολιτικών κομμάτων, ιδίως στις συνθήκες της έμμεσης
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Οι αναγνωρισμένοι από το κράτος πολιτικοί φορείς
αποτελούν τους εντολείς του ελληνικού λαού και με την άσκηση του θεσμικού τους
ρόλου οστεώνουν στην πράξη τη θεμελιώδη για το πολίτευμά μας δημοκρατική αρχή
και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρ. 1 Συντ.). Κατά συνέπεια, από τη
σκοπιά αυτή, ειδικά σε περιστάσεις που ο λαός παρεμποδίζεται στην άσκηση
βασικών ατομικών ελευθεριών του, όπως εν προκειμένω, οφείλουν κατά μείζονα λόγο
να επιτελούν το ρόλο τους, εκφράζοντας το φρόνημα των πολιτών με τις
προσήκουσες στις ιδιάζουσες περιστάσεις ενέργειες στο όνομα και για λογαριασμό
τους με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη κινητοποίησή τους, με τα χαρακτηριστικά που
επιφυλάχθηκαν ότι θα έχει, να είναι όχι μονάχα συνταγματικά ανεκτή, αλλά και
επιβεβλημένη. Διαφορετικά, και με δεδομένο τον αόριστο στην πραγματικότητα
ορίζοντα απεμπλοκής από το λαβύρινθο της πανδημίας σύμφωνα με την παγκόσμια
επιστημονική κοινότητα, ολισθαίνουμε σε επικίνδυνες ατραπούς για τη δημοκρατία
και την κοινωνία των πολιτών που με όλα τα ληφθέντα μέτρα προφύλαξης απόλλυται
την αίσθηση τόσο του «είναι» όσο και του «ανήκειν», αποπροσωποποιούμενη
ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά, με ολέθριες συνέπειες για το άτομο και την
κοινωνία[6]. Αυτό σημαίνει ότι
θα πρέπει να επινοηθούν τρόποι, έστω και ελάσσονες σε σχέση με την αξία της δια
ζώσης δράσης, προσαρμογής στα νέα δεδομένα χωρίς, όσο είναι εφικτό, τυφλές
απαγορεύσεις διότι όπως πολύ ορθά έχει επισημάνει ο Κάρολος Δαρβίνος «Δεν είναι τα πιο δυνατά είδη που επιβιώνουν
ή τα πιο έξυπνα, αλλά αυτά που ανταποκρίνονται καλύτερα στις αλλαγές». Διαφορετικά,
θα καταστούμε κομπάρσοι στο σενάριο της ζωής μας, σιγοψιθυρίζοντας τους στίχους
του μεγάλου εθνικού μας ποιητή «Άργειε να
’λθει εκείνη η μέρα, και ήταν όλα
σιωπηλά, γιατί τα ΄σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά…Κι ακαρτέρει και
ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά, ένα κτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά».
[1] Βλ. την από 15.11.2020 Ανακοίνωση
της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων σε https://ende. Gr
/%cf%83%cf%85%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b3%ce%bc%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce %b1%cf%80%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%b5%cf%85%cf%83%ce%b7-%cf%83%cf%85
% ce%bd%ce%b1%ce%b8%cf%81%ce%bf%ce%b9%cf%83%ce%b5%cf%89/ (τελευταία πρόσβαση
την 16.11.2020 στις 20.46μ.μ.).
[2] Χρυσόγος-Βλαχόπουλος, Ατομικά και
Κοινωνικά δικαιώματα, σελ.519.
[3]
Βλ. την από 15.11.2020
Απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών
Συλλόγων Ελλάδος σε https://www.dsa.gr/%CE%BD%CE%AD% CE%B1/% CE%B 1%CE %BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%B
D%CF%8E%CF%8 3%CE% B5% C E %B 9%CF%82/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE
%B 7%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84% CE%BF%CE%BD% CE%B9% CF%83 %C F %84% CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B
9%CF%84% CF%81 %C E%BF%CF%80%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BF% CE%BB%CE %B
F%CE%BC%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%84 %CF%89%CE %B D-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CE%B4%CF%81%CF%89%CE%BD-%CF%84%
C F%89% CE%BD-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CE %B3%CE% BF%CF%8 1%CE% B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%BB
(τελευταία πρόσβαση την 16.11.2020 στις 20.53 μ.μ.), η οποία εστιάζει στο θέμα
της ειδικής αιτιολογίας της σχετικής απαγορευτικής απόφασης.
[4] Ζερδελής, Η απόλυση ως ultima ratio, σελ.171.
[5] ibid.
[6]
Βλ. τη συνέντευξη του κυρίου
Ιωάννη Ιωαννίδη, καθηγητή παθολογίας, έρευνας και πολιτικής υγείας,
επιστημονικών δεδομένων και στατιστικής, διευθυντή του κέντρου Metrics στο πανεπιστήμιο Stanford
των Η.Π.Α., στο δημοσιογράφο κύριο Γεώργιο Σαχίνη στην εκπομπή
«Αντιθέσεις», η οποία μεταδίδεται από το Κρήτη TV, που με τους πλούσιους
προβληματισμούς που τίθενται εμπλουτίζουν το σχετικό δημόσιο διάλογο σε https://www.youtube.com/watch?v=5txdE8mpH0g&t=4293s (τελευταία πρόσβαση κατά την 23.11.2020
και 10.41 π.μ.).
Σχόλια