Η ποινική μεταχείριση της πλαστογραφίας πιστοποιητικών που αφορούν πρόσληψη ή ανέλιξη σε θέση εργασίας, υπό το πρίσμα του νέου Ποινικού Κώδικα (άρθρο 217 Π.Κ, νέα παράγραφος 3)
του Ηρακλή Μουράβα, Δικηγόρου
Με τη θέσπιση του νέου Ποινικού κώδικα μέσω του Ν. 4619/2019
μεταξύ των υπολοίπων τροποποιήσεων που επέφερε η εν λόγω νομοθετική μεταβολή,
προστέθηκε και νέα παράγραφος στο άρθρο 217 που αφορά την πλαστογραφία
πιστοποιητικών.
Πιο συγκεκριμένα η
παρ. 3 του ως άνω άρθρου ορίζει ότι «Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος καταρτίζει
πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων και δεξιοτήτων, ή νοθεύει
γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να
διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό
τομέα»
Η παραπάνω νέα
διάταξη επιχειρεί να επιλύσει ένα έντονο κοινωνικό ζήτημα που αναφέρεται στην
πλαστογραφία πιστοποιητικών με σκοπό τη διάπραξη της λεγόμενης «απάτης περί την
πρόσληψη».
Το εν λόγω έγκλημα
που τυποποιείται στην συγκεκριμένη διάταξη είναι έγκλημα πολύτροπο καθόσον για
την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασής του μπορεί να συντελέσουν πολλοί
τρόποι. Είναι σύνηθες στην πράξη κάποιος προκειμένου να καταλάβει μια θέση
εργασίας ή να ανελιχθεί βαθμολογικά και μισθολογικά σε μία ήδη υπάρχουσα θέση
που έχει καταλάβει να χρησιμοποιήσει πολλά αθέμιτα και παράνομα μέσα ως προς το
σκοπό αυτό προκειμένου να εξαπατήσει τις επιτροπές ή τον εργοδότη του με
παράσταση ψευδών πιστοποιητικών που απαιτούνται ως αληθινών με σκοπό να
καταλάβει μια θέση που θα του διασφαλίσει επαγγελματική και μισθολογική
σταθερότητα ή ανέλιξη.
Λ.χ έχει συμβεί στο
παρελθόν ανατρέχοντας και στη νομολογία κάποιος να καταρτίσει εξ αρχής ένα
πλαστό πιστοποιητικό πτυχίου ή μεταπτυχιακού τίτλου, να αλλάξει ονοματεπώνυμο
σε ήδη υπάρχον πτυχίο άλλου δηλαδή να νοθεύσει ένα γνήσιο έγγραφο, να αλλάξει
ημερομηνία σε βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά αν για μια συγκεκριμένη προκήρυξη
απαιτείται συγκεκριμένη χρονολογία λήψης των εν λόγω πιστοποιητικών και με
οποιονδήποτε άλλο τρόπο να εξαπατήσει τις αρχές με ψευδείς δεξιότητες ή γνώσεις
τις οποίες δεν διαθέτει ούτε κατέχει, οι οποίες είναι απαραίτητες για την
κατάληψη της εν λόγω θέσης.
Μέχρι και τη θέσπιση
της νέας διάταξης, τα δικαστήρια στην πληθώρα των σχετικών περιπτώσεων που
προέκυψαν, επέδειξαν αυστηρή στάση τιμωρώντας τους υπαιτίους για κακουργηματική
απάτη σε συρροή με κακουργηματική πλαστογραφία και μάλιστα με τις επιβαρυντικές
περιστάσεις του δρακόντειου Ν.1608/1950 (Βλ. ενδεικτ. Συμβ. ΕΦ. Αθ. 1956/2017,
Συμβ. Εφ. Πατρ. 146/2016). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη των υπαιτίων σε
πολυετείς ποινές κάθειρξης.
Με τη νέα ρύθμιση
της παρ. 3 του άρθρου 217 Π.Κ το αδίκημα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών για
τον ως άνω σκοπό θα τιμωρείται πλέον σε βαθμό πλημμελήματος, καθώς η πράξη της
συγκεκριμένης μορφής πλαστογραφίας υποβαθμίζεται σε πλημμέλημα που τιμωρείται
με φυλάκιση έως πέντε έτη. Τούτο ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματική
ηθικοκοινωνική απαξία της πράξης.[1] Συνεπώς
σύμφωνα με το άρθρο 111 Π.Κ το εν λόγω έγκλημα υπόκειται σε πενταετή παραγραφή.
Αυτό όμως που
απομένει να διευκρινιστεί κατόπιν της νέας ρύθμισης του άρθρου 217 Π.Κ είναι αν
συνεχίζει να υφίσταται αληθινή συρροή των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και της
απάτης, όπως σχεδόν πάγια δέχεται η νομολογία και δεν υφίσταται απορρόφηση του
ενός εγκλήματος από το άλλο και κατ΄ επέκταση συγχώνευση ποινών.
Είναι γεγονός πως η νομολογία δέχεται ως
αυτοτελή και τα δύο εγκλήματα καθόσον τόσο η πλαστογραφία όσο και η απάτη
εδράζονται σε διαφορετικά περιστατικά, επειδή η επίτευξη της παραπλάνησης
και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανούμενου ή του τρίτου ενώ αποτελούν
στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης δεν αποτελούν
και αντίστοιχα στοιχεία ή επιβαρυντική περίσταση ή αναγκαίο μέσο της
πλαστογραφίας (Α.Π 238/2000).
Θα μπορούσε κάποιος
να διατυπώσει την άποψη ότι έτσι όπως έχει διατυπωθεί η εν λόγω διάταξη η
πλαστογραφία πιστοποιητικών με σκοπό την κατάληψη μιας θέσης εργασίας ή τη
μισθολογική προαγωγή αποτελεί ιδιώνυμο έγκλημα και τιμωρείται αυτοτελώς μόνο
από αυτή τη διάταξη χωρίς να συρρέει με την απάτη. Όμως με αυτή την άποψη
τίθεται εν αμφιβόλω η πάγια θέση της Νομολογίας του Α.Π που ορθώς κατά τη γνώμη
του γράφοντος διακρίνει δύο αυτοτελή αδικήματα τόσο της απάτης όσο και της
πλαστογραφίας στο συγκεκριμένο ζήτημα που τιμωρούνται με δύο αυτοτελείς ποινές.
Στην πορεία θα
φανεί η τάση της νομολογίας με τα νέα δεδομένα της εν λόγω διάταξης αλλά σε
κάθε περίπτωση ως προς την τελική ποινή που θα επιβληθεί στους υπαιτίους της
πλαστογραφίας πιστοποιητικών σε αληθινή συρροή με το αδίκημα της απάτης, θα
πρέπει να λαμβάνονται και κάποιοι άλλοι παράγοντες υπ’ όψιν από το δικαστήριο.
Ενδεικτικά θα πρέπει αξιολογείται κατά περίπτωση η εκάστοτε ποινική απαξία του
εν λόγω αδικήματος με βάση γεγονότα όπως σε ποιο βαθμό υπάρχει πρόθεση απάτης
και παράσταση ψευδών γεγονότων.
Είναι αυτονόητο ότι
διαφορετική ποινική απαξία έχει η παρουσίαση ενός πλαστού πτυχίου σε κάποιον
που δεν έχει φοιτήσει ούτε περατώσει μια σχολή, διαφορετική ποινική απαξία έχει
όταν κάποιος παρουσιάσει μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σπουδών που ο ίδιος
ούτε καν φοίτησε στο εν λόγω τμήμα και παραποίησε έγγραφο άλλου και άλλη
ποινική απαξία έχει κάποιος να είναι ήδη υποψήφιος μεταπτυχιακός διπλωματούχος
ή υποψήφιος διδάκτορας και απομένουν
τυπικές διαδικασίες προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του κατά το χρόνο
μιας προκήρυξης και να παρουσιάσει το προσόν του ως ήδη κατακτημένο. Επίσης αν
κάποιος έχει όλα τα τυπικά προσόντα σε έγγραφα και παραποιήσει την ηλικία του
κατά ένα έτος, όταν απαιτείται όριο ηλικίας με σκοπό να εξαπατήσει τις
επιτροπές δεν έχει την ίδια ποινική απαξία με το να εμπνευστεί κάποιος προσόντα
που δεν υπάρχουν με πρόθεση εξαπάτησης για την κατάληψη μιας θέσης.
Τέλος το κατά πόσο
κρίσιμο είναι το μέρος της πλαστογραφίας για την κατάκτηση μιας θέσης και το
πόσο μετράει σε συγκεκριμένο διαγωνισμό ή προκήρυξη το προσόν που επηρεάζει η
πλαστογραφία και το τι αποτέλεσμα θα έχει σε συνδυασμό και με το αν και κατά
πόσο έβλαψε κάποιον η συγκεκριμένη πλαστογραφία ή σε ποια αξία αποτιμάται η βλάβη,
είναι παράγοντες που το δικαστήριο θα πρέπει να τους λάβει υπ’ όψιν για την
απόφασή του επί της ποινής. Αν μια πλαστογραφία είναι χωρίς αντίκρισμα και δεν
συνδέεται άμεσα με ζημία καλόπιστου τρίτου ή με προσπορισμό παράνομου και
σημαντικού οφέλους για τον υπαίτιο που τη διέπραξε τότε θα ήταν ορθότερο ως
προς την επιμέτρηση της ποινής να κριθεί επιεικέστερα ο υπαίτιος της πράξης.
[1] Βλ.
Αριστ. Χαραλαμπάκης , Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Συνοπτική Ερμηνεία κατ΄άρθρο του
Ν.4619/2019, 2 η έκδοση,
Νομική Βιβλιοθήκη, 2020
Σχόλια