Πτώχευση μικρού αντικειμένου (κατά τον Ν. 4738/2020)

Της Χριστίνας Δεστούνη, Δικηγόρου

Με τον Ν. 4738/2020 αναμορφώνεται το πλαίσιο αντιμετώπισης της οικονομικής αδυναμίας, της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών και της απαλλαγής των οφειλετών από  χρέη. Η υπερχρέωση των πολιτών αποτελεί σημαντικό ζήτημα με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις.  Η διευκόλυνση απαλλαγής από τα χρέη αποσκοπεί στην επιστροφή του οφειλέτη στην αγορά εργασίας, στην κοινωνική και οικονομική επανένταξή του ,χωρίς των βάρος των οικονομικών υποχρεώσεων τις οποίες αδυνατούσε να εξυπηρετήσει.

Στο έκτο μέρος του δεύτερου βιβλίου του Ν. 4738/2020 ρυθμίζεται η διαδικασία πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου. Κατά το άρθρο 78 παραγρ. 2 Ν 4738/2020, μικρού αντικειμένου πτωχεύσεις ορίζονται εκείνες στις οποίες ο οφειλέτης ικανοποιεί ένα από τα κριτήρια προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας του άρθρου 2 Ν.4308/2014. Κατά το άρθρο 2 Ν. 4308/2014, πολύ μικρές οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων): 350.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 700.000 ευρώ.  γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 10 άτομα. Όπως προκύπτει από το άρθρο 78 παραγρ. 2 Ν. 4738/2020, στην πτώχευση μικρού αντικειμένου ο οφειλέτης πρέπει να ικανοποιεί ένα από τα κριτήρια της πολύ μικρής οντότητας.  Στην περίπτωση του φυσικού προσώπου, το κριτήριο που αφορά το ενεργητικό εφαρμόζεται στην περιουσία του προσώπου.

Στην πτώχευση μικρού αντικειμένου εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία (άρθρο 172), έτσι ώστε να κινείται και να περαιώνεται γρήγορα η διαδικασία κήρυξης πτώχευσης. Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη πτώχευσης είναι το Ειρηνοδικείο , στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του, εφόσον δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, ή το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του.

Η αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου υποβάλλεται μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, στο οποίο δημοσιοποιείται για χρονικό διάστημα 30 ημερών. Αν εντός αυτού του χρονικού διαστήματος δεν υποβληθεί παρέμβαση κατά της αίτησης ή υποβληθεί παρέμβαση που αφορά μόνο τον διορισμό συνδίκου, τότε η αίτηση γίνεται δεκτή με μόνη την διαπίστωση παρέλευσης του χρονικού διαστήματος από το πτωχευτικό δικαστήριο. Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο ορίζει εισηγητή. Ο εισηγητής διορίζει σύνδικο, εφόσον δεν προσδιορίζεται στην αίτηση, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καταχώρησης του άρθρου 178. Κατά το άρθρο 178, εφόσον πιθανολογείται ότι τα μη βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη δεν υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, δεν διορίζεται σύνδικος και ο εισηγητής  διατάσσει την καταχώρηση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.

Οι πιστωτές μπορούν να ασκήσουν παρέμβαση είτε κύρια, αν ζητούν την απόρριψη της αίτησης, είτε πρόσθετη, αν παρότι συμφωνούν με την αίτηση, αιτούνται τον διορισμό συνδίκου. Οι παρεμβάσεις υποβάλλονται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Εφόσον υποβληθούν εμπρόθεσμα κύριες παρεμβάσεις, αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων κατατίθενται σε έντυπη μορφή ή ηλεκτρονικά στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, με φροντίδα του επιμελέστερου διαδίκου. Αντίγραφο της αίτησης επιδίδεται με φροντίδα του διαδίκου που επισπεύδει την διαδικασία στα λοιπά διάδικα μέρη εντός 10 εργάσιμων ημερών.  Οι διάδικοι καταθέτουν προτάσεις και τα αποδεικτικά μέσα ενώπιον του δικαστηρίου εντός προθεσμίας 60 ημερών από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης.  Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, παρέχεται πρόσθετη προθεσμία 5 εργάσιμων ημερών σε όλους τους διαδίκους για την κατάθεση προσθήκης- αντίκρουσης. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας προσθήκης, η διαδικασία ολοκληρώνεται. Εντός 2 μηνών εκδίδεται απόφαση.  Εφόσον το δικαστήριο κηρύξει πτώχευση, ορίζει εισηγητή και σύνδικο και προσδιορίζει την ημέρα παύσης πληρωμών.  Κατά το άρθρο 187, οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται μόνο σε έφεση.

Σύμφωνα με το άρθρο 176, τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλλει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τα πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωση υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.  Η επιλεκτική εξυπηρέτηση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών. Παύση πληρωμών μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μιας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής υποχρέωσης.

 Δείτε την αρθρογραφία της Χριστίνας Δεστούνη εδώ

Σχόλια