Η Εκκλησία της Ελλάδος, οι πιστοί και το Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας την εποχή της πανδημίας του κορωνοϊού

Της Ευλαμπίας Τσολάκη, Δικηγόρου

Η μάστιγα του κορωνοϊού σηματοδότησε την έναρξη ενός χρονικού διαστήματος μίας άνευ προηγουμένου υποβάθμισης της προστασίας των συνταγματικά αναγνωριζόμενων ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η οποία σε ομαλές συνθήκες θα ήταν αδιανόητη σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος. Πριν από ένα έτος όποιος τολμούσε να αρθρώσει μία υπόθεση, με βάση την οποία στο βωμό της προστασίας της δημόσιας υγείας θα περιστέλλονταν η φυσική ελευθερία της κίνησης με την απαγόρευση και τον περιορισμό της κυκλοφορίας, η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας υπό την ατομική, κοινωνική και οικονομική της διάσταση με την αναστολή των ανάλογων δραστηριοτήτων, καθώς και η ελευθερία του συνέρχεσθαι με τη συλλήβδην άρση της δυνατότητας πραγματοποίησης συναθροίσεων ακόμη και σε επετείους με ιδιαίτερο εθνικό και κοινωνικό συμβολισμό, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα θεωρούνταν ότι διατυπώνει ένα σενάριο μίας φουτουριστικής δυστοπίας. Ως τέτοιο, μόνο ως χολιγουντιανή ταινία μέσα από το «μαγικό φακό» ενός ευρηματικού σκηνοθέτη και τις ερμηνείες ταλαντούχων ηθοποιών θα μπορούσε να απευθυνθεί στο ευρύτερο κοινό, όπως σε ανύποπτο χρόνο συνέβη με ένα παρεμφερές θεματικό υπόστρωμα, διανθισμένο με αναγκαία για την πλοκή στοιχεία μυθοπλασίας, στην ταινία  «Outbreak» με πρωταγωνιστές τον Dustin Hoffman, τη Renne Rousso και τον Morgan Freeman σε σκηνοθεσία Wolfang Petersen μόλις είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα (1995). Εντούτοις, από το Μάρτιο του 2020 καλούμαστε οι απανταχού κάτοικοι του παγκόσμιου χωριού που διαβιεί σε αυτή τη μικροσκοπική μπαλίτσα του άπειρου σύμπαντος που έχουμε βαφτίσει πλανήτη «γη» να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα ότι το άλλοτε κινηματογραφικό σενάριο που απολαμβάναμε μονάχα για ψυχαγωγία με τη συνοδεία βουνών ποπ-κορν στη βολή του καναπέ μας έχει μετατραπεί στην επ’ αόριστον καθημερινότητά μας με δραματικές επιπτώσεις στο άτομο και την κοινωνία. Σχετικά με την καταλυτική επίδραση της πανδημίας του κορωνοϊού στη δραστική αναδίπλωση του πεδίου προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών κατά έναν ενίοτε χονδροειδέστατο τρόπο με αποτέλεσμα δικαιολογημένα να αμφισβητείται η έκταση και η ένταση των επιβαλλόμενων περιορισμών, έχουν γραφτεί πολλά και αναμφίβολα όσο περνάει ο καιρός θα διατυπώνονται ακόμη περισσότερες αντιρρήσεις. Αυτό συμβαίνει διότι ο κρατικός μηχανισμός, ακόμη και μετά το σοκ της πρώτης επέλασης του ιού, επέλεξε το δρόμο των γενικών και καθολικών απαγορεύσεων, απαγορεύσεων με άλλα λόγια που έχουν κατά κύριο λόγο ποιοτικά και ποσοτικά τυφλό, δηλαδή οριζόντιο χαρακτήρα με συνέπεια στην ουσία de facto να αλώνεται ένας χώρος άλλοτε αδιαπραγμάτευτα ανεμπόδιστης δράσης του ατομικού και συλλογικού υποκειμένου συνήθως χωρίς την απαιτούμενη στοιχειοθέτηση της σαρωτικής αυτής επέμβασης. Έτσι, δεδομένου ότι στο δημόσιο διάλογο έχουν κατατεθεί και αναπτυχθεί διεξοδικά τα όποια νομικά επιχειρήματα για την προβληματική γύρω από τη σύγκρουση της δημόσιας υγείας με άλλα εξ ίσου προστατευόμενα συνταγματικά έννομα αγαθά  εκατέρωθεν των πλευρών και ενόψει του γεγονότος ότι πλησιάζουμε το Δωδεκαήμερο των Εορτών των Χριστουγέννων, το οποίο για την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία που εκφράζει το κυρίαρχο θρήσκευμα για τους Έλληνες πολίτες έχει κορυφαία αξία, σε αυτό το σχόλιο κρίθηκε σκόπιμο να επικεντρωθούμε σε μία επιμέρους πτυχή αυτής της δύσκολης αντιπαράθεσης· σε εκείνη δηλαδή που αναφέρεται στη στάθμιση της δημόσιας υγείας από τη μία μεριά και της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και ιδιαίτερα της θρησκευτικής λατρείας από την άλλη χωρίς να επιμείνουμε στη νομική ανάλυση, επαναλαμβάνοντας τοποθετήσεις που με αυτή ή άλλη παρεμφερή αφορμή στην τρέχουσα περίοδο έχουν εκτεθεί, αλλά επικεντρωνόμενοι στην καταγραφή ορισμένων σκέψεων μας ως πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευομένων οντοτήτων. Άλλωστε, μία τέτοια οπτική φρονούμε ότι ίσως είναι περισσότερο κατάλληλη για να προσπελάσει το ακανθώδες αυτό θέμα καθότι η θρησκεία αφορά τον άνθρωπο ως ολότητα, αγγίζοντας τις εσώτερες υπαρξιακές χορδές και ηθικές πεποιθήσεις του. Ειδικότερα:

Όπως είναι γνωστό, υπό την παρούσα συγκυρία, οι όποιες επιφυλάξεις της πολιτείας αναφέρονται στις εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας στους Ιερούς Ορθόδοξους Ναούς και συγκεκριμενοποιούνται σε δύο βασικά ζητήματα. Το ένα είναι η πάση θυσία αποφυγή του ανεξέλεγκτου συγχρωτισμού στις εκκλησίες που πιθανολογείται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ότι θα παρατηρηθεί κατά τις ημέρες των σπουδαιότερων εορτών της Χριστιανικής Ορθόδοξης Θρησκείας, επιδίωξη που είχε ως συνέπεια το Πάσχα του τρέχοντος έτους οι Ιεροί Ορθόδοξοι Ναοί να μείνουν κλειστοί για το κοινό ενώ επιπλέον σημειωτέον είναι ότι δεν επιτράπηκε ούτε η συμβολική περιφορά του Επιταφίου υπό το φόβο της απεριόριστης προσέλκυσης πιστών κατά τη διέλευσή του. Το άλλο είναι το περιβόητο πια ζήτημα της ενδεχόμενης μετάδοσης του κορωνοϊού μέσω της Θείας Κοινωνίας, η οποία πάντως όταν άνοιξαν τις πόρτες τους οι Ιεροί Ναοί μετά από το πρώτο lockdown που επιβλήθηκε κατά την περασμένη άνοιξη έλαβε χώρα ανεμπόδιστα. Απέναντι σε αυτές τις αιτιάσεις, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τηρεί ενιαία στάση καθότι όσον αφορά την ανάγκη τήρησης προληπτικών μέτρων ατομικής και συλλογικής προστασίας συμπλέει με τις υποδείξεις της πολιτείας ενώ ως προς τη Θεία Κοινωνία, η οποία αποτελεί ένα από τα υψηλότερα Μυστήρια της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, επικαλείται τον αυτοδιοίκητο χαρακτήρα της οργάνωσής της και δε διαπραγματεύεται τη διενέργειά της. Βέβαια, ενόψει της απροσδόκητης, απ’ ό, τι τουλάχιστον αποδεικνύεται για τον επίσημο κρατικό μηχανισμό, σφοδρότητας του δευτέρου κύματος του κορωνοϊού που διατρέχει τη χώρα με σχεδόν εκατό νεκρούς καθημερινά τον τελευταίο καιρό και σε κάθε περίπτωση ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας να καρκινοβατεί, κατά τις δραματικές καταγγελίες του ίδιου του υγειονομικού προσωπικού, μπορεί να γίνει ευχερώς κατανοητό ότι τα προαναφερθέντα θέματα συνιστούν τα βασικά σημεία τριβής πολιτείας και Εκκλησίας που φαίνεται ότι θα προδιαγράψουν και την τελική απόφαση για το εάν και υπό ποίους όρους θα ανοίξουν οι ναοί τις πόρτες τους προκειμένου να υποδεχθούν τους πιστούς στις θρησκευτικές λατρευτικές εκδηλώσεις του Δωδεκαημέρου. Για την ακρίβεια, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, κι αν η συνεννόηση για το θέμα της λήψης μέτρων αποφυγής του συγχρωτισμού φαίνεται επί της αρχής εφικτή, μία τέτοια προοπτική φαντάζει επί του παρόντος δυσχερής σχετικά με τη διευθέτηση του θέματος της Θείας Κοινωνίας, το οποίο επιπλέον αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό και από μία μερίδα των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα των μη θρησκευομένων. Σχετικά με αυτό, σε αυτή τη θέση, απεκδυόμενοι το μανδύα του νομικού επιστήμονα, ο οποίος άλλωστε σιωπεί μπροστά σε ζητήματα Πίστεως αφού όπως λέει και ο ποιητής στους Χαιρετισμούς της Παναγίας «Ρήτορας πολυφθόγγους, ως ιχθύας αφώνους, ορώμεν επί σοι Θεοτόκε· απορούσι γαρ λέγειν το πώς και Παρθένος μένεις και τεκείν ίσχυσας· ημείς  δε το μυστήριον θαυμάζοντες, πιστώς βοώμεν· Χαίρε σοφίας Θεού δοχείον· Χαίρε προνοίας αυτού ταμείον· Χαίρε φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα· Χαίρε τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα· Χαίρε ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί· Χαίρε ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί…», θα διατυπώσουμε ορισμένες επισημάνσεις, οι οποίες δύναται βάσιμα να υποτεθεί ότι εκφράζουν το μέσο χριστιανό ορθόδοξο που διάγει έναν κατά το κοινώς λεγόμενο κοσμικό βίο, υπό την έννοια ότι ούτε μετέχει σε ένα μοναστικό σχήμα ούτε και κατέχει ειδική θεολογική κατάρτιση. Συγκεκριμένα:

Η βασική γραμμή άμυνας της Εκκλησίας αναφορικά με τον αδιαπραγμάτευτο συλλήβδην χαρακτήρα της Θείας Κοινωνίας είναι ότι η Τελευταία λαμβάνει χώρα «εις ίασιν ψυχής τε και σώματος» και συνεπώς δε νοείται ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ένας πρόσφορος φορέας μετάδοσης του κορωνοϊού[1]. Εν προκειμένω, το πραγματιστικό επιχείρημα που αυτόματα αρθρώνεται σε αυτή την προσέγγιση είναι ότι αν επιμείνουμε στην κυριολεκτική ανάλυση της παραπάνω φράσης, θα έπρεπε η Θεία Κοινωνία να αποτελεί μέσο ίασης των ασθενειών του θνητού μας σώματος, κάτι που όπως γνωρίζουμε όμως δε συμβαίνει. Η διαπίστωση αυτή, κατά την αντίληψή μας, συνηγορεί στο ότι το σημασιολογικό φορτίο της προαναφερθείσας έκφρασης συναρτάται νοηματικά με όλο το οικοδόμημα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, τελικός στόχος της οποίας είναι η προετοιμασία μας ως ψυχοσωματικής ενότητας για την κατάκτηση της λεγόμενης αιώνιας ζωής, της ζωής δηλαδή που θα απολαύσουμε μετά το θάνατό της χοϊκής μας ύπαρξής και τη μετάβασή μας στο χώρο της Αθανασίας. Όπως περιγράφει με γλαφυρότητα και ο πατέρας Νικόλαος Χατζηνικολάου, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής[2] «το σώμα, όσο ο άνθρωπος είναι εν ζωή,[εννοείται η Εκκλησία]το βλέπει ως θυσιαστήριο. Γι’ αυτό και η βάναυση επέμβαση επάνω του και η υποταγή του στις ορμές που δουλώνουν το αυτεξούσιο, δηλώνουν ασέβεια και αποτελούν βεβήλωση και αμαρτία. Η συντήρηση και τροφοδοσία του γίνεται πάντοτε με προσευχή-προσευχές της τραπέζης-η φροντίδα της υγείας του που συνδυάζεται με μυστήριο-το ευχέλαιο-, η αναπαραγωγή του με άλλο μυστήριο-το γάμο-και τέλος ο εξαγιασμός του επιτυγχάνεται με την μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού. Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός σ’ αυτό. Το λείψανό αποτελεί την ανάμνηση μίας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο-της σωτηρίας της ψυχής-και την υπόμνηση μίας άλλης που τώρα ʺαγνώστωςʺ συνεχίζεται έξω από αυτό-της δόξης, της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την ʺετέρα μορφή τουʺ (Μάρκος ιστ΄ 12), την αναμόρφωσή του ʺεις το αρχαίον κάλλοςʺ. Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αίσθημα ιερό. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς»[3]. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, άλλωστε, «Σας βεβαιώνω αν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μετοχή στη ζωή. Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή παντοτινή, κι εγώ θα τον αναστήσω την εσχάτη ημέρα. Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινό ποτό. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου είναι ενωμένος μαζί μου, κι εγώ μ’αυτόν. Ο Πατέρας, η πηγή της ζωής, με έστειλε, κι εγώ ζω εξ αιτίας του. Έτσι, κι αυτός που τρώει εμένα θα ζήσει εξ αιτίας μου. Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε πραγματικά από τον ουρανό, κι όχι το μάννα που έφαγαν οι πατέρες σας κι όμως πέθαναν· εκείνος που τρώει αυτόν τον άρτο θα ζήσει για πάντα» (6, 53-59). Με άλλα λόγια, ο χριστιανός ορθόδοξος θεωρείται ότι κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού προετοιμάζει τον εαυτό του για τη μεγάλη στιγμή της Κρίσεως, όπου θα αποφασιστεί κατά πόσο μέσα από το βίο του κατά το σύντομο πέρασμά του από την εφήμερη αυτή ζωή κατέστη άξιος με το σωματικό και πνευματικό του αγώνα να συμμετάσχει τελικά στην Αθάνατη ζωή.  Έτσι, η παραπάνω οπτική παρίσταται δογματικά συνεπέστερη ενώ καθίσταται και πρακτικά η ενδεδειγμένη διότι θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι η Θεία Κοινωνία όχι μονάχα δε συνιστά το μέσο ίασης των όποιων ασθενειών των κοινών πιστών, αλλά ούτε καν και των ίδιων των Αγίων της Εκκλησίας. Δε θα πρέπει να λησμονείται ότι πολλοί από αυτούς, εάν όχι οι περισσότεροι, υπέφεραν από σοβαρές και χρόνιες σωματικές ασθένειες, για τις οποίες μάλιστα ευγνωμονούσαν το Θεό διότι τις αντιμετώπιζαν ως μέσο εγγύτερης προσέγγισής του και όχι ως ένα κολασμό ο οποίος τους επιβλήθηκε από Αυτόν. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να ενθυμούμαστε ότι ο σκοπός της κατά Χριστόν ζωής, όπως τουλάχιστον διδασκόμαστε από τα κατά καιρούς κηρύγματα των μελών του κλήρου και του μοναχισμού, δεν είναι να διάγουμε μία ζωή «χαρισάμενη», αλλά μία ζωή διηθημένη στις αρετές του χριστιανικού ήθους, υπομένοντας μάλιστα καρτερικά τις κακουχίες της ζωής, των ασθενειών συμπεριλαμβανομένων, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως η καλύτερη άσκηση για την κατάκτηση της υπομονής που θεωρείται βασικό χαρακτηριστικό του ιδεοτυπικού χριστιανού ορθοδόξου. Περαιτέρω, εξ ίσου απορριπτέα, είναι και μία άλλη πεποίθηση που καλλιεργείται σε πολλούς πιστούς αναφορικά με μία «ανθρωποκεντρική», ας μας επιτραπεί η έκφραση, θαυματουργική ιδιότητα της Θείας Ευχαριστίας, σύμφωνα με την οποία η μετατροπή του Άρτου και του Οίνου σε Σώμα και Αίμα του Ιησού Χριστού, κατά τη συντέλεση του Μυστηρίου της Θείας Κοινωνίας, «εμποδίζει» τη μετάδοση του κορωνοϊού εν είδει θαύματος. Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή, κατά την ταπεινή μας γνώμη, αποδίδει μία ανθρωπομορφική προσέγγιση του Μυστηρίου της Θείας Μετάληψης και για το λόγο αυτό θα αποτολμήσουμε να πούμε ότι είναι αρκετά υπεροπτική για να εκφράζει μία αλήθεια της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας. Παρά το γεγονός ότι η τελευταία, ως γνωστόν, δέχεται ότι στο όνομα της Πίστεως συντελούνται θαύματα, τα οποία άλλωστε αποτελούσαν και ένα βασικό μέσο κατήχησης του ίδιου του Ιησού Χριστού, ωστόσο την ίδια στιγμή δεν πρέπει να λησμονείται ότι το «πότε» και το «πώς» θα λάβουν χώρα αυτά το καθορίζει μονάχα ο Θεός και όχι οι άνθρωποι, οι οποίοι δεν μπορούν να ελέγξουν ούτε μία τρίχα της κεφαλής τους, σε αντίθεση με Αυτόν που τις έχει μετρημένες, (Κατά Ματθαίον 10, 30-31), πολλώ δε μάλλον δε δύνανται να υπαγορεύσουν στο Θεό εάν, πότε και τι θαύμα θα κάνει. Έτσι, από αναρίθμητες αφηγήσεις μαθαίνουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που για δεκαετίες προσεύχονται για ένα θαύμα που δε συμβαίνει ποτέ ενώ την ίδια στιγμή θαύματα γίνονται σε ανθρώπους που δεν πίστευαν μέχρι τη στιγμή της συντέλεσής τους. Εκτός αυτού, μία τέτοια πεποίθηση ότι δηλαδή ο Θεός επειδή κοινωνούμε «θα κάνει το θαύμα του και δε θα επιτρέψει τη μετάδοση του κορωνοϊού δια της Θείας Μεταλήψεως σε εμάς ειδικά», η οποία μάλιστα προβάλλεται ως ακλόνητη πίστη, στην ουσία της εμπεριέχει μία έμμεση, αλλά σαφή αμφισβήτηση του Θεού του τύπου «αν είσαι πράγματι Θεός, θα κάνεις αυτό το Θαύμα», αντίληψη που γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός απέρριψε δια ροπάλου, όπως διαβάζουμε στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (3, 5-7). Πιο ειδικά, κατά τους πειρασμούς που δοκίμασαν ακόμη και τον Ιησού Χριστό, ενόψει της ανθρώπινης υπόστασής του, αναφέρεται ότι ο διάβολος Τον οδήγησε στην αγία πόλη, την Ιερουσαλήμ, και τον έστησε στο πιο ψηλό μέρος του ναού, λέγοντάς του «Αν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω· γιατί η Γραφή λέει: Θα δώσει εντολή για σένα στους αγγέλους του/ και θα σε σηκώσουν στα χέρια τους/ για να μη σκοντάφτει σε πέτρα το πόδι σου», οπότε ο Ιησούς του αποκρίθηκε «Αλλού όμως λέει η Γραφή: δεν πρέπει να βάζεις σε δοκιμασία τον Κύριο, τον Θεό σου». Μήπως δεν μπορούσε ο Χριστός να αποστομώσει το διάβολο; Ασφαλώς, και το ερώτημα είναι ρητορικό. Προδήλως και μπορούσε, αλλά αρνήθηκε να γίνει παίγνιό του, ενδεχομένως διότι η απαίτηση συντέλεσης ενός θαύματος αναφορικά μάλιστα με μία πράξη ωμής πρόκλησης θέτει υπό αίρεση την παντοδυναμία του Θεού και ως εκ τούτου την πίστη μας σε Αυτόν ενώ άλλωστε ο Θεός δε δέχεται εντολές από κανέναν και άρα ούτε και τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος υπόκειται στις εντολές του Θεού. Με λίγα λόγια, στην Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία εάν ένα πράγμα διδασκόμαστε είναι ότι τα θαύματα δε γίνονται κατ’ επιλογή των ανθρώπων και μάλιστα κατά «μαζική παραγγελία», αλλά υλοποιούνται κατά τη βούληση του Θεού, την οποία οι άνθρωποι αγνοούμε. Η έννοια ενός Θεού-«διανομέα θαυμάτων», ντελίβερι αγγλιστί, είναι παντελώς ξένη με την αλήθεια της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης. Από το σημείο αυτό και πέρα, κατά τη γνώμη μας, μία περαιτέρω  προέκταση της αβάσιμης με βάση τις παραπάνω αιτιάσεις θεώρησης ότι η Θεία Κοινωνία αποτρέπει τη μετάδοση του κορωνοϊού είναι η πεποίθηση ότι εντός του Ιερού Ναού δεν είναι δυνατόν να υπάρξει επιμόλυνση, η οποία είναι αυταπόδεικτο ότι ανήκει στη σφαίρα της λαϊκής δοξασίας διότι ο υλικός χώρος της εκκλησίας από πουθενά δεν προεξοφλείται ότι αποτελεί μία «covid-free» ζώνη για τους παρευρισκόμενους πιστούς δεδομένου ότι όπως προεκτέθηκε οι ασθένειες από θεολογική άποψη όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται ως ένα δυστύχημα, αλλά θεωρούνται ένα ευτύχημα. Έχει μείνει ως μία από τις σημαντικότερες πνευματικές παρακαταθήκες του, η φράση του Αγίου της σύγχρονης εποχής μας, του Οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη[4], ότι «πονάω πολύ, υποφέρω, αλλά είναι πολύ ωραία η αρρώστιά μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χριστού…Η αρρώστιά μου είναι μία ιδιαίτερη εύνοια του Θεού, που με καλεί να μπω στο μυστήριο της αγάπης Του και με τη δική Του τη χάρη να προσπαθήσω ν’ανταποκριθώ…». Στην ίδια γραμμή λογικής, απορριπτέο είναι και το διαδεδομένο επιχείρημα ότι για αιώνες οι πιστοί συνέρρεαν στις εκκλησίες και κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων «χωρίς να πάθουν τίποτα» διότι όχι μονάχα δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό στοιχείο που να υποστηρίζει τη βασιμότητα του, αλλά τουναντίον οι εκατόμβες νεκρών, όταν υπήρχαν επιδημίες, διακινδυνεύουν μάλλον την υψηλή πιθανολόγηση της διαμετρικά αντίθετης υπόθεσης. Εν  τοιαύτη περιπτώσει, λόγω της χαμηλής επιστημονικής στάθμης, εάν όχι ανύπαρκτης, των περασμένων αυτών εποχών, όσο δεν υπάρχει θετική απόδειξη για τη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών μέσω της Θείας Κοινωνίας εντός των λατρευτικών χώρων τότε, άλλο τόσο δεν υφίσταται θετική απόδειξη για μη μετάδοσή τους με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το τι συνέβαινε και τι όχι με συνέπεια η σχετική ρητορική να είναι φανερό ότι απογυμνώνεται, καταλήγοντας μία κοινή σοφιστεία.

 Ωστόσο, εύλογα στο σημείο αυτό μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί κατά πόσο σήμερα που η επιστήμη έχει προοδεύσει τόσο,έχει εκπονηθεί μία έρευνα που να επιβεβαιώνει θετικά την υπόθεση της επιμόλυνσης με κορωνοϊό δια της Θείας Κοινωνίας; Η ερώτηση, εξ όσων γνωρίζουμε, είναι αρνητική, όχι όμως μόνο σχετικά με το θέμα αυτό, αλλά γενικότερα στην Ελλάδα παρατηρείται ότι δεν έχει διενεργηθεί μία επίσημη επιδημιολογική έρευνα συλλήβδην και για το λόγο αυτό άλλωστε η πολιτεία ψέγεται ότι προβαίνει στην υιοθέτηση τυφλών, δηλαδή ισοπεδωτικών, με άλλα λόγια γενικών και καθολικών απαγορεύσεων χωρίς καμία ιδιαίτερη αιτιολόγηση και ειδική στόχευση. Αν και το έλλειμμα αυτό συνιστά μία κρίσιμη παράμετρο από ιατρική και κατ’ επέκταση νομική σκοπιά, για την οικονομία της σύντομης πραγμάτευσης της προβληματικής στις λιγοστές γραμμές του παρόντος σχολίου, θα το αντιπαρέλθουμε αναγόμενοι στις βασικές υποδείξεις της επιστημονικής κοινότητας ότι ένας βασικός τρόπος μετάδοσης του κορωνοϊού είναι μέσω σταγονιδίων που προέρχονται από το στόμα του ανθρώπου, γεγονός εξ αιτίας του οποίου άλλωστε η χρήση μάσκας κατέστη υποχρεωτική τόσο σε εξωτερικούς όσο και σε εσωτερικούς δημόσιους χώρους. Υπό αυτό το πρίσμα, γίνεται αντιληπτό ότι είναι δυσχερές να μη δεχτούμε ότι υφίσταται ένας σημαντικός βαθμός πιθανολόγησης ότι ο κορωνοϊός μεταδίδεται με τη Θεία Κοινωνία από τη στιγμή που οι πιστοί κοινωνούν από την ίδια λαβίδα. Η τελευταία, όμως, παρατήρηση φωτίζει το κυριότερο σημείο του όλου προβλήματος, το οποίο συγχρόνως και το οριοθετεί ότι δηλαδή η μετάδοση του κορωνοϊού δεν ευνοείται από τη Θεία Κοινωνία per se, αλλά από τη διαδικασία συντέλεσής της δια της χρήσης κοινού σκεύους. Κατά την έκφραση του Αρχιεπίσκοπου Αμερικής, Ελπιδοφόρου[5] «δεν είναι ο τρόπος που λαμβάνουμε τη Θεία Κοινωνία, αλλά είναι η Θεία Κοινωνία καθ’ εαυτήν που μας σώζει και μας χαρίζει αιώνια ζωή». Για το λόγο αυτό, φρονούμε ότι η ψύχραιμη και απροκατάληπτη αντιμετώπιση του ζητήματος από την Αρχιεπισκοπή της Αμερικής με τη χρήση λαβίδων μίας χρήσης, πρακτική η οποία επιτράπηκε από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως προσωρινά για την αντιμετώπιση του προβλήματος της πανδημίας κατά την «ποιμαντική ευαισθησία, ευθύνη και σύνεση» των ιερέων της Διασποράς[6], είναι ενδεικνυόμενο να υιοθετηθεί σε αυτή την κρίσιμη καμπή για την προάσπιση της δημόσιας υγείας και στη χώρα μας υπό τον όρο ότι θα τύχει ανάλογης έγκρισης[7]. Διαφορετικά φοβούμαι ότι ομοιάζουμε με τον αρχισυνάγωγο που κατακρίνει υποκριτικά τον Ιησού που επιτελεί τη θαυματουργή θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας κατά την ημέρα της εβραϊκής αργίας του Σαββάτου, εμμένοντας μονολιθικά στον τύπο και αγνοώντας το πνεύμα των Θείων Εντολών (Κατά Λουκάν, 13, 10-17). Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο ξεκαθαρίζει ότι «Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο· όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο» (2, 27). Όπως επισημάνθηκε στη Θεία Λειτουργία της μόλις περασμένης Κυριακής (06.12.2020) και από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος[8] «όπως ο αρχισυνάγωγος, κάποτε έχουμε την αίσθηση ότι κατέχουμε την αλήθεια και φτάνουμε στο σημείο να διεκδικούμε για τους εαυτούς μας τον ρόλο του δικηγόρου του Θεού, τον ρόλο του σταυροφόρου υπερασπιστή των ʺδικαίωνʺ του Θεού έναντι όλων των άλλων. Βάζουμε δυσβάστακτα φορτία στους ώμους των ανθρώπων, για να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας. Και όταν μας υποδεικνύεται από το Θεό με διάφορους τρόπους ότι η πορεία μας δεν είναι σωστή, είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε και τον ίδιο το Θεό. Διεκδικούμε το ρόλο του μεγάλου ʺΙεροεξεταστήʺ (Ντοστογιέφσκι) που θέλει να διορθώσει τον Θεό και την Εκκλησία και νομίζουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια με το φαρισαϊσμό μας». Επομένως, συγκεφαλαιώνοντας, ούτε ο αριθμός των κρουσμάτων και των θανάτων σε συνδυασμό με τη συντριπτική πίεση που δέχεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας στην Ελλάδα ούτε οι διδαχές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης αφήνουν περιθώρια για την υιοθέτηση επιχειρημάτων και επικράτηση απόψεων περί της ανθρωποκεντρικής θαυματουργικής επίδρασης της Θείας Κοινωνίας διότι αυτές οι πεποιθήσεις ούτως ή άλλως είναι, όπως παραπάνω εκτέθηκε, ασθενείς και με επιστημονικά και με θρησκευτικά κριτήρια.  

Περαιτέρω, ενόψει και λόγω της κρισιμότητας της υγειονομικής κατάστασης, φρονούμε ότι τα μέτρα ατομικής και συλλογικής προστασίας με σκοπό την αποτροπή του συγχρωτισμού στους Ιερούς Ναούς θα πρέπει να τηρηθούν με ευλάβεια ανάλογη με την επιδεικνυόμενη κατά τις λατρευτικές τελετές, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι επιβάλλεται να αναθεωρηθούν ριζικά κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η απαρέγκλιτη πειθαρχία στην τήρησή τους. Το ζητούμενο αυτό απαιτεί αυστηρή αυτοεπιτήρηση της συμμόρφωσης με τα επιβαλλόμενα μέτρα από κάθε ναό και numerus clausus πιστών για κάθε Θεία Λειτουργία διότι διαφορετικά είναι αδύνατον σε εορταστικές τελετές να αποτραπεί ο συγχρωτισμός. Έτσι, προκειμένου να διασφαλισθεί η επιτυχία του στόχου αυτού και συγχρόνως να μην υπάρξουν αποκλεισμοί πιστών από τις λατρευτικές εκδηλώσεις είναι κατά την κρίση μας προτιμητέο να οργανωθούν διαδοχικές Θείες Λειτουργίες, ανάλογα με τον επιτρεπόμενο αριθμό πιστών για κάθε λατρευτικό χώρο σύμφωνα με τη χωρητικότητά του, οι οποίες θα διενεργούνται με μία ικανή χρονική απόσταση αναμεταξύ τους που θα επιτρέπει τον αερισμό του και την αποχώρηση και προσέλευση του κόσμου χωρίς να παρατηρείται συνωστισμός ενώ η συμμετοχή θα εξασφαλίζεται ύστερα από τηλεφωνική ή διαδικτυακή δήλωση στον εκάστοτε Ιερό Ναό ούτως ώστε να συμπληρώνεται ο ανώτατος αριθμός προσώπων.  

Εν κατακλείδι, μία πρώτη αποτίμηση της πρωτόγνωρης κατάστασης που έχουμε περιέλθει εξ αιτίας της πανδημίας κρίνεται αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της και οδηγεί αναπόφευκτα στην παραδοχή της σοβαρότητας της υγειονομικής κρίσης που διερχόμαστε, η οποία ωστόσο δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να επιτρέψουμε να παγώσει τη ζωή μας στο «στοπ-καρέ» της αρχής της λαίλαπας του κορωνοϊού, αλλά αντίθετα οφείλουμε να συνεχίσουμε το βιορυθμό μας, προσαρμοζόμενοι σε ένα διαφορετικό βηματισμό, ο οποίος πάντως θα αφήνει ελεύθερο το απαραίτητο οξυγόνο για να συνεχίσουμε να αναπνέουμε, να ζούμε. Ειρήσθω εν παρόδω, δεδομένης της διαμονοποίησης που τυγχάνει τελευταία η διατύπωση διαφορετικής άποψης, ότι δεν ανήκουμε σε κανένα κίνημα αρνητών του ιού ή/και των μέτρων ασφαλείας για τη διασφάλιση της ατομικής και δημόσιας υγείας. Απλώς, συμφωνούμε με τον Ηράκλειτο, ο οποίος πολύ πρώιμα σε μία εποχή μάλιστα τεχνολογικής στατικότητας συγκριτικά με τη σημερινή, σίγουρα πάντως όχι και πνευματικής στειρότητος, διαπίστωνε ότι «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Εντούτοις, έως τώρα, ο κρατικός μηχανισμός φαίνεται να αρνείται αυτή την προσέγγιση, ακολουθώντας τη διχαστική λογική του «άσπρο-μαύρο» με αποτέλεσμα να παραπαίουμε στο ακραίο δίπολο της απόλυτης χαλαρότητας, «σαν να μην τρέχει τίποτα» και της δρακόντειας αυστηρότητας, «σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου», λογική η οποία τελικά αποτελεί τον προθάλαμο απόλυτων μέτρων που απαξιώνουν βασικές ανάγκες και εκδηλώσεις των ανθρώπων ως ατόμων και ως μελών του κοινωνικού συνόλου και τελικά τους μετατρέπουν σε εργαλεία άσκησης μίας πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας κατά τρόπο ασύμβατο με το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τέτοιες ρυθμίσεις μπορούσαν να γίνουν κατανοητές, βέβαια, κατά την έναρξη της κρίσης του κορωνοϊού για το λόγο ότι όλα τα κρίσιμα γι’ αυτόν στοιχεία ήταν παντελώς άγνωστα, στο παρόν στάδιο, όμως, δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει η ίδια ανοχή διότι η πολιτεία όφειλε να συνεργαστεί εποικοδομητικά με την επιστημονική κοινότητα για την εξεύρεση και εφαρμογή όσο το δυνατόν πιο στοχευμένων λύσεων που θα επιτρέπουν τον περιορισμό όχι όμως και την πλήρη αναίρεση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως γίναμε μάρτυρες να συμβαίνει τον τελευταίο καιρό ειδικά με την ιδιαίτερα «ενοχλητική» για την πολιτική εξουσία ελευθερία του συνέρχεσθαι. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι σε ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου, όπως επαίρεται η ελληνική πολιτεία ότι αποτελεί, η τελευταία δεν υποχρεούται μονάχα να απέχει από αυθαίρετες επεμβάσεις στο χώρο ελευθερίας του ατομικού και συλλογικού υποκειμένου, αλλά επιπλέον επιβάλλεται και να ενεργεί θετικά με τη λήψη κάθε απαραίτητου μέτρου έτσι ώστε να καταστήσει πρακτικά δυνατή την ουσιαστική απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στο Σύνταγμα προκειμένου αυτά να αποκτούν πρακτικό περιεχόμενο και να μην καθίστανται κενά περιεχομένου. Ακριβώς, αυτό το ρόλο παρέλειψε να ασκήσει με την απαιτούμενη επάρκεια η ελληνική πολιτεία μέχρι τώρα, όπως αποδεικνύεται και από το παράδειγμα των θρησκευτικών εκδηλώσεων της Ορθόδοξης Χριστιανικής θρησκείας που απαγορεύτηκαν ήδη μία φορά ολοκληρωτικά το Πάσχα του τρέχοντος έτους χωρίς την προσπάθεια για την υιοθέτηση «λειτουργικών» λύσεων, στις οποίες δε συγκαταλέγουμε την ενδιάμεση ανάμεσα στα δύο lockdown επαναλειτουργία των Ιερών Ναών διότι στο πλαίσιο της η πιστή τήρηση των μέτρων ασφαλείας από υποχρεωτική κατέστη de facto προαιρετική, προλειαίνοντας το έδαφος για την απόλυτη απαγόρευση που επιβλήθηκε ξανά. Βέβαια, σε αυτό μάλλον συνετέλεσαν σημαντικά και οι ακραίες θέσεις ορισμένων ιερέων που με την αντίληψή τους ότι οι πιστοί στις εκκλησίες έτσι ή αλλιώς είναι προστατευμένοι από τον κορωνοϊό ελέω Θεού, η οποία πάνω-κάτω κινείται στον άξονα που λίγο παραπάνω παρουσιάστηκε, εν τοις πράγμασι καλούσαν το ποίμνιο σε περιφρόνηση των μέτρων ατομικής και συλλογικής προστασίας. Έτσι, στο πλαίσιο των υπερβολών της πολιτείας και της Εκκλησίας, της απολυτότητας δηλαδή που πραγματικά περίσσεψε ένθεν κακείθεν, το αποτέλεσμα είναι ότι επί του παρόντος οι απλοί χριστιανοί ορθόδοξοι αυτής της χώρας αναμένουν αμήχανα τι καπνός θα βγει από το «κονκλάβιο» της κοσμικής και της πνευματικής μας ηγεσίας για να μάθουν εάν κατά τη θρησκευτική εορτή των Χριστουγέννων, του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων θα μπορέσουν να παρευρεθούν στις λατρευτικές εκδηλώσεις ενώ σημειωτέον είναι ότι δεν έχουν καμία αμφιβολία ότι μπορούν να επικεντρωθούν στα χριστουγεννιάτικα ψώνια και καλλωπισμό, ενέργειες που κατά τη χριστιανική διδασκαλία είναι αξιοσημείωτο ότι θεωρούνται αποπροσανατολισμός και νόθευση του πνευματικού μηνύματος των Αγίων Ημερών. Έτσι, χωρίς να έχουμε πρόβλημα με την εμπορική κίνηση που ζωοδοτεί την βαρέως ασθμαίνουσα οικονομία της κοινωνίας, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι λαμβάνει χώρα με τρόπο που δε θέτει σε δυσανάλογο κίνδυνο τη δημόσια υγεία, φρονούμε ότι η άκαμπτη στάση ορισμένων μελών του κλήρου, η οποία δε φαίνεται να έχει κιόλας ένα θεολογικό βάθος, με τον τρόπο τουλάχιστον που το αντιλαμβάνεται ο μέσος χριστιανός ορθόδοξος, τελικά συμβάλλει στην πλήρη εκκοσμίκευση των Αγίων Εορτών της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας και την αποξένωση του ποιμνίου από την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Ευχόμαστε η Κοινή Λογική, η οποία για ακόμη μία φορά αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο κοινή, να επικρατήσει και στη θέση των ακραίων θέσεων να υιοθετηθεί η μεσότητα, η οποία υπαγορεύει την επαναλειτουργία των Ιερών Ναών με την υιοθέτηση, ευλαβική τήρηση και αυστηρή αυτοεπιτήρηση των απαιτούμενων προσαρμογών. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι κατά τον Αριστοτέλη, το μέσο ενσαρκώνει τη δικαιοσύνη διότι κείται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη[9] καθότι «και ο άδικος δια μέσου της αδικίας κατέχει περισσότερα, αλλά και ο αδικούμενος λόγω της αδικίας κατέχει λιγότερα».   

*Ο τίτλος αποτελεί μία παράφραση του τίτλου της αμερικάνικης σειράς «Moonlighting» (1985-1989), η οποία αποδόθηκε στα ελληνικά με τον τίτλο «Αυτός, Αυτή και τα Μυστήρια» ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι πλαισιώθηκε με το ομώνυμο τραγούδι «Moonlighting» που συνδέθηκε αναπόσπαστα  με τη μοναδική ερμηνεία του Al Jarreau. Εορταστικές ημέρες που έρχονται, το αφιερώνουμε εγκάρδια στους αναγνώστες που μας συντροφεύουν καθότι ανεξάρτητα από τη θέση που υιοθετεί ο καθένας ο κριτικός στοχασμός είναι το κοινό όχημα που μοιραζόμαστε στις νομικές διαδρομές που ακολουθούμε.  

**Η Ευλαμπία Τσολάκη είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ΜΔΕ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ LL.M. in Transnational and European Commercial Law, Mediation, Arbitration and Energy Law of International Hellenic University (IHU) & Υποψήφια Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.

Δείτε την αρθρογραφία της Ευλαμπίας Τσολάκη εδώ


[1] Ανδρουτσόπουλος, Θεία Κοινωνιά και Κορωνοϊός, σε https://www.kathimerini.gr/opinion/5611 68352 /theia-koinonia-kai-koronoios/ (τελευταία πρόσβαση 08.12.2020 και 19.33 μ.μ.).

[2] Βλ. π. Νικόλαος Χατζηνικολάου, Ταφή ή καύση; Αμετάκλητη λήθη ή αιώνια μνήμη; σε http://users .uoa.gr /~ nektar/orthodoxy/tributes/nikolaos/burial-burning1.htm (τελευταία πρόσβαση 09.12.2020 την 9.15 π.μ.).

[3] Η έμφαση προστέθηκε από τη συντάκτρια του παρόντος σχολίου.

[4] Βλ. https://choratouaxoritou.gr/?p=52336 (τελευταία πρόσβαση την 09.12.2020 την 10.15 π.μ.).

[5] Βλ. https://www.lifo.gr/now/world/287709/ipa-arxiepiskopos-elpidoforos-me-lavides-mias-xrisis-ple on-i-theia-koinonia (τελευταία πρόσβαση την 09.12.2020 την 01.56π.μ.).

[6] Βλ. το σοφά «ζυγισμένο» από 25.06.2020 Ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε https://w ww.Goarchorg/-/ecu me nical-patriarchate-communique (τελευταία πρόσβαση την 08.12.2020 την 23.20 μ.μ.).

[7] Βλ. έτσι και Ανδρουτσόπουλος, ό.π.

[8] http://apostoliki-diakonia.gr/gr_main/fk/2020/49_2020.pdf (τελευταία πρόσβαση την 09.12.2020 την 11.46π.μ.).

[9] Βλ. για ευσύνοπτη παρουσίαση της άποψής του σε Α.Γεωργιάδη, Τι είναι δίκαιο; (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2018), σελ.59 και την παραπομπή.9 σε Ηθικά Νικομάχεια (1193b).

Σχόλια