Υπογραφή δικογράφου αγωγής από συνταξιούχο δικαστικό λειτουργό - Απαράδεκτη αγωγή αποζημίωσης κατά του ΕΦΚΑ λόγω μη υπογραφής της από δικηγόρο
Διοικ. Πρωτοδικείο Αθηνών (Μον.) Αριθμός Απόφασης 12236/2020: Υπογραφή δικογράφου αγωγής από συνταξιούχο δικαστικό λειτουργό. Απαράδεκτη η αγωγή αποζημίωσης κατά του ΕΦΚΑ με την οποία ζητείται ποσό που αντιστοιχεί σε περικοπές σε σύνταξη πρώην δικαστικής λειτουργού συνεπεία εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4093/2012, λόγω μη υπογραφής του οικείου δικογράφου από δικηγόρο.
«Επειδή, από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι τα δικόγραφα που απευθύνονται στα Διοικητικά Δικαστήρια και δεν εμπίπτουν στις ρητώς οριζόμενες από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας εξαιρέσεις πρέπει να υπογράφονται από δικηγόρο. Η έλλειψη υπογραφής δικηγόρου επί του δικογράφου συνεπάγεται την ακυρότητα του, επιφέρει την απόρριψη του σχετικού ένδικου βοηθήματος ή μέσου ως απαράδεκτου, το ελάττωμα δε αυτό εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (πρβλ. ΔΕΠειρ 1201/2020, 1558/2018, ΔΕΑ 939 - 944/2018, 2447 - 2448/2016).
Εξάλλου, οι ανωτέρω διατάξεις (των άρθρων 45 και 46 του ΚΔιοικΔικ), που επιβάλλουν την υποχρεωτική (επί ποινή απαραδέκτου) υπογραφή του εισαγωγικού δικογράφου από δικηγόρο καθώς και την αντίστοιχη υποχρεωτική δια δικηγόρου παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση, αποσκοπούν στο να τίθενται με πρόσφορο τρόπο υπόψη του Δικαστηρίου τα νομικά ζητήματα που αποτελούν το αντικείμενο της δίκης, προς το συμφέρον τόσο των ίδιων των διαδίκων όσο και της εν γένει απονομής της δικαιοσύνης. Άλλωστε, με τις διατάξεις αυτές δεν περιορίζεται και δη ουσιωδώς, η ευχέρεια προσφυγής στο δικαστήριο, εφόσον με τις διατάξεις περί ευεργετήματος πενίας, εξασφαλίζεται ακόμη και στους πένητες διαδίκους η αναγκαία συνδρομή δικηγόρου.
Υπό τα δεδομένα αυτά, οι πιο πάνω ρυθμίσεις δεν αντίκειται στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις με τις οποίες κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ειδικότερα στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της κυρωθείσας με το Ν.Δ. 53/1974 (Α' 256) Σύμβασης της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Τούτο δε διότι, από τις διατάξεις αυτές δεν αποκλείεται στον κοινό νομοθέτη να υπαγάγει την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος σε περιορισμούς που, όπως οι ως άνω, συνάπτονται με την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν αναιρούν την ουσία του δικαιώματος (πρβλ. ΣτΕ 1858/2015 ολομ., 1376/2013 ολομ., 1677/2016 επταμ., 2814, 3351/2012, ΔΕΑ 939 - 944/2018, 2130 - 2131/2008).
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αγωγή υπογράφεται μόνο από την ενάγουσα, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε στο προοίμιο της παρούσας, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Επίσης, η ενάγουσα έχει αναγράψει στο τέλος της κρινόμενης αγωγής ότι «[δ]εν απαιτείται εν προκειμένω η υπογραφή του κρινόμενου δικογράφου από δικηγόρο (άρθρα 27 παρ.2 περ. β' και 45 παρ. 5 ΚΔιοικΔικ.)», στο δε προοίμιο του οικείου δικογράφου έχει αναγράψει τα εξής: «ΑΓΩΓΗ (άρθρου 7 ν. 702/1977, διαφορές ασφαλιστικές, για τις μειώσεις συντάξεων των νόμων 3863/2010 και 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012)».
Επειδή, βάσει των ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις που παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, όπως ερμηνεύτηκαν, αλλά και το γεγονός ότι το κρινόμενο ένδικο βοήθημα συνιστά αγωγή, με την οποία επιδιώκεται να αποκατασταθεί, με βάση τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., η ζημία που υποστηρίζει ότι υπέστη η ενάγουσα από τις παράνομες ενέργειες που αποδίδει στα όργανα του εναγόμενου (βλ. σχετ. την πρώτη σκέψη της παρούσας), το Δικαστήριο κρίνει ότι με το αντικείμενο αυτό, η κρινόμενη αγωγή δεν αφορά διαφορά περί την κοινωνική ασφάλιση, δηλαδή διαφορά που ανέκυψε κατ' εφαρμογή των νομοθεσιών, στις οποίες αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977 αλλά αφορά διαφορά που ερείδεται σε αδικοπρακτική ευθύνη, του εναγόμενου νομικού προσώπου οπό την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων που η ενάγουσα επικαλείται (ήτοι, των νόμων 3863/2010, 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012), η δε φύση της διαφοράς, ως ερειδόμενης στις περ' αδικοπραξίας διατάξεις, δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι η ζημία που επιδιώκει να αποκατασταθεί η ενάγουσα αντιστοιχεί σε συντάξεις, τα ποσά των οποίων περικόπηκαν από τον εναγόμενο ασφαλιστικό φορέα, σε εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, που κατά τα διαλαμβανόμενα στο οικείο δικόγραφο αντίκεινται σε αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις.
Εξάλλου, το αιτηθέν, με την κρινόμενη αγωγή, χρηματικό ποσό υπερβαίνει το ποσό των 1.500 ευρώ, ενώ, περαιτέρω, η προκείμενη διαδικασία δεν είναι, διαδικασία, λήψης ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως και 215 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Με τα δεδομένα αυτά, η ενάγουσα, ως ιδιώτης διάδικος, μη έχουσα την ιδιότητα του δικηγόρου, δεν έχει την κατ' εξαίρεση ικανότητα, που προβλέπεται στα άρθρα 27 παρ. 2 και 45 παρ. 5 εδαφ. β' του ανωτέρω Κώδικα, να διενεργεί η ίδια διαδικαστικές πράξεις, να παρίσταται κατά τη συζήτηση και να υπογράφει η ίδια το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής. Βάσει τούτων και δοθέντος ότι το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής υπογράφεται από την ίδια την ενάγουσα και όχι από δικηγόρο, πρέπει η αγωγή αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου. Για τον ίδιο δε λόγο, απορριπτέο ως απαράδεκτο είναι και το από 30.1.2020 υπόμνημα της ενάγουσας, που υπογράφεται μόνον από την ίδια.
Επειδή, κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, δεν καταλογίζονται σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου νομικού προσώπου (βλ. άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας)". (δημοσίευση απόφασης: dsanet.gr)
Σχόλια